Τι καλά που έκανες αγαπητέ μου Ιάκωβε και δεν παρέστης στην τελετή της αποδημίας σου…
Λίγος κόσμος, λίγοι, ελάχιστοι της συντεχνίας σου, μετρημένοι στα δάχτυλα ηθοποιοί, απόντες τα θέατρα και βροντερά απόντες οι ταγοί της πολιτείας και του πολιτισμού, τουλάχιστον από την μεταπολίτευση και μετά.
Τι κι αν μάκρυνες τα σύνορα της Τέχνης και της Χώρας σου, αγαπητέ μου Ιάκωβε…
Τι κι αν αποτέλεσες λαμπρό παράδειγμα δημοσίου ανδρός…
Τι κι αν στόλισες το θέατρο μας με δεκάδες έργα, αδιατίμητα ασημικά της πατρίδας για τις επόμενες γενιές…
Τι κι αν ήσουν σύμβολο του Ολοκαυτώματος και γύρισες ονειροτόκος από το πουργατόριο του Μαουτχάουζεν…
Τι κι αν έγραψες καταπληκτικά τραγούδια…
Τι κι αν υπήρξες παγκόσμιο φαινόμενο καθώς δίχως να τελειώσεις τις «εγκύκλιες σπουδές», χωρίς απολυτήριο γυμνασίου δηλαδή, έγινες ομόφωνα ακαδημαϊκός και καθηγητής σε τρία- τέσσερα πανεπιστήμια!
Το παρήγορο είναι ότι στα πεντακόσια άτομα που προσήλθαν, τα τετρακόσια ήταν απλοί άνθρωποι του λαού μας. Άγνωστοι. «Ο λαός μας είναι πάντα κατά τι ανώτερος από την συντεχνία των αρχόντων του», όπως έλεγε ο Σεφέρης.
Αλλά τι βουβάλα που έχει γίνει τώρα τελευταία η Ελλάδα….
Τρανταχτές κηδείες και στέφανα και λόγοι σε αυτούς που ούτε στο μικρό σου δαχτυλάκι δεν φτάνουνε.
Φαντάζομαι ούτε το κεράκι μας δεν θα το θέλεις τώρα…
Από την άλλη σκέφτομαι ότι καλά έκανες κι «έφυγες» σε μια τέτοια εποχή βαθύτατης έκπτωσης του Δημοσίου και του Πολιτικού ήθους.
Έφυγες ενώ εδώ «περνάνε και θερίζουν χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα»: Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Μνημόνιο και τα ρέστα.
Καλύτερα λοιπόν που δεν παρέστης…
Αν ήσουν «λαϊκό είδωλο», ή πως τους λένε αυτούς… «TV περσόνα», όλα θα ήταν διαφορετικά.
Τι και αν ποιητική και συμβολική αδεία είσαι ο Έλληνας Σαίξπηρ. Στην εποχή μας Ιάκωβε η ποίηση έγινε αυτό που έλεγε ο Μανώλης Αναγνωστάκης: «ο καλύτερος τοίχος για να κρύψουμε το πρόσωπό μας» .
Σήμερα στην Ελλάδα ζούμε στην εποχή που ο πολιτισμός έγινε απολίτιστος. Όταν σε ρώτησα πριν από δεκάξι μήνες στην συνέντευξη που σου πήρα, την τελευταία ίσως συνέντευξη της ζωής σου, για την σιγή των πνευματικών ανθρώπων, τα πάθη, τα βάσανα και τους καημούς των νεοελλήνων μου απάντησες αφοπλιστικά: «Και ποιός με ρώτησε εμένα και ποιός χτύπησε την πόρτα του σπιτιού μου ή το τηλέφωνό μου τα τελευταία χρόνια;»
Εμείς οι δημοσιογράφοι κυνηγάμε άλλα θέματα. Τους ζώνεκρους. Αυτοί κυριαρχούν. Και δεν κυνηγάμε πια τα ελεύθερα και τα υπέροχα κοτσύφια.
Δεν έχω πολλά να σου πω αλλά έφυγες χωρίς να μου απαντήσεις στην κρίσιμη ερώτηση: « Ο θάνατος τι είναι; Δημοκρατία ή δικτατορία;» Είναι μια ερώτηση που παραμένει σε εκκρεμότητα τόσα χρόνια. Και περίμενα από σένα τρυφερέ μου Ιάκωβε να μου δώσεις την απάντηση.
Λοιπόν, να μην λέμε πολλά:
Χαίρε τρυφερό κύμα της Νάξου!
Χαίρε το μέλλον χιλιάδων Ελληνοπαίδων!
Χαίρε που φωταγώγησες τα σκοτάδια του φασισμού!
Χαίρε που τραγούδησες «Τι ωραία που είναι η αγάπη μου»!
Χαίρε σιωπή της σιωπής!
Ήδη νιώθω την απουσία σου και θα ‘ρθω στο κοιμητήριο να σου ανάψω ένα κεράκι θλίψεως κι ευγνωμοσύνης.