Η ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας και η χρήση των πηγών ενέργειας με βιώσιμο και περιβαλλοντικά αποδεκτό τρόπο, αποτελούν τις κυρίαρχες συνιστώσες της Ευρωπαϊκής Ενεργειακής Πολιτικής.
Οι δεσμευτικοί στόχοι που περιγράφοντα κωδικοποιημένα με τον όρο «20-20-20», καταδεικνύουν με ποσοτικούς πλέον όρους την αναγκαιότητα αξιοποίησης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), της ορθολογικής χρήσης των ενεργειακών πόρων και της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η επίτευξη των στόχων του «20-20-20» θα μειώσει κατά 60 δις ευρώ τις εισαγωγές φυσικού αερίου και πετρελαίου μέχρι το 2020, θα αυξήσει το ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά 0,8%, θα δημιουργήσει περισσότερες από 1.500.000 νέες θέσεις εργασίας, ενώ τονίζεται με πολύ ξεκάθαρο τρόπο, η σημαντική ευθύνη της τοπικής αυτοδιοίκησης στην επιτυχία των προαναφερομένων στόχων και προκλήσεων (COMXXXX). Επιπλέον, ιδιαίτερα σημαντικές αναδεικνύονται οι δυνατότητες των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης στην προσπάθεια ελέγχου της κλιματικής αλλαγής, όπως επίσημα έχει διατυπωθεί από τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, στην Βαλένθια της Ισπανίας (27/01/2007).
Κατά συνέπεια, οι προσπάθειες ορθολογικής χρήσης των ενεργειακών πόρων, εξοικονόμησης ενέργειας και αποτελεσματικής προστασίας του περιβάλλοντος, αποδυναμώνονται επικίνδυνα χωρίς την κινητοποίηση, την ενεργό στήριξη και την καταλυτική συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών, και της τοπικής αυτοδιοίκησης. Η παράμετρος αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική ακόμα και στην πατρίδα μας όπου οι συνολικές δαπάνες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι μόλις 3,1% του ΑΕΠ όταν στην Δανία ή την Γερμανία τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 37,4% και 20,7%.
Τοπικές Πολιτικές και Ενεργειακή Διαχείριση
Οι διαδικασίες παραγωγής, διάθεσης και διαχείρισης της ενέργειας, ξεπερνούν συνήθως τα τοπικά και εθνικά όρια. Οι επενδύσεις στις ενεργειακές υποδομές είναι υψηλής εντάσεως κεφαλαίου και οι οικονομίες κλίμακας απαιτούν διεθνείς στρατηγικές και συμμαχίες. Οι περιπτώσεις των αγωγών μεταφοράς φυσικού αερίου και πετρελαίου, αποτελούν τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα. Όμως, η εξοικονόμηση ενέργειας, η δημιουργία αποκεντρωμένων συστημάτων παραγωγής, η αξιοποίηση των ΑΠΕ και κυρίαρχα η προστασία του περιβάλλοντος, αποτελούν σαφέστατα υπόθεση των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Στην κατεύθυνση αυτή, ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης είναι πολυσύνθετος, πολύ-επίπεδος και ιδιαίτερα καθοριστικός. Ενδεικτικά και όχι εξαντλητικά, ο ρόλος αφορά στους ακόλουθους τομείς:
Ενεργειακή απόδοση δημοτικών και δημόσιων κτιρίων
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του ΥΠΕΚΑ, το ετήσιο κόστος των ενεργειακών δαπανών των δημόσιων κτιρίων στην Ελλάδα ανέρχεται στο ποσό των 450 εκατομμυρίων ευρώ. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα παρουσιάζει τρεις φορές μεγαλύτερη κατανάλωση ενέργειας για τη θέρμανση κατοικιών συγκριτικά με τη Φινλανδία, υπό ομογενοποιημένες κλιματικές συνθήκες! Κατά συνέπεια, ο έλεγχος και η καταγραφή της ενεργειακής συμπεριφοράς των δημοτικών κτιρίων αλλά κυρίως ο δραστικός εξορθολογισμός της ενεργειακής κατανάλωσης, αποτελούν άμεση προτεραιότητα των δημοτικών αρχών που κατά κανόνα έχουν στην ιδιοκτησία τους , διαχείριση τους δεκάδες κτίρια ( σχολεία – υπηρεσίες – ΚΑΠΗ κτλ.).
Δημοτικός Φωτισμός
Η λειτουργία του δημόσιου φωτισμού αυξάνει σημαντικά την κατανάλωση ενέργειας και δεσμεύει μεγάλα χρηματικά ποσά από τους δημοτικούς προϋπολογισμούς. Παράλληλα, τα δίκτυα δημόσιου φωτισμού παράγουν τεράστια ποσά φωτορύπανσης, επηρεάζουν αρνητικά τα οικοσυστήματα και συνήθως, δεν επιτυγχάνουν το επιθυμητό αισθητικό και λειτουργικό αποτέλεσμα. Απαιτείται η ένταξη του δημόσιου φωτισμού σε έναν γενικότερο Αστικό Σχεδιασμό, σύμφωνα με τις διεθνείς πρακτικές και τις τεχνολογικές δυνατότητες οι οποίες περιγράφονται συνοπτικά ως «Στρατηγικά Σχέδια Ανάπτυξης Δημόσιου Φωτισμού». Εκμετάλλευση του φυσικού φωτισμού, σωστή συντήρηση, «ευφυή» διαχείριση και λειτουργία, χρήση λαμπτήρων χαμηλής κατανάλωσης.
Πολιτική πράσινων προμηθειών
Η στροφή στις πράσινες τοπικές δημόσιες προμήθειες παρέχει τη δυνατότητα μιας περιβαλλοντικά έμπρακτης πολιτικής, τόσο σε ουσιαστικό όσο και επικοινωνιακό, παραδειγματικό επίπεδο. Ο νόμος 3855/2010 με την περιγραφή «Μέτρα για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης κατά την τελική χρήση, ενεργειακές υπηρεσίες και άλλες διατάξεις», δίνει το νομικό πλαίσιο και τις απαραίτητες κατευθύνσεις. Ο συγκεκριμένος νόμος προβλέπει, μεταξύ άλλων, τον καθορισμό των ελάχιστων απαιτήσεων ενεργειακής απόδοσης για τις προμήθειες του Δημοσίου και των φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, καθώς και χρήση μεθοδολογιών ελαχιστοποίησης του κόστους κύκλου ζωής των προμηθευόμενων προϊόντων και αγαθών. Προκειμένου όμως να εφαρμοστεί στην πράξη, θα απαιτηθεί πρώτα από όλα ένας αποτελεσματικός στρατηγικός σχεδιασμός, οργάνωση των αρμόδιων υπηρεσιών, κατάλληλη εκπαίδευση του προσωπικού των Δήμων που θα πραγματοποιεί τις αγορές, διασφάλιση της πρόσβασης σε περιβαλλοντικές πληροφορίες και καθορισμός προτεραιοτήτων κατά την επιλογή των πιο «πράσινων» συμβάσεων.
Δημοτικά οχήματα και διαχείριση κυκλοφορίας
Γνωρίζουμε όλοι μας ότι η κατανάλωση ενέργειας των δημοτικών οχημάτων επιβαρύνει σημαντικά τον δημοτικό προϋπολογισμό, δεσμεύει πόρους και επιβαρύνει το αστικό περιβάλλον. Απαιτείται τακτικός έλεγχος των οχημάτων, ορθολογική και βέλτιστη διαχείριση της κίνησής τους και ενδεχομένως, απόσυρση και αντικατάσταση των οχημάτων που επιβαρύνουν υπέρμετρα το περιβάλλον και καταναλώνουν δυσανάλογες ποσότητες καυσίμων κίνησης. Παράλληλα, η διαχείριση της κυκλοφορίας με αποτελεσματικό και λειτουργικό τρόπο έχει πολλαπλή θετική συνεισφορά στο περιβάλλον, στην τοπική οικονομία και αναβαθμίζει σημαντικά το επίπεδο διαβίωσης στα αστικά κέντρα. Είναι ευθύνη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης η μελέτη η κατασκευή και διαχείριση έργων διαρρύθμισης της κυκλοφορίας οχημάτων. Έχει περάσει χωρίς επιστροφή η εποχή που οι φωτεινοί σηματοδότες θεωρούνται εκσυγχρονισμός. Η Αυτοδιοίκηση έχει αποδείξει ότι είναι πρωτοπόρος στην υιοθέτηση δοκιμασμένων τεχνικών λύσεων χωρίς φοβικά σύνδρομα.
Τα περιφερειακά αστικά κέντρα υποφέρουν κι αυτά, σε μικρογραφία, από τα κυκλοφοριακά προβλήματα. Είναι αυτός ο λόγος που τα ζητήματα των αστικών συγκοινωνιών της περιφέρειας πρέπει να έχουν την ίδια οικονομική αντιμετώπιση με τις αστικές συγκοινωνίες Αθηνών – Θεσ /νίκης , προκειμένου να ενισχυθεί η χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς με την συνεπακόλουθη μείωση κατανάλωσης ενέργειας. Όπως και το μέσα σταθερής τροχιάς. Δεν έχουν την πολυτέλεια να αφήνουμε αναξιόπιστες υποδομές μέσω σταθερής τροχιάς να αραχνιάζουν.
Περιβαλλοντική εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση
Κανένα πρόγραμμα και καμία παρέμβαση δεν μπορούν να έχουν βιώσιμα αποτελέσματα χωρίς τη συμμετοχή και την ενεργό αποδοχή από την πλευρά των πολιτών. Στην κατεύθυνση αυτή, ο ρόλος των φορέων της Αυτοδιοίκησης είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Η αμφίδρομη αμεσότητα που χαρακτηρίζει τις σχέσεις Δήμων-Πολιτών αλλά κυρίως η δυνατότητα του εκάστοτε δήμου να γνωρίζει τις ιδιαιτερότητες αλλά και τις προοπτικές της τοπικής κοινωνίας, αποτελούν τους σημαντικότερους παράγοντες μιας αποτελεσματικής ευαισθητοποίησης των πολιτών απέναντι σε θέματα που σχετίζονται με την περιβαλλοντική προστασία και τη διαχείριση των φυσικών πόρων.
Επιπλέον, η αμεσότητα που χαρακτηρίζει τις δημοτικές πολιτικές και αποφάσεις, έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει θετικά τις προσπάθειες εκτεταμένης ανακύκλωσης, εξοικονόμησης πόρων, ενέργειας, νερού, βέλτιστης αξιοποίησης των δημοτικών υποδομών, δράσεις για το πράσινο νοικοκυριό και την πράσινη γειτονιά. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να σταθούμε στο σημείο της εκπαίδευσης – ευαισθητοποίησης των πολιτών. Στο σημείο της ανάδειξης της στενής σχέσης ενέργειας και περιβάλλοντος. Είναι η μεγαλύτερη επένδυση που μπορούν να κάνουν οι Δήμοι η ευαισθητοποίηση ιδίως των μαθητών, των μικρών δημοτών των αυριανών ενεργών πολιτών στην πορεία για μια αειφόρα ανάπτυξη για μια βιώσιμη κοινωνία.
Η συμμετοχή στην ανακύκλωση, οι επιδεικτικές ενεργειακές τεχνολογίες στα σχολεία ( π.χ. φωτοβολταικά ) , η συμμετοχή σε προγράμματα βιώσιμης ανάπτυξης, η επαφή των πολιτών με τις νέες τεχνολογίες και τις ΑΠΕ είναι πρωτοβουλίες που διασφαλίζουν το μέλλον μας και το μέλλον των παιδιών μας.
Υλοποίηση Πολιτικών και Προτάσεις
Η φιλοσοφία της «πράσινης ή βιώσιμης ανάπτυξης» έχει μπει πλέον στο καθημερινό μας λεξιλόγιο και αναμένεται να μας απασχολεί όλο και περισσότερο στο άμεσο μέλλον. Η πράσινη ανάπτυξη δεν αφορά βεβαίως μόνον στην παραγωγή ενέργειας ή στη διαχείριση των απορριμμάτων, αλλά σχετίζεται με ένα ευρύτατο φάσμα αναπτυξιακών επιλογών και διαχειριστικών πρακτικών.
Στα πλαίσια αυτά, μια νέα προσέγγιση κερδίζει συνεχώς έδαφος στις κοινωνίες της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης. Οι δήμοι δεν αντιμετωπίζονται πλέον ως “στεγνά γραφειοκρατικά” διοικητικά κέντρα, αλλά ως ενεργά οικοσυστήματα.
Πρέπει να ξεφύγουμε από την μονοδιάστατη αξιολόγηση των αναπτυξιακών προσπαθειών με αυστηρά οικονομικούς δείκτες. Οι περιβαλλοντικές προκλήσεις απαιτούν μια αναθεώρηση του τρόπου με τον οποίο σχεδιάζουμε, αξιολογούμε και υλοποιούμε τα αναπτυξιακά μας προγράμματα. Πρέπει να ενσωματώσουμε πρόσθετους ποσοτικούς και ποιοτικούς δείκτες στο αναπτυξιακό μας μοντέλο. Δείκτες οι οποίοι θα αποτυπώνουν τις πολλαπλές πιέσεις που θα δεχθεί το φυσικό, οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον από τις επιλογές και τις δράσεις μας.
Το σύνολο των δήμων της Χώρας πρέπει να αποκτήσει περιβαλλοντική και ενεργειακή ταυτότητα. Πρέπει να γνωρίζουμε με ποσοτικούς όρους το περιβαλλοντικό μας αποτύπωμα αναφορικά με την κατανάλωση ενέργειας, την ρύπανση της ατμόσφαιρας από καύσεις τη διαχείριση των απορριμμάτων, τη χρήση γης και την αξιοποίηση των υδάτινων αποθεμάτων. Δεν μπορούμε να εκπονούμε τεχνικά και αναπτυξιακά προγράμματα χωρίς να γνωρίζουμε τη φέρουσα ικανότητα του περιβάλλοντος να υποδεχθεί με βιώσιμο τρόπο τις παρεμβάσεις μας, ιδιαίτερα αυτές που χαρακτηρίζονται ως «μεγάλης κλίμακας».
Απαιτείται η εκπόνηση Τοπικών Ενεργειακών Σχεδίων Δράσης (ΤΕΣΔ) προκειμένου να καταγραφεί η υπάρχουσα κατάσταση, αλλά κυρίως να αναδειχθούν οι στόχοι, να τεθούν οι προτεραιότητες και να οριοθετηθούν τα μέτρα και οι πρακτικές. Τα τοπικά αυτά σχέδια επιβάλλεται να τίθενται σε δημόσια διαβούλευση, να γίνουν κτήμα της τοπικής κοινωνίας, να αξιολογούνται και να τροποποιούνται κατά περίπτωση. Να αποτελέσουν αντικείμενο γόνιμης αντιπαράθεσης και να ενσωματωθούν ενεργά στα κριτήρια με τα οποία οι πολίτες προκρίνουν ή επικρίνουν το έργο της δημοτικής αρχής.
Επιβάλλεται παράλληλα να στραφούμε σε εκτεταμένες διαδημοτικές συνεργασίες ακόμα και μετά την μεγέθυνση και ενδυνάμωση των αυτοδιοικητικών φορέων με τον «Καλλικράτη».
Η στενότητα των οικονομικών πόρων, η αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού με όρους προστιθέμενης αξίας, η συμπληρωματικότητα, η διεύρυνση των προσπαθειών και οι οικονομίες κλίμακας, επιβάλλουν την εμπέδωση δράσεων και πρακτικών στη λογική των διαδημοτικών συνεργασιών. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να «περιχαρακώνουμε» τους δήμους μας απέναντι σε προβλήματα και προκλήσεις που επιβάλλουν εθνικές στρατηγικές και παγκόσμια συστράτευση .
Είναι τέλος ιδιαίτερο καθήκον κάθε Δήμου κάθε αυτοδιοικητικού οργανισμού να αναγνωρίζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του στον τομέα της ενέργειας να διεκδικεί τον ιδιαίτερο ρόλο του στο ενεργειακό γίγνεσθαι της πατρίδας μας.
Ο Καλλικρατικός Δήμος Κοζάνης, ο μεγαλύτερος ενεργειακός δήμος της πατρίδας μας, η περιοχή που στήριξε και συνεχίζει να στηρίζει την ανάπτυξη του τόπου, έχει αναπτύξει τον δικό του προβληματισμό την δικιά του άποψη για τα ενεργειακά ζητήματα της περιοχής.
Διεκδικούμε την συνέχεια του ενεργειακού χαρακτήρα της περιοχής βασισμένο όχι μόνο στον λιγνίτη αλλά και στις ΑΠΕ.
Διεκδικούμε την εκμετάλλευση όλων των λιγνιτικών αποθεμάτων της περιοχής με σύγχρονους αποδοτικούς τρόπους και σεβασμό στο περιβάλλον.
Διεκδικούμε την υλοποίηση νέων λιγνιτικών μονάδων, τις μετεγκαταστάσεις των οικισμών, την προστασία του περιβάλλοντος, την επανοπόδοση των εξαντληθέντων εδαφών, την ανάπτυξη των παραλίμνιων ζωνών που είναι ζητήματα ζωτικά για το μέλλον της περιοχής.
Είναι τα ζητήματα αυτά που υπηρετούνται σαφώς καλύτερα από μια ΔΕΗ με δημόσιο και κοινωνικό χαρακτήρα.
Αποτελεί αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα ότι ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης, ακόμη και όταν δεν συν-διαμορφώνει εθνικές ενεργειακές στρατηγικές, είναι καθοριστικός, ουσιαστικός και αναντικατάστατος. Είναι καθοριστικός σε κάθε προσπάθεια προστασίας του φυσικού και αστικού περιβάλλοντος. Είναι ουσιαστικός στην εξοικονόμηση των φυσικών πόρων και στην ορθολογική χρήση της ενέργειας. Είναι αναντικατάστατος όσον αφορά στην αποτελεσματική και λειτουργική ενσωμάτωση περιβαλλοντικών «νόμων και διατάξεων» στην καθημερινότητα του πολίτη.