Σελίδες

Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

Η Μητρότητα στη νεοελληνική τέχνη.Περίληψη της ομιλίας της κ. Όλγα Μούσιου-Μυλωνά από την εκδήλωση για τη Μητέρα που οργάνωσε η Ομάδα Συνεργασίας του Τοπικού Τμήματος Οδηγισμού Φλώρινας


Η σημερινή γιορτή για τη Μάνα είναι μια εξαιρετικά εμπνευσμένη παγκόσμια πρωτοβουλία με σκοπό την απόδοση ευγνωμοσύνης σε ένα πρόσωπο που κινείται στη σφαίρα της καθημερινότητας και δίνει έναν διαρκή αγώνα, σκληρό και αφανή, αλλά τόσο σημαντικό για τη σύγχρονη κοινωνία και  σημειολογικά αποτυπώνει το συλλογικό σεβασμό της ανθρωπότητας απέναντι στο ιερό πρόσωπο της Μάνας, το πανανθρώπινο σύμβολο της ζωής και της ανιδιοτελούς αγάπης, της αυτοθυσίας και της υπέρβασης, αλλά και τον στυλοβάτη της κοινωνίας.

Χιλιοτραγουδισμένη  και πολυύμνητη η μορφή της μητέρας. Όχι μόνο η ποίηση και η μουσική, αλλά και ο  χρωστήρας και η σμίλη πρόσφεραν αριστουργήματα της τέχνης, για να την εξυμνήσουν. Πηγή ανεξάντλητης έμπνευσης, που χωρίς τη γλυκιά και ηρωική μορφή της σίγουρα ο κόσμος μας θα ήταν πολύ φτωχός.
Ο άνθρωπος από την πιο βαθιά προϊστορία του λάτρεψε τη μητέρα-θεά, το αρχετυπικό σύμβολο της ευγονίας και της ευκαρπίας. Οι παλαιολιθικές «Αφροδίτες» και τα νεολιθικά ειδώλια, οι στεατοπυγικές μορφές με τις πλούσιες καμπύλες διασώζουν την εικόνα της μητέρας θεάς που συμπύκνωνε σε ένα σύμβολο την ευκαρπία της φύσης και τη γονιμότητα που εξασφάλιζε την επιβίωση του ανθρώπινου γένους.
Τα κομψά κυκλαδικά ειδώλια από διάφεγγο μάρμαρο των νησιών, με τα τονισμένα γενετήσια μέλη και με τα σταυρωμένα χέρια πάνω στην εύγλωττη καμπύλη της κοιλιάς, και η γυμνόστηθη μινωική Θεά των Όφεων φαίνεται να συνδέονται με την ίδια λατρεία.
Στα κλασικά χρόνια, στο δωδεκάθεο, η διπλή ιδιότητα της μητέρας θεάς διασπάται: η Αφροδίτη, θεά του έρωτα, γίνεται σύμβολο της ευγονίας και την ιδιότητα της προϊστορικής μητέρας θεάς, τη χθόνια, προστάτιδα της ευκαρπίας της γης, την επωμίζεται η Δήμητρα, πάσχουσα μητέρα της Περσεφόνης και  προδρομική μορφή της μεγάλης τραγικής μητέρας του Εσταυρωμένου Χριστού.
Η Παναγία, η μεγάλη Μητέρα του Χριστιανισμού, συγκέντρωσε στο πρόσωπό της εξαγνισμένους από την άμωμη σύλληψη όλους τους συμβολισμούς των προχριστιανικών μορφών λατρείας. Η Θεοτόκος εξυψώνει το μυστήριο της γέννησης, και κυρίως την ιερότητα της σχέσης μητέρας παιδιού και την αναγάγει σε τραγικό σύμβολο θείου πάθους. Ο πόνος της Παναγίας γίνεται πανανθρώπινη παραμυθία για την πάσχουσα ανθρωπότητα και για τους πιστούς που προστρέχουν στη χάρη της, όταν χειμάζονται από άλγη και πάθη.
Η μεγάλη μητέρα του Χριστιανισμού, η Παντάνασσα, η Πλατυτέρα, η Οδηγήτρια, η Υπέρμαχος, η Νικοποιός, η Γαλακτοτροφούσα, η Παρηγορήτρια, η θαλασσινή και στεριανή Παναγιά, λατρεύεται με χιλιάδες ιδιότητες. Γύρω στα δέκα χιλιάδες προσωνύμια συνοδεύουν τη λατρεία της στη γλώσσα μας και δεν υπάρχει κορυφή, πεδιάδα, ακρωτήριο και όρμος της ελληνικής γης όπου να μην φωλιάζει ένα λευκό εκκλησάκι αφιερωμένο στη λατρεία της.
Από την πρώτη εικόνα της Θεοτόκου, που κατά την παράδοση αποδίδεται στον Ευαγγελιστή Λουκά, σε όλες τις απεικονίσεις της Παναγίας που ακολούθησαν από τους βυζαντινούς τεχνίτες κατάφεραν να δημιουργήσουν μιαν αρχέτυπη μορφή που κωδικοποίησε σε ένα συμπυκνωμένο συμβολισμό τα χαρακτηριστικά της πνευματικότητας, της άφατης και άδηλης θλίψης, της ευσπλαχνίας και μαζί της ανθρώπινης τρυφερότητας της μάνας προς το τέκνο της. Οι διάφοροι τύποι της θεομητορικής αγιογραφίας και εικονογραφίας τονίζουν τις πολλαπλές ιδιότητες της Παναγίας και οι βυζαντινοί και μεταβυζαντινοί ζωγράφοι, ψηφοθέτες και νωπογράφοι κατάφεραν να εμφυσήσουν πνοή και να δημιουργήσουν αριστουργήματα τέχνης.
Το θέμα της μητρότητας διαγράφει μια πολύτροπη και ενδιαφέρουσα πορεία μέσα στην νεοελληνική τέχνη του 19ου και του 20ου  αιώνα, ενσωματώνοντας τις εξελίξεις της παγκόσμιας τέχνης, τους νέους προσανατολισμούς των καλλιτεχνών στο επίπεδο της μορφικής διατύπωσης, της τεχνικής και των υλικών. Στους αιώνες αυτούς η μητρότητα έχει μια σημαντική παρουσία στη ζωγραφική, τη χαρακτική και τη γλυπτική, γεγονός που συμβάλλει στην πολυμορφία της εικαστικής επεξεργασίας του θέματος. Να υπογραμμιστεί ότι η παρούσα εισήγηση αντλεί το περιεχόμενό της από το ομώνυμο βιβλίο που εξέδωσε η Βουλή των Ελλήνων τιμώντας την Ελληνίδα Μάνα.
Η μητρότητα απαντάται στον 19ο αιώνα σε τρεις θεματικές ενότητες: στην προσωπογραφία, την ηθογραφία και τη θρησκευτική ζωγραφική. Η ηθογραφία, παρόλο που προτείνει μια πραγματικότητα εξιδανικευμένη, μας δίνει μια χαρακτηριστική εικόνα για τη θέση της γυναίκας, και ιδιαίτερα της μητέρας, μέσα στην παραδοσιακή ελληνική οικογένεια. Η μητρότητα είναι συνήθως ενταγμένη στο εθνογραφικό και λαογραφικό πλαίσιο του αγροτικού χώρου και σε μια ειδυλλιακή ατμόσφαιρα που χαρακτηρίζει γενικά την ηθογραφική ζωγραφική.
Στην νεοελληνική παράδοση η θέση της γυναίκας και ιδιαίτερα της μητέρας είναι ξεχωριστή. Η γυναίκα είναι ο στυλοβάτης της οικογένειας σε μια κοινωνία που βασίζει την επιβίωσή της στην αγροτική, κτηνοτροφική και ναυτική οικονομία. Ο άνδρας, ιδιαίτερα στη νησιωτική Ελλάδα και στις ποιμενικές κοινότητες, απουσιάζει από την εστία για μακρά διαστήματα και η γυναίκα οφείλει να στηρίζει το σπιτικό επωμιζόμενη και το ρόλο του αρχηγού της οικογένειας. Νοικοκυρά, οικονόμος και παιδαγωγός, η Ελληνίδα μητέρα αναπτύσσει ποικίλες δραστηριότητες και αποκαλύπτει σύνθετες δεξιότητες και αρετές που την καθιστούν αξιοσέβαστο μέλος της κοινότητας και λατρευτό πρότυπο αφοσίωσης και αυταπάρνησης για τα παιδιά της. Αυτή την αρχέτυπη Ελληνίδα μάνα ύμνησαν οι ποιητές μας και απαθανάτισαν οι καλλιτέχνες μας.
Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα έχουμε τις πρώτες παραστάσεις οικογενειακών σκηνών όταν οι μνήμες από τον Αγώνα είναι ακόμα νωπές. Η τέχνη το πατριωτικό φρόνημα απεικονίζει ηρωικές σκηνές πού εξυμνούν τα κατορθώματα των προγόνων ή σκηνές της καθημερινότητας. «Ο Αποχαιρετισμός του Καπετάνιου» του Διονυσίου Τσόκου (1820-1862), παρουσιάζει ένα συνηθισμένο τα χρόνια εκείνα γεγονός την αναχώρηση του πατέρα για τον πόλεμο, απεικονίζοντας εκτός από τον ενθουσιασμό του αγωνιστή, την οδύνη και την καρτερία της μητέρας που μένει ως υπεύθυνη της οικογένειας.
Και όταν με το πέρασμα του χρόνου οι μνήμες αρχίζουν να ξεθωριάζουν η ιστορική ζωγραφική δίνει τη θέση της στην ηθογραφία και το γενικότερο αίτημα για εθνικό πολιτισμό θα αποτελέσει τον κύριο άξονα της θεματογραφίας αυτής. Τα ήθη και τα έθιμα του λαού, οι ασχολίες του, οι αξίες του, η έμφαση στη παράδοση, με το πλήθος των εθνολογικών και λαογραφικών στοιχείων, οι οικογενειακές σκηνές με πρωταγωνίστρια τη μητέρα, τόσο στο ύπαιθρο όσο και στο αστικό περιβάλλον, θα αποτελέσουν θέματα μέσα από τα οποία θα εκφραστούν οι Έλληνες καλλιτέχνες.
Αρκετοί ζωγράφοι της Σχολής του Μονάχου έδωσαν έξοχα δείγματα τέχνης, όπου το βαθύ αίσθημα που συνδέει μητέρες και παιδιά βρίσκει τον τρόπο να εκφραστεί με γλαφυρότητα και δυναμισμό.
Ο Νικηφόρος Λύτρας, ο εισηγητής της ηθογραφίας στην Ελλάδα θα δώσει τις πρώτες εκφραστικές εικόνες της μητρότητας. «Η επιστροφή από το πανηγύρι της Πεντέλης»  μπορεί να θεωρηθεί ως το πορτρέτο μιας ελληνικής οικογένειας στα χρόνια πού φιλοτεχνήθηκε, γύρω στο 1870. Ο καλλιτέχνης επιμένει στα λαογραφικά στοιχεία και στις γραφικές λεπτομέρειες που καταγράφονται με σχεδιαστική επιμέλεια και πλούσιο χρώμα. Σαν ένα φωτογραφικό στιγμιότυπο οι μορφές αποδίδονται μετωπικά και ακίνητες, ενώ παράλληλα καταγράφονται οι εθιμοτυπίες του τρόπου ζωής αυτής της εποχής και η κυριαρχία του πατέρα που κατεβαίνει καβάλα από την Πεντέλη παίζοντας το μαντολίνο του, περιτριγυρισμένος από την οικογένεια του που ακολουθεί πεζή με κεντρική φιγούρα τη μητέρα. Στο έργο του Μητέρα με παιδί, λάδι σε ξύλο, αποδίδει μια θαυμάσια απεικόνιση της μητρικής σχέσης.
Ο Νικόλαος Γύζης, ο κορυφαίος εκπρόσωπος της Σχολής του Μονάχου, υψώνει ένα δοξαστικό ύμνο στην Ελληνίδα μητέρα. Στιγμιότυπα της μάνας με το παιδί συναντάμε ως επιμέρους θεματικά μοτίβα σε πολυπρόσωπες αφηγηματικές συνθέσεις του, όπως στους Αρραβώνες των παιδιών (1877), όπου πρωταγωνιστούν οι μανάδες, όχι μόνο των απορημένων παιδιών που μνηστεύονται, αλλά και η τρυφερή μικρομάνα με το λίκνο αριστερά στη σύνθεση.
Γύρω στα 1880 ο Νικόλαος Γύζης φιλοτέχνησε τον πίνακα με τίτλο «Κου-κου», που αποπνέει τρυφερότητα και οικογενειακή γαλήνη και πήρε το όνομά του από το παιχνίδι «κρυφτό», που εδώ παίζεται ανάμεσα στη μάνα και τα παιδιά της. Πρόκειται για την οικογένεια του ίδιου του ζωγράφου και στο έργο αυτό ο Γύζης αφήνει να ξεχυθεί όλη του η τρυφερότητα προς τη γυναίκα του και τα παιδιά του.
Ο Γύζης έκανε, επίσης, πολλά Σχέδια με μολύβι (δοκιμές) που αποτυπώνουν μητέρες με τα παιδιά τους αγκαλιά. Στο έργο του Μάνα με παιδί, έναν εκφραστικότατο πίνακα, μέσα σε ένα μουντό πλαίσιο τονίζεται η μητρική αγκαλιά,  το ασφαλέστερο καταφύγιο του παιδιού.
Στην Ψυχομάνα, με εξαίρετη μεγαλοψυχία μια νεαρή μητέρα αφήνει το παιδί της που θήλαζε για να προσφέρει το γάλα της σε ένα μαυροντυμένο ορφανό μωρό, δίνοντας ένα πρώιμο παράδειγμα τιμής στη θετή μητέρα, τη μητέρα της ψυχής, της καρδιάς, αυτήν που θα αναθρέψει και όχι μόνο αυτή που θα φέρει στον κόσμο το παιδί.
Στον τραγικό πίνακα του Γύζη Η άρρωστη, η μαυροντυμένη μάνα πλέκοντας συντροφεύει το άρρωστο παιδί της, ενώ είναι διάχυτο στην ατμόσφαιρα το πένθος και ο πόνος, ενώ στο Τάμα, μια απελπισμένη μάνα ενθαρρύνει και υποβαστάζει την κόρη που εξασθενημένη καταρρέει στο δρόμο προς το ξωκλήσι, όπου προορίζει το τάμα μιας πληγωμένης καρδιάς.
Στην εκφραστική, σπουδή του Γύζη Το φιλί της μάνας βλέπουμε ότι ο ζωγράφος με οικονομία μέσων και με μια πρώιμη αφαιρετική διάθεση συμπυκνώνει εδώ όλο το συναισθηματικό βάρος αυτής της πηγαίας και μοναδικής σχέσης, ενώ στη Φυγή μετά την καταστροφή, αποτυπώνει τη ζοφερή εικόνα της απόγνωσης μετά από τη μάχη όπου η μητέρα διασώζει το πολυτιμότερο για αυτήν, το παιδί της.
Σημαντικό και ένα άλλο έργο του Νικολάου Γύζη, που φιλοτέχνησε το 1884, «Το παραμύθι της γιαγιάς». Μέσα σε ένα απλό και σκοτεινό δωμάτιο, μια γιαγιά καθισμένη μπροστά στο μαγκάλι διηγείται σε μια ομάδα μικρών παιδιών ένα παραμύθι. Είναι ένα έργο που αναφέρεται στην ελληνική παράδοση και ιστορία. Οι ενδυμασίες των παιδιών, η μυστικοπαθής ατμόσφαιρα, η υποβλητικότητα των ζεστών χρωμάτων, μας μεταφέρουν στο παρελθόν, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπου η Ελληνίδα γερόντισσα, αντιπροσωπευτική φιγούρα της ελληνικής κοινωνίας, ήταν ο θεματοφύλακα των παραδόσεων και της ιστορίας.
Στον τομέα της ηθογραφίας με έμφαση στη μητρότητα διέπρεψε ο Γεώργιος Ιακωβίδης, έξοχος τεχνίτης και διεισδυτικός εκφραστής της ψυχολογίας του παιδιού είναι ο ζωγράφος πού περισσότερο από κάθε άλλον ασχολήθηκε με την απεικόνιση του παιδιού και της μητέρας, μας έδωσε μια σειρά έργων όπου απεικονίζεται η βαθιά ανθρώπινη σχέση που τους συνδέει, Στο έργο «Η ψυχρολουσία» η γιαγιά με περίσσια φροντίδα πλένει το μωρό, το οποίο αντιδρά κλαίγοντας γοερά και προσπαθεί να ξεφύγει από τα στιβαρά της χέρια, ενώ στο έργο «Η αγαπημένη της γιαγιάς», το παιδί ήσυχο κάθεται στα πόδια της και απολαμβάνει τη φροντίδα της. Η «Αγία Γιαγιά» της ελληνικής οικογένειας είναι ένα σημαντικό πρόσωπο που προσφέρει όσο και η μάνα πολλές φορές στην ανατροφή και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών.
Η Μητρική στοργή του Ιακωβίδη  είναι ένας πίνακας μοναδικής εκφραστικότητας και συναισθηματισμού. Η μητέρα με το υπέροχο βλέμμα, με την πάναγνη ομορφιά απολαμβάνει το μωρό στην αγκαλιά της σε μια στιγμή που θυμίζει τη φράση του Σολωμού: «Ψυχή χωράς Παράδεισο!»
  Στη γνωστή Παιδική συναυλία του Ιακωβίδη, μέσα από χαρούμενα ζεστά χρώματα τονίζεται η ευφροσύνη και η χαρά. Εδώ η μάνα με ιλαρότητα κοιτάζει το παιδί της που παρακολουθεί ενθουσιασμένο την αυτοσχέδια συναυλία των παιδιών. Το κόκκινο φόρεμα, το φως από τα παράθυρα δίνουν τον τόνο της ευδαιμονίας και της ευτυχίας.
Το έξοχο πορτρέτο της Γυναίκας του καλλιτέχνη, του Ιακωβίδη, κατά τον ευρύτατα διαδεδομένο τρόπο απεικόνισης μητέρας και παιδιού σε φωτογραφικές πόζες, χωρίς τη ζωντάνια της κίνησης των προηγούμενων έργων, παρουσιάζει τη γυναίκα του ζωγράφου με το γιο τους. Παρόμοια θεματολογία έχει και ο πίνακας όπου απεικονίζονται η Κυρία Στεφάνου Ράλλη με την κόρη της. Η μητέρα σοβαρή και επιβλητική, φορώντας επίσημα ρούχα και πολύτιμα κοσμήματα κάθεται σε μια πολυθρόνα ενώ δίπλα η κόρη της όρθια, ντυμένη επίσης επίσημα ακουμπά τρυφερά επάνω της. Στην όλη παρουσίαση του θέματος δίνεται έμφαση στην κοινωνική θέση των απεικονιζόμενων, καθώς υπάρχουν όλα εκείνα τα στοιχεία που την επιδεικνύουν.
Μητέρες της αστικής κοινωνίας η Κυριακούλα Βούλγαρη, σύζυγος Α. Κριεζή, έργο του Φραντσέσκο Πίτζε, και η Γυναίκα (Ραφαέλα Α. Νικολοπούλου) με κοριτσάκι, σε μια πιο σύγχρονη εκδοχή του προηγούμενου θέματος του Παύλου Μαθιόπουλου.
Στον πίνακα Αντιστροφή των ρόλων του Ιακωβίδη παρατηρούμε το παιχνίδισμα μάνας και παιδιού, το χορός των αλληλεπιδράσεων ανάμεσά τους που είναι μια ασύγκριτη στιγμή απόλαυσης και παιδαγωγίας.
Σε παρόμοια ατμόσφαιρα κινείται και «Η οικογένεια του καλλιτέχνη» του Γεωργίου Άβλιχου, που αναπλάθει μια οικεία καθημερινή σκηνή της οικογένειας του ζωγράφου. «Οι νταντάδες στον Κήπο» του Θεόφραστου Τριανταφυλλίδη δίνουν μια χαρακτηριστική εικόνα της ανάπτυξης της αστικής τάξης στην Ελλάδα τα χρόνια του Μεσοπολέμου.
Ήδη όμως από τις αρχές του 20ου αιώνα η αντιμετώπιση της οικογένειας από τους καλλιτέχνες διαφοροποιείται. Ποικίλα θέματα, ποικίλες τεχνοτροπίες μορφοποιούν ποικίλες αντιλήψεις και ερμηνείες, ο παραδοσιακός χώρος υποχωρεί και ο αστικός, κυρίως της Αθήνας, κατακτά πρωτεύουσα θέση. Ο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας της μητρότητας κερδίζει έδαφος και η ανάπτυξη της γλυπτικής και της χαρακτικής πλουτίζουν τις εικαστικές διατυπώσεις.
Από την αρχή του 2οου αιώνα η σχέση μάνας και παιδιού μέσα στο αστικό περιβάλλον εικονογραφείται σπάνια, και παρουσιάζεται σχεδόν αποκλειστικά στο πεδίο της προσωπογραφίας. Η παρουσία του παιδιού σε πορτρέτα γυναικών δηλώνει τη μητρότητα, ρόλο που δικαιώνει τη γυναικεία ύπαρξη, σε εποχές μάλιστα που η αστή, ιδιαίτερα, γυναίκα νοείται και προβάλλεται κυρίως ως μητέρα.
Μορφές που απεικονίζονται σε μια καθαρά φωτογραφική πόζα, είναι ἡ «Οικογένεια του Σπύρου Βασιλείου», η οικογένεια του ζωγράφου με τα παιδιά ζωντανές και έντονες παρουσίες να αναδεικνύουν την αφέλεια και την αθωότητα της ηλικίας τους, ενώ η μητέρα κυριαρχεί προστατευτική στη μέση.
Στις προσωπογραφίες αυτές είναι ευανάγνωστες οι συγγένειες με σύγχρονά τους φωτογραφικά πορτρέτα αστών και μεγαλοαστών. Τέτοια έργα απηχούν και αισθητοποιούν παγιωμένες απόψεις για το παιδί, τη μητέρα καθώς και την οικογένεια μέσα στην αστική κοινωνία της εποχής, με τους αυστηρούς κώδικες συμπεριφοράς και τους καθορισμένους ρόλους. Ένα γενικό γνώρισμα των έργων αυτών, άλλωστε, είναι το διάχυτο ύφος καθωσπρεπισμού και σοβαρότητας.
Τα πράγματα αλλάζουν στο Μεσοπόλεμο. Οι ειδικές ιστορικές συγκυρίες, η Μικρασιατική καταστροφή και η συνακόλουθη εσωστρέφεια, καθώς και η αναζήτηση μιας εθνικής αυτοεπιβεβαίωσης που οδήγησε στην επανα­καταξίωση της παράδοσης, εξηγούν τη νέα τροπή της τέχνης. Το φαινόμενο αυτό ονομάστηκε από τους ιστορικούς retour à l’ordre, επιστροφή στην τάξη και στις παραδοσιακές αξίες. Τον υπαιθρισμό διαδέχεται ο ανθρωποκεντρισμός. Έτσι, το θέμα της μητρότητας επανέρχεται στην τέχνη, μόνο που τώρα παίρνει τη μορφή αρχέτυπου συμβόλου.
Τα ιστορικά και κοινωνικά συμφραζόμενα, οι πόλεμοι και η Κατοχή, έχουν τον αντίκτυπό τους και στις παραστάσεις της μητρότητας, καθώς η μικροϊστορία τέμνεται με την Ιστορία. Αξιοσημείωτο είναι το σχέδιο της Σελέστ Πολυχρο­νιάδη με τη νεαρή μάνα που κρατά το πεθαμένο μωρό της μέσα σ’ ένα σεντόνι (1942), ένα έργο με το ρεαλισμό και την οξύτητα του ντοκουμέντου. Μέσα στις αντίξοες, οδυνηρές συναισθηματικά και βιωματικά συνθήκες η σχέση μάνας – παιδιού  αποκτά μια ιδιαίτερη σήμανση και φόρτιση. Η μάνα προβάλλεται ως φορέας προστασίας για το μικρό παιδί, ένα από τη φύση του εύθραυστο ον, που γίνεται πιο ευάλωτο σε κρίσιμες περιστάσεις. Σε παρόμοιο κλίμα και ο σύγχρονος πίνακας της Άννας Κινδύνη-Μαρουδή, Μητρικό καταφύγιο, (1980).  
Ο Γιάννης Μόραλης καταθέτει το στίγμα του με την Προσωπογραφία της Δανάης και της Μαρίας Βελλίνη (μάνας και κόρης) και με το θαυμάσιο έργο Έγκυος γυναίκα, ενώ η αντίστοιχη Έγκυος, 1972 του Χρόνη Μπότσογλου, σημείωσε μια τομή στην εικονογραφία της εγκύου γυναίκας, με το ρεαλισμό και την αμεσότητα στην απόδοση του θέματος.
Σημαντικά έργα είναι και οι πίνακες Μάνα και παιδί, 1958 του Πολύκλειτου Ρέγκου, η «Μητρότητα» της Πηνελόπης Οικονομίδη, Η Βούζαινα και η Άρτεμις (1955) και η Σύνθεση του Δημήτρη Μυταρά. Ο Γιώργος Μπουζιάνης, στο έργο του Γυναίκα και παιδί, (1950) παρουσιάζει τη μητρική σχέση μέσα από το στοιχείο της γυμνότητας, ως συνδήλωση της απόλυτης οικειότητας ανάμεσα στη μάνα και το παιδί και της έμφαση στη μητέρα ως ανθρώπινη ύπαρξη, ως σχέση και ως ιδέα, με τονισμένη τη γλώσσα του σώματος και την συναισθηματική σχέση μητέρας-παιδιού.
Η υποχώρηση της περιγραφικής λεπτομέρειας και η αναζήτηση του ουσιαστικού, πέρα από το συγκυριακό ή το προφανές, είναι κοινός παρονομαστής στην καλλιτεχνική παραγωγή μετά τα μέσα του 20ού αιώνα. Η μητρότητα, αξία απόλυτη, με μια οικουμενική και πανανθρώπινη διάσταση, στην εικαστική της διαχείριση είναι θέμα πρόσφορο σε ιδεαλιστικές γενικεύσεις και σε αναγωγές στον τύπο και στο σύμβολο, πέρα από τα καθημερινά, ανθρώπινα μέτρα και με μια θρησκευτική απόχρωση.
Αξιόλογα έργα ανάδειξης της μητρότητας είναι Ο βίος εν εκτάσει, 1997, του Μιχάλη Μανουσάκη, που σηματοδοτεί την προέκταση της ζωής και τη μητέρα ως το κέντρο του κόσμου, η Μητρότητα, 1953, του Αλέκου Κοντόπουλου, η Μάνα με παιδί, 1970, του Δημοσθένη Κοκκινίδη, το έργο Έγκοιλον, 2002 της Καλλιόπης Ασαργιωτάκη και η Βάπτιση της Μαριλένας Ζαμπούρα.
 Την εικόνα της γερασμένης μητρικής μορφής αναδεικνύουν περίφημα ο Νίκος Λύτρας, στον πίνακα Η μητέρα του καλλιτέχνη, και ο Χρόνης Μπότσογλου, σε μια σειρά έργων με τίτλο Η μητέρα μου, 1983, όπου οι υπερήλικες μητέρες με την άυλη σχεδόν γραφή της υδατογραφίας σε συλλειτουργία με το φως, γίνονται καίριος φορέας νοήματος και εύθραυστες παρουσίες με τη μεταφυσική αύρα τους.
Η μορφή της μάνας με τις ποικίλες όψεις και ταυτότητές της δεσπόζει και στην γλυπτική. Η υπέρβαση της ηθογραφικής όρασης μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και ἡ δυνατότητα να πλησιάσουν οι καλλιτέχνες κριτικά το αντικείμενό τους, σηματοδοτούν μια νέα εικόνα της παρουσίασης του θέματος της μητέρας που εντάσσεται πλέον στον προβληματισμό πού ανατρέπει παραδοσιακές αξίες, όχι τόσο τις ηθικές πού είναι αιώνιες και μοναδικές, όσο τις εκφραστικές.
Αξιοσημείωτη περίπτωση συνιστούν οι Μήδειες του Γιαννούλη Χαλεπά, που ασφαλώς παραπέμπουν στη μάνα του, ένα πρόσωπο καταλύτη για τη ζωή και τη μοίρα του μεγάλου μας γλύπτη. Ο γνωστός μύθος της μητροκτόνου Μήδειας, μέσα από την αρχαία τραγική μας παράδοση, είναι αγαπημένο θέμα πολλών ζωγράφων, γιατί ανατρέπει όλη την στερεότυπη αντίληψη για το ρόλο της μάνας.
Στις σημαντικές δημιουργίες της γλυπτικής για τη μητρότητα περιλαμβάνονται  τα έργα Η μητέρα μου, 1942, του Δημήτρη Φερεντίνου, Μητέρα και παιδί, 1939, και Μάνα και κόρη, του Θανάση Απάρτη, ο Τοκετός, 1944, Άλεξ Μυλωνά, η Μελέτη για άγαλμα της Μητέρας του Γιάννη Παππά, Μάνα και παιδί, 1964, και Θλιβερή διαπίστωση, 1973,του Γιώργου Γεωργιάδη, Μάνα και παιδί (1926), του Μάριου Λοβέρδου, και Μητρότητα, 2000, του Θόδωρου Παπαγιάννη,
Ανάμεσα στους καλλιτέχνες που ύμνησαν τη Μάνα ξεχωρίζει ένας από τους μεγαλύτερους γλύπτες του 20ού αιώνα, ο Χρήστος Καπράλος. Η τέχνη του ύψωσε ένα μνημείο στην κερά Βγενιώ, την αγρότισσα μητέρα του, που στάθηκε αστείρευτη πηγή έμπνευσης για το έργο του, με το έργο Η Μάνα μου, 1950-1951, μπρούντζος, ύψος 380 εκ. Στην ελεύθερη δημιουργία του, ιδιαίτερα στον ορείχαλκο, αλλά και στις άπειρες τερακότες που έπλασε, το σύμπλεγμα μάνας και παιδιού παίρνει αφηρημένο και αρχετυπικό χαρακτήρα. Εδώ ο γλύπτης ενδιαφέρεται μόνο να αποδώσει με τις γλυπτικές φόρμες, με τις στάσεις, τις χειρονομίες, τη σύνθεση, το βαθύτερο νόημα αυτού του δεσμού.
Το Ελληνικό Κοινοβούλιο προκειμένου να τιμήσει την Ελληνίδα μάνα με μια πράξη υψηλού συμβολισμού τοποθέτησε τη μνημειακή μορφή της Μάνας του Χρήστου Καπράλου στον περίβολο του μεγάρου της Βουλής. Η επιλογή έγινε για το βαθύτερο νόημα, το ήθος, τη βαθιά ελληνική ψυχή αλλά και την οικουμενική διάσταση του μνημειακού έργου που αποπνέει όχι μόνο το συγκεκριμένο έργο, αλλά οι περισσότερες από σαράντα Μάνες του Χρήστου Καπράλου, έργα με υψηλές προδιαγραφές.
Τον εκφραστικό χαρακτήρα της συναισθηματικότητας θα διατηρήσουν και στα μεταπολεμικά χρόνια οι εκφραστές της μητρότητας μέσα από τη χαρακτική, με διαφορετική υφολογία, μεγαλύτερο προβληματισμό και περισσότερα κοινωνικά μηνύματα, εφόσον η εποχή της αθωότητας και της αφέλειας έχει χαθεί ανεπιστρεπτί.
Σημαντικά έργα χαρακτικής είναι το Εσωτερικό σπιτιού, ξυλογραφία από την Χαρίκλεια Αλεξανδρίδου, οι «Ήρωες», 1957, ξυλογραφία από τον Κώστα Γραμματόπουλο, τον περίφημο ζωγράφο του παραδοσιακού Αλφαβητάριου που έμαθε για 50 χρόνια στα Ελληνόπουλα τα πρώτα τους γράμματα, το «Μαύρο θέρος ’74 », 1977, ξυλογραφία από τον Τηλέμαχο Κάνθο, Η μητέρα μου, 1950, δίχρωμη ξυλογραφία, και Σύνθεση με μάνα και παιδί, 1963, ξυλογραφία επίσης του μεγάλου μας χαράκτη Α. Τάσσου, και οι μάνες της Βάσως Κατράκη, (Μάνα, 1957, χάραξη σε πέτρα, Η Παναγιά με το δελφίνι, 1979, Μια οικογένεια κεραμιδάδων), οι περίφημες τοτεμικές, αρχαϊκές μητέρες, αλληλέγγυες με τα παιδιά που προστατεύουν, που ανάγονται σε πανανθρώπινα σύμβολα των δεινών που γνώρισε η ανθρωπότητα από τα παράλογα πάθη των πολέμων και των διωγμών. Έτσι η μοντέρνα τέχνη συναντά και πάλι το συμβολισμό της βυζαντινής εικόνας, της βυζαντινής Παναγίας.
Το θέμα της μητρότητας στις ποικίλες εκδοχές του διατρέχει τη νεοελληνική τέχνη, εμπλουτίζοντας καίρια με μορφές, νοήματα και αποχρώσεις την ελληνική ζωγραφική, γλυπτική και χαρακτική, κατά τον 19ο τον 20ο  αιώνα. Τα σχετικά έργα εκφράζουν ταυτόχρονα τη σημασία και το κύρος που έχει η μητρική μορφή στη συνείδηση των Νεοελλήνων. Θέμα με κοινωνικές, ιδεολογικές και ψυχολογικές συνιστώσες, η μητρότητα στις απεικονίσεις της διαχρονικά καθρεφτίζει και αποκαλύπτει ιδιοσυγκρασίες, ψυχισμούς, τη γυναικεία ταυτότητα, ατομικές καθώς και πολιτισμικά προσδιορισμένες συμπεριφορές και τη συνείδηση της μητρικής σχέσης.
Το κάθε έργο τέχνης αντικατοπτρίζει από τη μια μεριά τον ψυχισμό του καλλιτέχνη, τη δεξιοτεχνία του, το τάλαντο του, την εμπειρία και τη γνώση του και από την άλλη πλευρά σφραγίζει μια ολόκληρη εποχή, αφού φέρει τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας από την οποία προέρχεται ο καλλιτέχνης και μέσα στην οποία ζει και δημιουργεί. Αυτά τα χαρακτηριστικά εκφράζονται τόσο στη θεματογραφία όσο και στην τεχνοτροπική αντίληψη. Γεγονότα ιστορικά, σκηνές καθημερινές και οικείες, που αποτυπώνονται στα έργα των καλλιτεχνών, μπορούν να δώσουν το στίγμα πορείας της κοινωνίας μας και να σημάνουν τα εξελικτικά στάδια και τις μεταμορφώσεις της.
Οι σκηνές με θέμα τη μητρότητα, πέρα από καθαρά καλλιτεχνικό ενδιαφέρον που παρουσιάζουν, εφόσον ακολουθούν την εξέλιξη της νεοελληνικής τέχνης, αποτελούν, παράλληλα, τους δείκτες της στάσης της κοινωνίας απέναντι σε αυτήν μέσα στα πλαίσια των κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών, που συνιστούν τους ρυθμιστικούς παράγοντες για την εικαστική αντιμετώπιση θεμάτων προσδίδοντάς τους μια σαφή κοινωνική και ιδεολογική διάσταση. Τελικά, και μέσα από την Τέχνη καταδεικνύεται το μέγεθος της αποστολής της Μητέρας, που με τη θαυματουργό δύναμή της κινεί τα σύμπαν για την καλυτέρευση της ζωής, για την ευτυχία των παιδιών της, για την ηθικοποίηση της κοινωνίας, για την μεταλαμπάδευση του πολιτισμού μας και των παραδόσεών μας.
Σε όλες τις ευλογημένες μάνες του κόσμου,
που είναι οι παιδαγωγοί της κοινωνίας,
οι θεουργοί και οι στυλοβάτες της οικογένειας,
που χωρίς αυτές δεν θα ανακαλύπταμε την ψυχή μας,
σε όλες αυτές τις γενναιόδωρες ηρωίδες της καθημερινότητας,
ευχόμαστε χρόνια πολλά!