Σελίδες

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Εορτασμός της ημέρας μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας

Tην Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου, με ευθύνη της Π.Ε. Φλώρινας, πραγματοποιήθηκαν στην πόλη της Φλώρινας εκδηλώσεις για τον εορτασμό της ημέρας μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Ο ετήσιος εορτασμός της ημέρας αυτής έχει σκοπό να τονίσει ιδιαίτερα και να υπενθυμίζει τα γεγονότα της δραματικής περιόδου των διωγμών, της γενοκτονίας και του ξεριζωμού των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος, που είχαν ως αποτέλεσμα να μετατραπεί ο λαός των Ελλήνων της Μικράς Ασίας σε έναν λαό προσφύγων και διασποράς.



Οι εκδηλώσεις στη Φλώρινα ξεκίνησαν με την τέλεση μνημόσυνου στον Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Παντελεήμονα και συνεχίστηκαν με επιμνημόσυνη δέηση και κατάθεση στεφάνων από φορείς και συλλόγους στο μνημείο της πλατείας Ι. Ιωαννίδη.
Την κεντρική ομιλία με θέμα, “Στο κάτω-κάτω, ποιος τις θυμάται πια τις γενοκτονίες;”, εκφώνησε ο κ. Χατζής Γιώργος, Μηχανικός, καθηγητής Μ.Ε. Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας του:

«Ευχαριστώ τον Σύλλογο Κιουταχειωτών και Μικρασιατών Φλώρινας “Ο Άγιος Μηνάς” για την μεγίστη τιμή να μου εμπιστευθεί φέτος την εκφώνηση του θρηνητικού πανηγυρικού της ημέρας.
Ας μου επιτραπεί, παρόλο τον Ελληνικό εθνικό χαρακτήρα του μνημοσύνου, να ξεκινήσω με μια φράση στα Γερμανικά:

“Wer spricht heute noch von den Armeniern?”
(ποιος μιλά πια σήμερα για τους Αρμενίους;)

Η ιστορική πια αυτή φράση εκστομίστηκε το 1939 και ανήκει στον τότε καγκελάριο της Γερμανίας, Αδόλφο Χίτλερ ως απάντηση στις αντιρρήσεις των επιτελών του για την εξόντωση του Πολωνικού έθνους, εξόντωση που ο ίδιος τους απαίτησε.  Και ναι μεν ο καγκελάριος κατέληξε να αναχθεί σε εμβληματική μορφή του 20ου αιώνα, με βαρύ αρνητικό φορτίο, παγκόσμιο σύμβολο της φρίκης και της απανθρωπιάς, πλην όμως η φράση του αυτή μαρτυρεί ότι η ιδεολογία του και οι πρακτικές του δεν προέκυψαν από παρθενογένεση, αλλά είχαν συγκεκριμένους και σαφώς επωνύμους ιδεολογικούς μέντορες,  που -γιατί να μην τους κατονομάσουμε;- δεν είναι άλλοι από τους Νεότουρκους και τον αρχισφαγέα τόσο των Αρμενίων, όσο και των Ρωμιών, Μουσταφά Κεμάλ Πασά. Για τους γνωρίζοντες τα του 20ου αιώνος, δεν λέω κάτι καινούριο.
Και ενώ όλος ο κόσμος σήμερα καταριέται τον καγκελάριο για τις συμφορές με τις οποίες βάρυνε την ανθρωπότητα και τα βάρβαρα ήθη που εισήγαγε, ωστόσο λίγοι δείχνουν να ενδιαφέρονται για την άμεση καταγωγική του σχέση με τον πρώτο διδάσκαλο των γενοκτονιών, τον Κεμάλ Πασά. Κι όμως, η φρίκη ξεκίνησε από εκεί.
Το κίνημα των Νεότουρκων, περί τις αρχές του 20ου αιώνος, επωφελούμενο από την αξιοθρήνητη παρακμή του Οθωμανικού κράτους, κινείται φιλόδοξα προς την κατάλυση της αυτοκρατορίας και την εγκαθίδρυση κοσμικού Δυτικού τύπου καθεστώτος. Υπόσχεται ελευθερία και ισονομία για όλους τους κατοίκους της αυτοκρατορίας, σχεδόν ευαγγελίζεται επίγειο παράδεισο. Η δυναμική είναι τεράστια, και από τις υποσχέσεις θα δελεαστούν και θα συστρατευθούν ακόμα και πολλοί Ρωμιοί Οθωμανοί, κυρίαρχοι τότε στην αστική τάξη του κράτους. Σύντομα όμως το όνειρο θα διαλυθεί και οι μάσκες θα πέσουν, αποκαλύπτοντας τα σατανικά σχέδια του νεοτουρκικού εθνικισμού.
Το μέλλον θα αποδειχθεί εφιαλτικότερο από το παρελθόν. “Ya sev, ya terk et!” -  Ή αγάπα την (μονοεθνική) Τουρκία, ή τσακίσου φύγε!  Είναι η πρώτη φορά που στα πλαίσια μια αυτοκρατορίας κηρύσσεται εθνοκάθαρση εναντίον όλων (σχεδόν) των εθνοτήτων που την συναπαρτίζουν, με απαίτηση της κυρίαρχης. Τα αποτελέσματα είναι λίγο ή πολύ γνωστά. Ρωμιοί, Αρμένιοι, Ασσύριοι, θα γνωρίσουν μαύρες ματωμένες ημέρες φρίκης.
Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας θα ξεριζωθεί βίαια, μέσα σε λίγους μήνες από τον φυσικό ζωτικό του χώρο, όπου ζούσε και πρόκοβε επί 3000 και πλέον έτη. Μοιραία λάθη των τότε κυβερνήσεων, ανεδαφικές εκτιμήσεις και επιλογές, στρεβλές συνειδήσεις, οι πάντα σοβούντες εθνικοί διχασμοί, αλλά και οι ατυχείς διεθνείς συγκυρίες θα στρώσουν τον δρόμο της καταστροφής. Λίγες είναι οι οικογένειες στην Ελλάδα σήμερα που να μην έλκουν καταγωγή από κάποιον Μικρασιάτη πρόγονο, που να μην θρηνούν θύματα ανάμεσα στους παππούδες τους, να μην νοσταλγούν χαμένες πατρίδες. Η συμφορά είναι μη ιάσιμη. Δεν είναι μόνο ο ιλιγγιώδης αριθμός των θυμάτων που βαρύνει και σηματοδοτεί το γεγονός, αλλά και η απώλεια ενός πολιτισμού ολόκληρου, ενός λαού με την ιδιαίτερη ετερότητά του, και ενός ζωτικού χώρου που τον εξέτρεφε.
Είκοσι σχεδόν χρόνια αργότερα, το 1944, εξ αφορμής της γενικευμένης εξόντωσης ενός άλλου ιστορικού λαού στην Ευρώπη, το μαζικό αυτό έγκλημα θα αποκτήσει ιδιώνυμη ταυτότητα και όνομα: “Γενοκτονία”. Έτσι θα αναγνωριστεί και θα περιγραφεί από την γνωστή σύμβαση του ΟΗΕ το 1948. Διότι “γενοκτονία” δεν είναι απλώς και μόνο ο αφανισμός ενός αριθμού ανθρώπων. Στην πραγματικότητα δεν έχει να κάνει τόσο με τον αριθμό (γιαυτό ας πάψουν οι διάφοροι “πρόθυμοι” και αφελείς να ερίζουν για αριθμούς θυμάτων – δεν είναι εκεί η ουσία), όσο με την ιδιαίτερη συλλογική ταυτότητα και την συλλογική ετερότητα των ανθρώπων αυτών. Δεν είναι απλά κάποιοι -λιγότεροι ή περισσότεροι- άνθρωποι που χάνονται, αλλά ένας λαός, ένα έθνος, ένας πολιτισμός, ένα σύστημα αξιών, μια στάση ζωής, μια μοναδική πρόταση βίου που κομίζει ο λαός αυτός στο πανανθρώπινο γίγνεσθαι, μια στάση ζωής ζυμωμένη επί αιώνες ή και χιλιετίες μέσα από φυλετικές ιδιαιτερότητες, τοπικές παραδόσεις, γεωγραφικές συνθήκες και ιστορικές συγκυρίες και εθισμούς. Γιαυτό και κάθε λαός είναι μοναδικός και πολύτιμος, επειδή εμπλουτίζει μοναδικά το ανθρώπινο γένος στην πορεία του πολιτισμού του, και γιαυτό η γενοκτονία είναι ειδεχθές έγκλημα, διότι βλάπτει την ίδια την ανθρωπότητα, καθώς την καθιστά αμετάκλητα φτωχότερη. Κάθε λαός και κάθε πολιτισμός είναι πολύτιμος, υπό αυτήν την έννοια, πόσο μάλλον ένα έθνος όπως το δικό μας, που κατά πανανθρώπινη ομολογία έχει αλλάξει τον ρου της παγκόσμιας ιστορίας, ανάγοντας το ανθρώπινο πνεύμα από την βαρβαρότητα και τον πρωτογονισμό στο φως, στην αρετή και στην αλήθεια. Άξιζαν τέτοια τύχη οι “γοναίγοι της ανθρωπότης”; Κι όμως αυτό μας επεφύλασσε η ιστορία.
Και δυστυχώς ο περίφημος αυτός λαός, οι “γοναίγοι της ανθρωπότης”, συνεχίζει και βιώνει την γενοκτονία και τον αφανισμό του, πιο σιωπηλά τώρα μέσα στην γενικότερη παρακμή, με κάποιους να μην το αντιλαμβάνονται καν, αλλά και κάποιους να το καταγγέλλουν ηχηρά. Θεωρώντας ότι το απομειωμένο Ελλαδικό κράτος δεν είναι παρά ένα μέρος μόνο του ευρύτερου Ελληνισμού, δεν μπορούμε να μην δούμε και να μην καταγγείλουμε την μετά το 1922 συνέχιση της γενοκτονίας των Ελλήνων: στον Καύκασο και στην Ρωσία του μεσοπολέμου, στην Κωνσταντινούπολη, στην Ίμβρο και την Τένεδο, στην Κύπρο το 1974, τον αφανισμό της Αλεξανδρινής ομογένειας, αλλά και σήμερα τις σφαγές των Ρωμιών του Λιβάνου και της Συρίας από τους ανισόρροπους αγριάνθρωπους του Τζιχάντ, και τους σοβούντες διωγμούς των ομογενών στην Μαριούπολη και την Οδυσσό.
Διακινδυνεύω να φύγουμε από εδώ όλοι με βαριά καρδιά, όμως... όπως το λέει και ο συγγραφέας, τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα όσο φαίνονται, είναι ακόμα χειρότερα! Μήπως και στο εσωτερικό  ακόμα του μικρού και συλημένου Ελλαδικού μας κράτους δεν συντελείται γενοκτονία; Δεν συνιστά γενοκτονία η κοσοβοποίηση της Θράκης και η ανατροπή των εκεί πληθυσμιακών ισορροπιών; Δεν συνιστά γενοκτονία η κοινωνική εξαθλίωση και ο εξ αυτής εκμηδενισμός των γεννήσεων από τις Ελληνίδες μητέρες; Δεν είναι γενοκτονία η ομαδική φυγή των παιδιών μας στο εξωτερικό; (όσων κατόρθωσαν να γεννηθούν γλιτώνοντας από το άλλο “ολοκαύτωμα”, αυτό των εκτρώσεων – δυστυχώς και αυτό πρέπει να το πούμε). 'Η μήπως δεν είναι γενοκτονία η δημογραφική μας κατάρρευση και η προϊούσα εθνολογική ανατροπή της χώρας; Δεν θα επεκταθώ εδώ άλλο, καθώς δεν είναι πρέπον ούτε και σκόπιμο να σχολιάζω την έτσι κι αλλιώς ταραγμένη επικαιρότητα.
Δυστυχώς όλα αυτά δεν έγιναν δίχως την ανοχή ή και την συναίνεσή μας. Θα πει ο μέγας μικρασιάτης Φώτης Κόντογλού: «Ὅσοι ἀπομείναμε πιστοί στήν Παράδοση, ὅσοι δέν ἀρνηθήκαμε τό γάλα πού βυζάξαμε, ἀγωνιζόμαστε, ἄλλος ἐδῶ, ἄλλος ἐκεῖ καταπάνω στήν ψευτιά. Καταπάνω σ’ αὐτούς πού θέλουνε τήν Ἑλλάδα ἕνα κουφάρι χωρίς ψυχή, ἕνα λουλούδι χωρίς μυρωδιά». Πόσοι όμως έχουμε μείνει πιστοί στην παράδοση; Πόσοι δεν έχουμε ανεχθεί ή και συμπράξει στην γενοκτονία του πολιτισμού μας, την πίστης μας με τις πανθρησκείες και τους συγκρητισμούς, της γλώσσας μας με τους νεολογισμούς και τα “γκρίκλις”, των αξιών μας, των ηθών μας, των μουσικών και των χορών μας και των γεύσεων; Πόσοι δεν έχουμε συνεργήσει στην γενοκτονία της μνήμης μας, δήθεν μοντέρνοι εμείς και προοδευτικοί, συνηγορώντας στην αποδόμηση της ιστορικής ταυτότητάς μας και επιχαίροντας με τις διάφορες κενολογίες περί “συνωστισμών”;
Καταντήσαμε, για να μην μας πούνε “ξενοφοβικούς” όπως συνηθίζονταν παλιότερα, ή “ομοφοβικούς”, όπως είναι της μοδός να λέγεται σήμερα, ή δεν ξέρω τι άλλο “--φοβικούς”,  καταντήσαμε λοιπόν να γίνουμε οι ίδιοι αυτο-φοβικοί, να φοβόμαστε και να τρέμουμε να είμαστε ο εαυτός μας.  Καταντήσαμε τα όποια ίχνη παράδοσης μας έχουν απομείνει να τα βιώνουμε ως  φολκλόρ, ως νεκρό σχήμα, και όχι ως ζωντανή στάση και πρόταση ζωής. Καταντήσαμε να μην αντλούμε χαρά και νόημα από την ετερότητα της εθνικής ταυτότητός μας. Καταντήσαμε δυστυχώς, και αυτό δεν είναι ζήτημα πολιτικό, αλλά ψυχιατρικό, να απευθύνουμε προσωπολατρεία στον ίδιο τον γενοκτόνο μας, τον σφαγέα των οικογενειών μας τον Κεμάλ Πασά. Και μάλιστα να θέλουμε να τον τιμήσουμε με αγάλματα και ονόματα οδών στις μεγαλουπόλεις μας, και να παρουσιάζουμε και κάτι παλιά σπίτια στην Θεσσαλονίκη σαν δήθεν δικά του, και μάλιστα να το έχουμε και καμάρι. Δεν υπερβάλλω, παρακαλώ τον Θεό να μου στερήσει το φως των ματιών μου, αν είναι να δώ ένα τέτοιο άγαλμα στην πατρίδα μου.
Τα σοβαρά έθνη, και έχουμε ένα τουλάχιστο τρανταχτό τέτοιο παράδειγμα, διατηρούν ακέραια την μνήμη των γενοκτονιών και των “ολοκαυτωμάτων” τους, τα καταγγέλουν προς πάσα κατεύθυνση και με κάθε ευκαιρία, και εργάζονται ώστε αυτό να καταστεί παγκόσμια συνείδηση. Τα σοβαρά έθνη δεν ωραιοποιούν, δεν ιεροποιούν και δεν δίνουν συγχωροχάρτι στους σφαγείς τους. Αντιθέτως τους καταδιώκουν και μέχρι τον τάφο τους και φροντίζουν την αιώνια καταδίκη της μνήμης τους. Τα σοβαρά έθνη δεν αναγνωρίζουν το παραμικρό ελαφρυντικό σε όσους μεθόδευσαν τον αφανισμό τους. Και δεν θα τα ακούσουμε ποτέ να λένε “ε, κάναμε κι εμείς κάποια εγκλήματα”. Δεν βάζουν ποτέ τα θύματα στην ζυγαριά, να εξετάσουν ποιος είναι λιγότερο ή περισσότερο ένοχος.
Τα σοβαρά έθνη προστατεύουν με νόμους την ιερή μνήμη των νεκρών τους, πρώτα και κύρια των δικών τους νεκρών, όχι γιατί η ιστορία και η αλήθεια μπορεί να προσεγγιστεί με όρους δικανικού καταναγκασμού, αλλά για να περιβάλλουν με την προσήκουσα τιμή και σεβασμό την ιστορική τους πορεία και τα θύματά της, να κοιτάξουν έτσι με αξιώσεις προς το μέλλον, και να κόψουν την όρεξη σε όποιον φιλοδοξεί πλαγίως να αποδομήσει την ταυτότητά τους. Τα σοβαρά έθνη απαιτούν από κάθε επίσημο επισκέπτη τον φόρο τιμής και την προσκύνηση στα μνημεία των “ολοκαυτωμάτων” τους με την άσβεστη φλόγα.
Τα σοβαρά έθνη, τέλος, δεν ονειρεύονται αόριστες “ελληνοτουρκικές φιλίες” ενόσω τα πορτραίτα και οι γιγαντοαφίσες του σφαγέα τους βρίσκονται παντού αναρτημένες σε κάθε κτήριο και σε κάθε γωνιά της άλλης χώρας, και ενόσω δεν έχει αρθρωθεί ούτε μια λέξη συγνώμης για τα δεινά του παρελθόντος. Αλλά και απαιτούν από κάθε άλλη χώρα, ως απαράβατη προϋπόθεση υγιών διακρατικών σχέσεων, την αποξήλωση κάθε δημόσιου μνημείου του γενοκτόνου τους. Αρκεί μια επίσκεψη στο γειτονικό Μοναστήρι, για να αντιληφθεί κανείς τι εννοώ.
Δεν έχω πολλά άλλα να πω σήμερα. Ελπίζω να κατέδειξα ή τουλάχιστο να έγειρα υποψίες ότι η γενοκτονία και η συρρίκνωση του Ελληνισμού δεν σταμάτησε το 1922. Επίσης ελπίζω να έπεισα ότι η δική μας στάση και παραίτηση από την ιστορική μας συνέχεια βαρύνει περισσότερο από τις όποιες, οπωσδήποτε υπαρκτές, επιβουλές και μεθοδεύσεις ξένων κέντρων. «μᾶλλον γὰρ πεφόβημαι τὰς οἰκείας ἡμῶν ἁμαρτίας ἢ τὰς τῶν ἐναντίων διανοίας», μας φωνάζει ο Θουκυδίδης 2500 χρόνια πριν, και η φωνή του φτάνει επίκαιρη μέχρι σήμερα στα αυτιά μας.
Οι “γοναίγοι της ανθρωπότης”, εν πολλοίς από τον ευλογημένο χώρο της μικρασίας, άλλαξαν την ιστορία και ανήγαγαν το ανθρώπινο πνεύμα από τον βαρβαρότητα στην αρετή και την αλήθεια. Ιστορικά δεν μας επιτρέπεται να γίνουμε ο νεκροθάφτες του γένους τους. Έτυχε σε εμάς η τιμή και η ευθύνη να κρατήσουμε αναμμένο το κεράκι τους και το θυμίαμά τους, και με αυτά να φωτίσουμε και να μοσχοβολήσουμε ξανά την ανθρωπότητα στα νέα αδιέξοδα που εγείρονται μπροστά της. Μα γιαυτό πρέπει πρωτίστως οι ίδιοι να επιβιώσουμε, και βιολογικά, και πνευματικά. Δεν έχουμε άλλη επιλογή. Διαφορετικά “κριτές θα μας δικάσουν οι αγέννητοι και οι νεκροί”... όλων των εθνών».