Πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 14 Οκτωβρίου ο επίσημος εορτασμός του Μακεδονικού Αγώνα στην πόλη της Φλώρινας, με σειρά εκδηλώσεων που διοργάνωσε η Περιφερειακή Ενότητα Φλώρινας.
Οι εκδηλώσεις ξεκίνησαν με επίσημη έπαρση της σημαίας στην πλατεία Γ. Μόδη και ακολούθησε επίσημη δοξολογία στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Παντελεήμονα.
Αμέσως μετά, στο μνημείο της πλατείας Γ. Μόδη, τελέστηκε επιμνημόσυνη δέηση και κατάθεση στεφάνων, ενώ πραγματοποιήθηκε και η κεντρική ομιλία από τον φιλόλογο – καθηγητή του 1ου Γενικού Λυκείου Φλώρινας κ. Δημήτριο Παπαδόπουλο.
Ακολουθεί η ομιλία του κ. Παπαδόπουλου:
Είναι προνόμιο για ένα λαό ιστορικό, όπως ο ελληνικός, να του προσφέρονται ευκαιρίες αναμέτρησης με το παρελθόν του, σε όλη τη διάρκεια του έτους, μέσα από τις επετείους που η συλλογική μνήμη κρατά ζωντανές. Προνόμιο, όσο και ευθύνη βαριά: καλείται να δείξει ότι η επαφή με την ιστορία του τον κάνει σοφότερο, να αποδείξει ότι δεν είναι θλιβερός αχθοφόρος ενός μεγάλου ονόματος που του άφησαν κάποιοι πρόγονοί του.
Ας τιμήσουμε λοιπόν, το όνομά μας, κι ας προσπαθήσουμε να γίνουμε σοφότεροι σήμερα, που -εν μέσω κρίσης- βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ακόμη ορόσημο της ιστορίας μας, το Μακεδονικό Αγώνα, του οποίου η έναρξη συνδέθηκε με ένα γεγονός που συνέβη στα 1904. Ήταν ακριβώς 13 Οκτωβρίου του 1904, όταν έγερνε, θανάσιμα λαβωμένο, ένα παλληκάρι που ο λαός της Μακεδονίας θρηνεί μέχρι σήμερα, ο καπετάνιος Μίκης Ζέζας, ο θρυλικός Παύλος Μελάς.
Είχε νυχτώσει στο χωριό Στάτιστα, στην άλλη πλευρά του Βιτσίου, όταν ο Παύλος τραυματίστηκε θανάσιμα από το τουρκικό βόλι. Παρέδωσε την ψυχή του ανάμεσα στους άντρες του, και πέρασε στην αιωνιότητα ως μεγαλομάρτυρας της μακεδονικής Λευτεριάς.
Αν και δεν ήταν Μακεδόνας (η οικογένειά του, χρόνια εγκατεστημένη στην Αθήνα, καταγόταν από τη Βόρειο Ήπειρο), όμως αγάπησε πολύ τη μακεδονική γη και το λαό της. Από μικρό παιδί άκουγε πως εκεί στη Μακεδονία οι Έλληνες υποφέρουν κάτω από το ζυγό των Τούρκων, αλλά και των Βουλγάρων εθνικιστών, των κομιτατζήδων, που προσπαθούσαν να αφανίσουν τον ελληνισμό από τη γη του Μεγαλέξαντρου. Κι όταν ανδρώθηκε, με όλο το μέλλον μπροστά του, και τις καλύτερες προϋποθέσεις για μια λαμπρή σταδιοδρομία, παράτησε τα πάντα και ανέβηκε στη Μακεδονία, να γίνει σφάγιο στο βωμό της λευτεριάς.
«Σαν έρθει ο θέρος,
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουνε το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν»,
γράφει ο Σεφέρης,
αλλά ο Παύλος δεν ανήκε σε καμιά από αυτές τις κατηγορίες. Αγαθά είχε πολλά, και τα περιφρόνησε. Μήτε ζήτησε άλλοθι στις αυτάρεσκες, κούφιες ρητορείες των πολιτικών σαλονιών της πρωτεύουσας, εκεί όπου πολλοί, στο όνομα της «ρεαλιστικής πολιτικής», δικαιολογούσαν την ουσιαστική εγκατάλειψη των Μακεδόνων από το επίσημο ελληνικό κράτος. Τέλος, δεν αρκέστηκε στις κραυγές, τις ανεύθυνες κραυγές του ανώνυμου πλήθους. Άνθρωπος της ευθύνης και της συνέπειας, διαισθάνθηκε το χρέος, και πέρασε στην πράξη, αφήνοντάς μας ένα ακόμη πρότυπο ανθρώπου που έπεσε επί των επάλξεων.
Κι ο λαός της Μακεδονίας, ο ανώνυμος λαός που με το μυστικό του ένστικτο κατορθώνει πάντοτε να διακρίνει το αληθινό από το κίβδηλο, το γνήσιο από το ψευδεπίγραφο, τον έκλαψε σα δικό του άνθρωπο, με τη λαϊκή μούσα να ψάλλει μέχρι και σήμερα το χαμό του, «σαν τέτοια ώρα στο βουνό».
Η προνομιακή θέση του Παύλου Μελά στο πάνθεον της Ιστορίας των Ελλήνων, ως αιωνίου προτύπου που ξυπνά συνειδήσεις και καλεί σε συναγερμό, σε κάθε δύσκολη περίσταση, είναι βεβαίως απολύτως δικαιολογημένη· ωστόσο, θα λέγαμε τη μισή αλήθεια αν ξεκινούσαμε την ιστόρηση του Μακεδονικού Αγώνα από το 1904, τότε που με το θάνατο του Παύλου εκατοντάδες εθελοντές, συγκινημένοι από το παράδειγμά του, θα σπεύσουν στα βουνά της Μακεδονίας για να αντιτάξουν «φωτιά, στην άνομη φωτιά». Μέχρι και σήμερα, πολλοί ιστορικοί θεωρούν ακριβώς το 1904 ως έτος έναρξης του Μακεδονικού Αγώνα, αλλά εμείς το ξέρουμε πως το 1904 μπήκε σε μία νέα φάση ένας επικός Αγώνας που ξεκίνησε πολύ νωρίτερα, όταν πρωτοεμφανίστηκε η απειλή του βουλγαρικού εθνικισμού στη Μακεδονία.
Για να κατανοήσουμε σε βάθος το Μακεδονικό Αγώνα, θα χρειαζόταν να πάμε προς τα πίσω και να φτάσουμε τουλάχιστον στα μισά του 19ου αιώνα, κοντά στον Κριμαϊκό Πόλεμο, μετά τον οποίο η Ρωσία συλλαμβάνει και θέτει σε εφαρμογή το δόγμα του πανσλαβισμού, σε μια ακόμη προσπάθειά της να βγει, παρακάμπτοντας τα Στενά του Βοσπόρου, στην ανοιχτή, ζεστή θάλασσα, στο Αιγαίο μας.
Θα χρειαζόταν οπωσδήποτε να πούμε ότι η εμφάνιση του βουλγαρικού εθνικισμού, αποτέλεσε καίριο πλήγμα στην ενότητα των χριστιανικών βαλκανικών λαών, οι οποίοι μέχρι ζούσαν επί αιώνες με τη συνείδηση της κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς, τη συνείδηση του Γένους. Οι ρίζες αυτού του καθεστώτος βρίσκονταν στη χιλιόχρονη αυτοκρατορία των Ρωμιών, και θεματοφύλακας αυτής της πνευματικής παρακαταθήκης, άγρυπνος φρουρός της παράδοσης, στάθηκε σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κων/πολης, που παρέμεινε πιστό στην ιδέα της Ρωμιοσύνης…
Δεν είναι διόλου τυχαίο λοιπόν, που η πανσλαβιστική προπαγάνδα, έθεσε ως στόχο αυτό το Οικουμενικό Πατριαρχείο, προσπαθώντας να αποσπάσει τους λαούς που είχαν σλαβική καταγωγή. Με μύριους τρόπους και με τη βοήθεια κυρίως του ρωσικού παράγοντα, αλλά και του Πάπα της Ρώμης, που για δικούς του λόγους ήθελε την αποδυνάμωση του Θρόνου της Κων/πολης, το πανσλαβιστικό κίνημα οργανώνεται με όλες τις μεθόδους και τις τεχνικές της προπαγάνδας, για να φτάσουμε στην πρώτη δικαίωσή του με την ίδρυση της Εξαρχίας στις 10 Μαρτίου του 1870.
Όταν, μετά από λίγο, θα ξεσπούσε η θύελλα των βουλγαρικών αγριοτήτων, στο πλευρό των δοκιμαζόμενων Μακεδόνων βρέθηκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μόνο (ανθρωπίνως…) και αβοήθητο. Έχουμε ψηλαφήσει κιόλας μια πολύ χρήσιμη για την κατανόηση του παρελθόντος (και όχι μόνο…) αλήθεια: οι Μακεδόνες στον τιτάνιο αγώνα τους ενάντια στο βουλγάρικο εθνικισμό, δεν είχαν από το κράτος των Αθηνών τη βοήθεια και τη συμπαράσταση που έπρεπε. Το επίσημο ελληνικό κράτος, δυστυχώς εγκλωβισμένο σε μια κοντόθωρη, μικροελλαδίτικη νοοτροπία, δεν μπόρεσε να αντιληφθεί από την αρχή τι διακυβευόταν στη Μακεδονία.
Γι’ αυτό και μας συγκινεί η εθελοντική προσφορά των παλληκαριών που «αυτοπροαιρέτως» ανέβαιναν στη Μακεδονία να φυλάξουν τις σύγχρονες Θερμοπύλες. Και αν ο Παύλος είναι ο πιο γνωστός, δεν είναι όμως ο μοναδικός. Εκατοντάδες νέοι από κάθε γωνιά της Ελληνίδος γης, μέχρι τη μακρινή Κύπρο, έσπευσαν στο προσκλητήριο της ιστορίας.
Όλα αυτά όμως, μετά το 1900 περίπου, με τη γνωστοποίηση του θέματος, που έφερε το γενικό ξεσηκωμό της ελληνικής ψυχής. Ο Μακεδονικός Αγώνας βέβαια, είχε ήδη αρχίσει πριν την άφιξη των εθελοντών και, οπωσδήποτε, πολύ πριν το 1904, με πρωταγωνιστές τους ίδιους τους Μακεδόνες. Γράφει πολύ χαρακτηριστικά Άγγλος ιστορικός:
Ολόκληρη η ιστορία αυτής της αντίστασης δεν μπορεί ποτέ να ειπωθεί. Είναι το άθροισμα της ιστορίας από αναρίθμητα χωριά... Συνήθως γνωρίζουμε μόνο τους φόνους των προεστών, των ιερέων, των δασκάλων. Δεν είναι δυνατό να γνωρίζουμε για την αποφασιστική αντίσταση των ανωνύμων ενάντια στις απειλές και τις θηριωδίες. Και είναι αναμφίβολο ότι την ηρωική αυτή αντίσταση την προέβαλαν χιλιάδες. Χωρίς αυτήν, ολόκληρη η Μακεδονία θα είχε περιέλθει σιωπηλά στα χέρια των Βουλγάρων...
Εκείνες τις κρίσιμες ώρες, ο λαός της Μακεδονίας, δεν έκανε τίποτε άλλο από το να συνεχίσει την παράδοση των Ελλήνων, που υπομένουν τα δεινά χωρίς να κιοτεύουν, χωρίς να ξεχνιούνται, με αξιοθαύμαστη καρτερία, μέχρι νά ’ρθει η μεγάλη ώρα του σηκωμού.
Στο πλευρό του λαού, ως εμπνευστής, καθοδηγητής, αλλά και ως συνοδοιπόρος στο Γολγοθά, βρέθηκε, όπως είπαμε κιόλας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το Πατριαρχείο που πήρε στα χέρια του όλο τον Αγώνα, κατευθύνοντάς τον με διπλωματική ικανότητα αντάξια της φαναριώτικης παράδοσης, αλλά και μοναδική αυτοθυσία. Από τα πολλά που θα μπορούσε να πει κανείς, αναφέρομαι μόνο στην εκλογή και τοποθέτηση σε καίριες θέσεις φλογερών Μητροπολιτών, όπως ο Ιωακείμ Φορόπουλος (στο Μοναστήρι), ο Χρυσόστομος Καλαφάτης (στη Δράμα -ο μετέπειτα εθνομάρτυρας Χρυσόστομος Σμύρνης), ο Γερμανός Καραβαγγέλης (στην Καστοριά), οι οποίοι, μπήκαν μπροστάρηδες στον αγώνα του Γένους, υπερασπιζόμενοι το ποίμνιό τους από τη βουλγαρική αγριότητα, με τρόπο που προκαλεί το θαυμασμό μέχρι και σήμερα.
Διαβάζει κανείς και απορεί με την αντοχή και το κουράγιο αυτών των ανθρώπων. Των επωνύμων και, κυρίως, των ανωνύμων. Των ηγετών, αλλά και του απλού λαού. Εύλογα προκύπτει το ερώτημα: τι έδωσε δύναμη στους Μακεδόνες που, ζώντας στο «πρόφραγμα της Ελλάδος» (όπως από τα πανάρχαια χρόνια είχε αναγνωριστεί η Μακεδονία), χωρίς την απαραίτητη ενθάρρυνση και συμπαράσταση, κατόρθωσαν να περάσουν τις δοκιμασίες νικηφόρα; Ασφαλώς, τίποτε άλλο από την ελληνική ψυχή τους δε θα μπορούσε να τους κραταιώσει τόσο, ώστε να πετύχουν το θαύμα της διατήρησης της ελληνικότητας στη γη του Αλεξάνδρου.
Αυτής της βαριάς κληρονομιάς αποδέκτες είμαστε όσοι ζούμε σήμερα στα ίδια χώματα, σε καιρούς δύσκολους, καταμεσής μιας κρίσης που δοκιμάζει τις αντοχές μας. Κοντά στα ήδη ανοιχτά θέματα, με τον επεκτατισμό της Τουρκίας (που, μετά την Κύπρο, απλώνει το χέρι και στο Αιγαίο) και τον προκλητικό, όσο και γραφικό, εθνικισμό των Σκοπίων, εμφανίστηκαν τελευταία απαιτητικοί οι «δανειστές» μας (μέχρι χθες παραδοσιακοί «φίλοι, σύμμαχοι, εταίροι»), μαζί με τα ποικίλα όργανά τους (μεγαλοεπιχειρηματίες, καναλάρχες, κομματάνθρωποι κλπ.) που προσπαθούν να μας πείσουν ότι φταίμε εμείς, επειδή αρνούμαστε να παραδώσουμε τα παιδιά μας αλυσοδεμένα στις άνομες ορέξεις της νέας θεάς «Αγοράς» -η οποία εξευμενίζεται με πολύ αίμα. Όλοι αυτοί, επικαλούμενοι τα όποια λάθη μας (οι αλάθητοι!) κουνάνε απειλητικά το δάχτυλο, σε μια άνευ προηγουμένου επίθεση, διεξαγόμενη κυριολεκτικά με όρους ψυχολογικού πολέμου, μπροστά στην οποία ωχριά και η πέμπτη φάλαγγα των ναζί. Είναι οι ίδιοι που μας αποκοιμίζουν με φτηνό θέαμα και μπόλικη, νεοταξίτικη υποκουλτούρα, για να είναι σίγουροι ότι δε θα σηκώσουμε ποτέ κεφάλι. Είναι οι ίδιοι που διαστρεβλώνουν και χρησιμοποιούν λέξεις και έννοιες καταπώς τους βολεύει: είπανε «σωτηρία της Πατρίδας» την παραίτηση (με υπογραφές, παρακαλώ…) ως κι απ’ αυτή την επίκληση της εθνικής κυριαρχίας, «εξοικονόμηση πόρων» την καταδίκη του ελληνικού λαού σε ανείπωτη φτώχεια, «εξόφληση δανεικών» την παράδοση του πλούτου και των υποδομών της Πατρίδας σε ξένα συμφέροντα· είπανε, ακόμη, «δημοκρατικό δικαίωμα», «ελευθερία της έκφρασης», τη χυδαία προσβολή των ιερών και οσίων του λαού
Και απαιτούν απ’ αυτόν το λαό, που νομίζουν ότι τον κοίμισαν με τα σήριαλ της νεοοθωμανικής προπαγάνδας, να τα δέχεται όλα αυτά αδιαμαρτύρητα, επειδή... είναι ένοχος και πρέπει να πληρώσει.
Αν κάτι μας διδάσκει και η σημερινή επέτειος, είναι ότι οφείλουμε να αντισταθούμε στους σύγχρονους «εμπόρους των Εθνών», με τον τρόπο που διδάσκει η Ιστορία ενός λαού που ξέρει καλά ότι «θέλει αρετή και τόλμη η Ελευθερία». Φτάνει να μείνουμε πιστοί στις αξίες του πολιτισμού μας, να κρατήσουμε άσβηστες στην ψυχή μας τις πνευματικές παρακαταθήκες αιώνων, ως αντίδοτο στη βαρβαρότητα των «αγορών», μήπως και φωτίσουμε το σκοτάδι της Νέας Τάξης.
Όσο θα τραγουδάμε «σαν τέτοια ώρα στο βουνό, ο Παύλος πληγωμένος…», όσο θα λέμε στα παιδιά μας ιστορίες για το Μεγαλέξαντρο, για τους ήρωες και τους καπεταναίους, θα κρατάμε ζωντανή τη σπίθα της αντίστασης, την ελπίδα που βλέπει ο Ποιητής όταν περιγράφει το Ρωμιό: «επά στην πέτρα της σιωπής τα νύχια του ακονίζει, μονάχος κι αβοήθητος της λευτεριάς ταμένος».
Μόνο αυτό να αφήσουμε στα παιδιά μας, ότι δηλ. είναι πλασμένα για να ζουν με το κεφάλι πάντοτε ψηλά, σώσαμε τον κόσμο. Γιατί, τίποτε δε φοβίζει τους τυράννους περισσότερο από το ελεύθερο φρόνημα.
Σήμερα, 108 χρόνια μετά το θάνατο του παλληκαριού, όλοι εμείς, που τιμούμε το Μακεδονικό Αγώνα, εμείς που έλαχε να κατοικούμε στα ίδια άγια χώματα που έβγαλαν τον καπετάν Κώττα και τόσους άλλους, αδούλωτους και περήφανους Έλληνες, ας ανανεώσουμε την απόφασή μας να μη σκύψουμε ποτέ «στη γνώμη των τυράννων».
Αυτό αρκεί -για να ξαναβρεί η Ιστορία το δρόμο της...