Όταν την 27η Απριλίου του 1941 οι
σιδερόφραχτες ναζιστικές μεραρχίες των Γερμανών άπλωναν σαν αράχνη τον φρικαλέο
ιστό του φασισμού και στον τόπο μας, ο λαός είχε να διαλέξει ανάμεσα στις
αλυσίδες και στα όπλα.
Όπως γράφει ο Ελύτης «είμαστε από καλή γενιά»̇
και έτσι η δεύτερη επιλογή δεν ήταν παρά αυτονόητη και νομοτελειακά σχεδόν προκαθορισμένη.
Τη στιγμή που το αλβανικό έπος του ’40 ήταν εντελώς πρόσφατο και ο ήχος της
πρώτης ελληνικής νίκης κατά του Άξονα δεν είχε γίνει ακόμα απόηχος, δεν έμενε
παρά να φανεί ο λαός αντάξιος των ηρωικών του παραδόσεων. Ενώ οι βασιλείς κατά
τη διαχρονικά προσφιλή τους συνήθεια εγκατέλειπαν τη χώρα που δεν θα τους ήταν
πλέον χρήσιμη, ενώ οι εγχώριοι Κουίσλινγκς και Ράλληδες ετοιμάζονταν να θέσουν
σε εφαρμογή τα επονείδιστα σχέδια της συνεργασίας με τον κατακτητή, και ενώ και
η πιο απλή σκέψη για αντίσταση ενάντια στον εισβολέα ισοδυναμούσε με
παραλογισμό (αντίληψη που τροφοδοτούνταν από τη στάση του αστικού πολιτικού
κόσμου της εποχής), τότε οι πλατιές λαϊκές δυνάμεις προχώρησαν στη μαζική και
ένοπλη δράση.
Το ημερολόγιο έδειχνε 31η Μαΐου 1941
όταν δυο έφηβοι πατριώτες, οι Μανώλης Γλέζος και Απόστολος Σάντας, σκαρφάλωσαν
στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης και υπέστειλαν τη γερμανική σημαία κουρελιάζοντας
τον αγκυλωτό του φασισμού. Τον αντίκτυπο
της ηρωικής αυτής πράξης τον διέκρινε κανείς τόσο στη λυσσασμένη αγανάκτηση των
κατακτητών όσο και στην αναστημένη ελπίδα των υπόδουλων αλλά όχι προσκυνημένων
ότι κάτι «κινείται», ότι απέναντι στη φονική μηχανή του τρόμου μπορεί να
υπάρξει αντίδραση και ότι η αντίδραση αυτή μπορεί να είναι και άμεση και δραστική.
Η ναζιστική θηριωδία στη διάρκεια της κατοχής
θα φανερώσει πλέρια το λεπρό της πρόσωπο με την εφαρμογή του σχεδίου
εξοντωτικού λιμού των κατοίκων των μεγάλων αστικών κέντρων, με διαρπαγές
περιουσιών και δηώσεις, με εκτελέσεις χιλιάδων αγωνιστών, με εκτοπισμούς
δεκάδων χιλιάδων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η σφαγή στο Δίστομο, στα
Καλάβρυτα και στα Ανώγεια, το μπλόκο της Κοκκινιάς και η εκτέλεση των 200
πολιτικών κρατουμένων την Πρωτομαγιά του 1944 στην Καισαριανή (τους οποίους
παρέδωσαν οι ελληνικές δωσιλογικές αρχές στους Γερμανούς) έμειναν στην ιστορία
ως οι πυλώνες που οδηγούν στο πεδίο της πλέον κορυφαίας και αυθεντικής έκφρασης
του πατριωτισμού, της ολοκληρωτικής νίκης των υψηλών ιδανικών απέναντι στην
υλική βία και το φάσμα του θανάτου. Αναδείχθηκαν σε σημεία παγκόσμιας ιστορικής
αναφοράς.
Απέναντι στα φρικώδη όνειρα των ναζιστών για
χιλιόχρονη κυριαρχία επί της γης, δεν θα αργήσουν να συσταθούν και στον τόπο
μας αντιστασιακές οργανώσεις, όπως ο ΕΔΕΣ με αρχηγό τον στρατηγό Ναπολέοντα
Ζέρβα, η ΕΚΚΑ με επικεφαλής τον Δ. Ψαρρό και το ΕΑΜ (27.10.41) που θα
αναδειχθεί ως η πλέον κυρίαρχη και μαζική, πανελλήνιας σχεδόν συστράτευσης,
αντιστασιακή οργάνωση. «Σε πείσμα όλης της μεταπολιτευτικής πλύσης εγκεφάλου
παραμένει γεγονός ότι είναι το μεγαλύτερο έπος της νεότερης ελληνικής ιστορίας»
(Διονύσης Χαριτόπουλος, Άρης ο αρχηγός
των ατάκτων, Β΄ τόμος σελ. 576). Εξέφρασε το συλλογικό και ομόπνοο αίσθημα
για αποτίναξη του ζυγού και για εδραίωση μεταπολεμικά μιας δικαιότερης
κοινωνικής τάξης πραγμάτων. Στην αρχή υπήρξαν αρκετές αλλά απέβησαν άκαρπες οι
προσπάθειες να εξασφαλισθεί η συνεργασία των αστικών κομμάτων, καθώς ο αστικός
πολιτικός κόσμος επέλεξε να μείνει αδρανής θεωρώντας ότι η Αντίσταση είναι ένα
απλό επεισόδιο που θα λήξει με την απελευθέρωση. Έτσι το ΕΑΜ προέκυψε από τη
συνεργασία ΚΚΕ, ΣΚΕ (Σοσιαλιστικού κόμματος Ελλάδος), ΕΛΔ (Ένωσης Λαϊκής
Δημοκρατίας), και ΑΚΕ (Αγροτικού Κόμματος Ελλάδος). Με συντονισμένη δράση
στρατιωτικής – πολιτικής – πνευματικής ηγεσίας τα ΕΑΜ εξασφαλίζει την
υποστήριξη της πλειονότητας του λαού αφού σε κάθε πόλη και χωριό αναπτύσσονται
δραστήριοι εαμικοί πυρήνες. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, παλαιοί αξιωματικοί και
κληρικοί όπως ο Ιωακείμ Κοζάνης ή ο Ηλείας Αντώνιος, στρατεύονται στις τάξεις
του. Το ένοπλο τμήμα του ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ (Φεβρ. ‘42) με επικεφαλής τον στρατηγό Στ.
Σαράφη και τον θρυλικό Άρη Βελουχιώτη, θα αποτελέσει τον εθελοντικό αντάρτικο
στρατό που θα γίνει ο τρόμος των κατακτητών και των εγχώριων συνεργατών τους. Ο
Άρης Βελουχιώτης, προσωπικότητα με μοναδικό συγκερασμό στρατηγικής ιδιοφυίας
και πολιτικής διορατικότητας, είναι αυτός που στη Δομνίστα της Ευρυτανίας θα
σχηματίσει την πρώτη αντάρτικη ομάδα και θα επιτύχει να ενώσει ακόμα και τις
ληστρικές ομάδες της Ρούμελης, όπως αυτή του Καραλίβανου, για να τις ρίξει στη
φωτιά του εθνικού αγώνα, με πιο λαμπρό φανέρωμα την ανατίναξη της γέφυρας του
Γοργοποτάμου τον Νοέμβριο του 1942, ένα από τα μεγαλύτερα σαμποτάζ του Β΄
Παγκοσμίου Πολέμου σε όλη την Ευρώπη που πραγματοποιήθηκε με τη συνεργασία
Βρετανών σαμποτέρ και ανδρών του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ. Η ΕΠΟΝ, η οργανωμένη στο
πλευρό του ΕΑΜ νεολαία, θα προσφέρει αξιοθαύμαστες υπηρεσίες στον τομέα της
συνωμοτικής και υποστηρικτικής δράσης. Η νεολαία της Κατοχής δικαίωσε με τον
πιο έκτυπο και έμπρακτο τρόπο τη διατύπωση του Κοραή ότι «οι νέοι είναι τα άνθη
της φυλής». Κορυφαία αντιστασιακή πράξη της νεολαίας ήταν η ανατίναξη των
γραφείων της δωσιλογικής φιλοναζιστικής ΕΣΠΟ από τον ουλαμό καταστροφών της
ΠΕΑΝ του Κ. Περρίκου. Δυστυχώς ο δωσιλογισμός δεν είχε χαρακτήρα συμπτωματικής
ή απλώς επεισοδιακής παρουσίας και έκφρασης αλλά είχε λάβει σχεδόν οργανωμένη
κρατική και παράλληλα παρακρατική υπόσταση.
Η πείνα, ο θάνατος, η καταρράκωση της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η αποκαθήλωση της ζωής από το βάθρο της ως
αυθυπόστατης αξίας, λειτούργησαν ως ανεμοδείκτες για την εμπέδωση μιας
πρωτόγνωρης κοινωνικής αλληλεγγύης, μιας αυξημένης αίσθησης κοινωνικής
συνείδησης. Πάνω σε αυτήν την κοινωνική αναμονή και ελπίδα ανθοφόρησαν οι
εθνικοαπελευθερωτικές, δημοκρατικές και αντιμοναρχικές διακηρύξεις του ΕΑΜ. Το
πνεύμα των διακηρυγμένων θέσεών του, από τις οποίες ποτέ δεν απομακρύνθηκε,
αποτυπώνεται στο διάπυρο εγερτήριο σάλπισμα του στοχαστή Δ. Γληνού το οποίο
επιγράφεται «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ». Είναι το κείμενο στο οποίο ο λαός
συλλάβισε το αλφάβητο της πατριωτικής έξαρσης, και οι εργαζόμενοι, οι γυναίκες
και οι διανοούμενοι το όραμα της κοινωνικής τους απελευθέρωσης.
Η αντίσταση στις πόλεις εκδηλώνεται με μαζικές
διαμαρτυρίες και απεργίες. Ας θυμηθούμε το ανεπανάληπτης έκτασης συλλαλητήριο
της 25ης Μαρτίου του 42 που περιγράφει και ο Ελύτης στο Άξιον Εστί. Ας θυμηθούμε την πρώτη
απεργία δημοσίων υπαλλήλων τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου και κυρίως τις
πολυήμερες διαδηλώσεις που απέτρεψαν την επιστράτευση και έτσι ναυάγησαν τα
σχέδια των κατακτητών να μεταφέρουν Έλληνες εργάτες στις πολεμικές τους βιομηχανίες.
Τα παράνομα τυπογραφεία γεννούν το έντυπο υλικό που καθημερινά διανέμεται από
στενό σε στενό και κρατά ζωντανή την ελπίδα. Η συλλογή πληροφοριών
αναδεικνύεται σε καθοριστικής σημασίας υπηρεσία. Και έπειτα είναι και εκείνο το
περίφημο «χωνί», ο αυτοσχέδιος τηλεβόας που ακούγεται μέσα στη νύχτα και
στέλνει το ελπιδοφόρο μήνυμα ότι η λευτεριά σιμώνει. Είναι και οι εξορμήσεις,
κυρίως παιδιών, για την αναγραφή στους στίχους συνθημάτων με την κόκκινη
μπογιά. Η συγγραφέας Μέλπω Αξιώτη αναφέρει ένα γεγονός που ξυπνά τις πιο
δυνατές συγκινήσεις: υπήρξε περίπτωση που ένα νεαρό παιδί έγραφε με την μπογιά
στον τοίχο τα πατριωτικά συνθήματα και, όταν αυτή σώθηκε, αυτό συνέχιζε να
γράφει αφού βουτούσε το πινέλο στο αίμα του ποδιού του που προηγουμένως είχε με
μαχαίρι πληγώσει για αυτόν τον σκοπό.
Φίλες και Φίλοι,
Η Εθνική Αντίσταση διέψευσε τις εκτιμήσεις του
αστικού κόσμου της εποχής που την ήθελε ένα παρένθετο ιστορικό γεγονός. Αν την αποτιμήσουμε
δίκαια τότε οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι μιλούμε για την περίπτωση μιας
πολυσχιδούς πατριωτικής, κοινωνικής, παιδευτικής και ανθρωπιστικής δράσης. Η
γενιά της εθνικής αντίστασης επιβεβαίωσε την αρχή ότι η ελευθερία κατακτιέται, ότι
ο άνθρωπος χάνει όση ελευθερία είναι διατεθειμένος να χάσει και ότι η ελευθερία
νοείται μόνο στο βαθμό που είναι δοσμένη σε έναν υπερατομικό στόχο. Σφυρηλάτησε
μια νέα εθνική συνείδηση, απαλλαγμένη από πατριδοκάπηλες ρητορικές κενολογίες συγχωνεύοντας
τις κοινωνικές και πολιτικές προσδοκίες του λαού σε ένα κοινό και πανανθρώπινης
αξίας όραμα για μια δικαιότερη ζωή. Εξέφρασε με τον πιο χαρακτηριστικό και
ανόθευτο τρόπο τα ιδανικά, τις ανάγκες και τους μύχιους πόθους του λαού. Καθόρισε
τον μεταπολεμικό πολιτικό χάρτη του τόπου σε σημείο που για ορισμένες πολιτικές
δυνάμεις να είναι ο ιστορικός δείκτης της πραγματικής αλλά και μεταφυσικής τους
υπόστασης. Ήταν η ληξιαρχική πράξη γέννησης του προοδευτικού λαϊκού κινήματος
που δεν εκφραζόταν μέσα στα έως τότε σχήματα. Εμφύσησε κοινή πατριωτική και
κοινωνική μαζί συνείδηση σε όλο το φάσμα του κοινωνικού σώματος και μάλιστα
συσπειρώνοντάς το, από τη ράφτρα της Κοκκινιάς, τον σαλταδόρο του Πειραιά και
τα χαμίνια του λιμανιού έως τον φιλοπρόοδο πνευματικό κόσμο του τόπου, από τον
πρώτο καπετάνιο του βουνού μέχρι τον τελευταίο αντάρτη. Δεν ήταν μόνο πάλη
ενάντια στον επάρατο κατακτητή. Στάθηκε και ο διαμορφωτής μιας πολυσύνθετης
κουλτούρας, ένα σύστημα παιδαγωγικής για τον λαό. Όταν ο λαός οργανώνει ένα
δικό του κράτος στο βουνό και την ύπαιθρο, ασκώντας διοίκηση αυτοδιαχειριστικού
χαρακτήρα με ευνομία και δικαιοσύνηֹֹ όταν οικοδομεί αυτόβουλα έναν ανώτερο
κοινωνικό βίο̇
όταν στην «ελεύθερη Ελλάδα» συστήνονται επιτροπές για την παιδεία, την
καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, την αντιμετώπιση της πείνας, την κοινωνική
πρόνοια, τη δικαιοσύνη, τον πολιτισμό̇
όταν ανεβαίνουν έργα θεατρικά
πάνω σε αυτοσχέδιες θεατρικές σκηνές του βουνού̇ όταν διενεργούνται εκλογές για
την ανάδειξη μελών του Εθνικού Συμβουλίου που συνήλθε στους Κορυσχάδες της
Ευρυτανίας και μάλιστα με τη συμμετοχή για πρώτη φορά γυναικών στην ψηφοφορία
αλλά και την εκλογή τους ֹ τότε, φίλες και φίλοι, επιβεβαιώνεται ο
κανόνας που θέλει τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες σύμφυτους και
αλληλένδετους με τις κοινωνικές διεκδικήσεις για μια δικαιότερη τάξη πραγμάτων.
Μένει να αναρωτηθούμε, για να θυμηθούμε και τον ποιητή, όχι αν υλοποιήθηκαν
αλλά αν τουλάχιστον σχεδιάστηκαν τα όνειρα για την αυριανή ευτυχία του κόσμου
πάνω στα αιματοβαμμένα πουκάμισα των θυμάτων της γενιάς που τιμούμε σήμερα.