Ένας βαθύπλουτος κύριος με περιουσία ανεκτίμητη κατείχε την πρώτη θέση στον κόσμο! από τον ουρανοξύστη του καθημερινά έλεγχε και διοικούσε τις στρατιές των εταιριών, ερχόταν καθημερινά σε επαφή με τους διευθυντές και προσωπάρχες, ήταν αυστηρός μα κάπου στο βάθος έκρυβε μια «καλή» πλευρά, του άρεσε να βοηθά όσους τον επαινούσαν για τον πλούτο του.
-Στα χρόνια που πέρασαν καθιερώθηκε μια φορά τον χρόνο την ημέρα των «ευχών» να τον επισκέπτονται δέκα «επιφανείς» πολίτες με σκοπό να τον επαινούν, όποιος έδινε τον καλύτερο έπαινο τον ζύγιζε και του έδινε τόσα χρήματα όσο ήταν το βάρος του.
-Τελευταίος μπήκε ένα γέροντας, μπορώ να σου πω τα ωραιότερα λόγια του κόσμου και να φύγω από εδώ πλούσιος δεν θα το κάνω όμως ήρθα να βάλω σε τάξη την σκέψη σου, τον πήρε από το χέρι και τον πήγε στο μεγάλο κρυστάλλινο παράθυρο του ουρανοξύστη τον γύρισε ανατολικά στα κοιμητήρια βλέπεις εκεί του είπε, αυτή είναι «η τελευταία στάση» για όλους! όσα χρήματα και αν έχεις εκεί θα καταλήξεις μαζί με μένα που δεν έχω τίποτα… τα χρήματα σήμερα είναι δικά σου αύριο κάποιου άλλου ποτέ δεν ανήκουν για πάντα σε κανέναν.-