Ο Δημήτρης Χρόνης, από το ομώνυμο κτήμα στη Φλώρινα, αξιολογεί το ελληνικό μέλι και ενημερώνει για τα ποιοτικά κριτήρια και τις προδιαγραφές του.
Αφροδίτη Χρυσοχόου
Ένας γυμναστής και η δικηγόρος σύζυγός του, από τη Θεσσαλονίκη, άφησαν τη ζωή στην πόλη και αποφάσισαν να εγκατασταθούν στην ορεινή και απομονωμένη κοινότητα των Άνω Κλεινών του Νομού Φλώρινας. Ασχολούμενος με τον αθλητισμό και χρησιμοποιώντας τα προϊόντα της μέλισσας, ο Δημήτρης Χρόνης γοητεύτηκε από την ιδέα να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη βιολογική μελισσοκομία.
Ωστόσο, από τη θεωρία στην πράξη, οι δυσκολίες ήταν πολλές και, μάλιστα, η πρώτη επαφή με το μελίσσι ήταν αρκετή για να τον κάνει να αναθεωρήσει την απόφασή του. «Από μικροί γνωρίζουμε ότι οι μέλισσες τσιμπάνε και πρέπει να τις φοβόμαστε, γι’ αυτό και όταν βρέθηκα με χιλιάδες μέλισσες ήταν ένα σοκ. Ίδρωσα, τρομοκρατήθηκα και είπα πως δεν μπορώ να εξοικειωθώ με αυτήν τη διαδικασία, γι’ αυτό και για κάποιο διάστημα εγκατέλειψα την ιδέα», αναφέρει χαρακτηριστικά. Μετά από προσπάθεια και πολλή μελέτη πάνω στις μέλισσες, κατάφερε να γίνει ένας από τους λιγοστούς αξιολογητές ποιότητας προϊόντων μελισσοκομίας, να παραδίδει σεμινάρια, να συνεργάζεται με επιστημονικά ιδρύματα, προκειμένου να εξασφαλίσει πιστοποιημένους εργαστηριακούς ελέγχους και το κτήμα του να γίνει επισκέψιμο από σχολεία και πανεπιστημιακά ιδρύματα.
Μετά από τη δεκαετή και πλέον ενασχόλησή του, σήμερα αποδίδει στις μέλισσες τον σεβασμό που τους αξίζει, γιατί, όπως λέει, είναι ένα άγριο ζώο, του οποίου κλέβεις την τροφή που παράγει για τον εαυτό του προκειμένου να επιβιώσει, το κερί, τον βασιλικό πολτό, την πρόπολη για την απολύμανση της κυψέλης. «Το γεγονός αυτό», τονίζει, «πρέπει να δημιουργεί ηθικά διλήμματα στους παραγωγούς, στους καταναλωτές και στους εμπόρους για την παραγωγή μελιού στην Ελλάδα». Σύμφωνα με τον κ. Χρόνη, δεν μπορεί να διασφαλίζεται η ποιότητα ενός μελιού προφορικά, όταν αυτό δεν έχει ελεγχθεί εργαστηριακά και δεν είναι πιστοποιημένο.
Ο παραγωγός βιολογικού μελιού τονίζει ακόμη πως στην αγορά κυκλοφορούν υπερφιλτραρισμένα μέλια με ηλεκτροπιεστικές αντλίες, που συγκρατούν τους μικρόκοκκους της γύρης από τους οποίους διαπιστώνεται η προέλευση του λουλουδιού κατά τη γυροκοκκική εξέταση. Συνεπώς, σύμφωνα με τον κ. Χρόνη, το μέλι φιλτράρεται τόσο πολύ που γίνεται ανώνυμο, με αποτέλεσμα να μην έχει καμία θρεπτική αξία. «Τα δικά μου προϊόντα δεν είναι ξεχωριστά ή ιδιαίτερα», τονίζει ο κ. Χρόνης, «αλλά τηρώ και πραγματοποιώ την αυτονόητη διαδικασία που ακολουθείται για τα τρόφιμα, δηλαδή ό,τι ορίζει ο νομοθέτης για τις προδιαγραφές του μελιού σε παγκόσμιο επίπεδο και όχι με βάση κάποια ελληνική πατέντα».
Τα κριτήρια με τα οποία ο καταναλωτής επιλέγει μέλι, με βάση την έρευνα του κ. Χρόνη, είναι το χρώμα, το άρωμα, η επιλογή του παραγωγού με βάση κάποια χαρακτηριστικά, όπως τοποθεσία, φυσιογνωμία, συγγένεια, εμπιστοσύνη, τιμή όπως και γεύση. Ωστόσο, επισημαίνει ότι οι περισσότεροι καταναλωτές στέκονται στο θέμα της τιμής, αλλά και της γεύσης που είναι λανθασμένη επιλογή. «Όταν νοθεύουμε το μέλι και κάνουμε, για παράδειγμα, τεχνητή τροφοδοσία τους μήνες της παραγωγής, ή θερμική επεξεργασία, ή ακόμη αν το αφήσουμε χρόνια στην αποθήκη, τότε αυτό δεν είναι μέλι, αλλά κάποιο άλλο προϊόν, καθώς η θρεπτική του αξία μειώνεται ή και καταστρέφεται», υπογραμμίζει, «αφού ο δείκτης ποιότητας ΗΜF μετατρέπεται αυτομάτως σε γλυκαντική ουσία». Τελικά, όπως λέει, ο καταναλωτής είναι αυτός που θα διαμορφώσει τον επαγγελματισμό του μελισσοκόμου, απαιτώντας κάτι από τα παραπάνω χαρακτηριστικά.
Το μέλι πρέπει να είναι ελεγμένο και πιστοποιημένο για να είναι αυθεντικόΤο Κτήμα Χρόνη είναι μια μικρή οικογενειακή και πρότυπη πιστοποιημένη μονάδα παραγωγής, παρασκευής, συσκευασίας και τυποποίησης βιολογικών μελισσοκομικών προϊόντων. Διαθέτει 200 μελίσσια και ένα πιστοποιημένο βιολογικά εργαστήριο διαχείρισης και την ετήσια έγκριση της Κτηνιατρικής Υπηρεσίας για τη διασφάλιση των αναλύσεων μηδενικού φορτίου αντιβιοτικών, φυτοφαρμάκων, νοθείας, θερμικής επεξεργασίας, προέλευσης και ελληνικότητας των κωδικών που παράγει η επιχείρηση, μεταφρασμένη σε τρεις γλώσσες λόγω εξαγωγών. «Η φιλοσοφία μας», καταλήγει ο κ. Χρόνης, «δεν είναι να βγάλουμε ένα προϊόν αρωματικό, γευστικό και με ωραίο χρώμα, ή να γίνουμε βιομηχανία. Επενδύσαμε στην ταυτότητα του προϊόντος, στην ετικέτα και στο γεγονός ότι αυτό που θα αγοράσει ο καταναλωτής είναι πιστοποιημένο και ελεγμένο πλήρως».
Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του μελιού για να έχει συγκεκριμένη θρεπτική αξία:
1) Να είναι απαλλαγμένο από φορτίο αντιβιοτικών ή φυτοφαρμάκων.
2) Να μην έχει καμία επιβάρυνση από μικρόβια και μύκητες.
3) Να μην έχει υποστεί θερμική επεξεργασία.
4) Να είναι φρέσκο και καλά συντηρημένο, σε επιλεγμένα και πιστοποιημένα δοχεία, για να μη δημιουργούνται ζυμώσεις και να μην επηρεάζεται η διατροφική αξία του.
5) Να περνάει τους απαραίτητους ελέγχους για να πιστοποιεί και να αποδεικνύει τις προδιαγραφές του.
6) Οι καταναλωτές να προσέχουν να είναι συσκευασμένο σε εργαστήριο που τηρεί συστήματα ασφάλειας, υγιεινής και ποιότητας (ISO, HACCP).
7) Τα καταστήματα που πωλούν μέλι να ελέγχουν όλες τις προδιαγραφές της νόμιμης συσκευασίας.
8) Να υπάρχει ετικέτα που δίνει την πλήρη ταυτότητα του προϊόντος –και όχι παραπληροφόρηση– στον καταναλωτή. Είναι αγορανομική παράβαση να αναγράφεται στον κώδικα συσκευασίας ετικέτας αγνό μέλι ή φυσικό προϊόν, όταν δεν τηρεί τις παραπάνω προδιαγραφές.
ΠΗΓΗ