Σελίδες

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Πανηγυρικός λόγος για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου

Ομιλία του εκπαιδευτικού Γεώργιου Χατζή, στην εκδήλωση της 27ης Οκτωβρίου 2017, στον Φ.Σ.Φ «Ο Αριστοτέλης»
Ο 20ος αιώνας είναι κομβικής σημασίας για την πορεία σύνολης της ανθρωπότητας και του πολιτισμού της. Ο ίδιος σημαδεύτηκε από δύο πρωτόγνωρα γεγονότα, δυο παγκοσμίους πολέμους με κολοσσιαία έκταση και συνέπειες, που όμοιούς τους κανένα έθνος στον κόσμο δεν είχε ξαναδεί. 

</div>ΚΑΝΕ LIKE ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK! ΚΑΙ ΕΝΗΜΕΡΩΣΟΥ ΑΜΕΣΑ
 Παγκόσμιους, διότι όλα τα κράτη και οι λαοί του Πλανήτη είτε ενεπλάκησαν σε αυτούς άμεσα ως εμπόλεμοι αντίπαλοι, είτε μέσω αποστολής στρατευμάτων, είτε υπέστησαν την αγωνία τους και τις κοινωνικές και οικονομικές συνέπειές τους.

Ιδιαιτέρως δε ο ΒΠΠ προξένησε τόσες πολλές ανθρώπινες απώλειες αλλά και τόσες συμφορές, που το “ποτέ πια” έβγαινε αυθόρμητα από όλα τα στόματα και τις ψυχές των ανθρώπων. Δικαίως η λήξη του εορτάζεται έκτοτε κάθε χρόνο με μεγαλειώδεις πανηγυρισμούς. Κι ενώ όλοι οι λαοί γιορτάζουν την λήξη του ΒΠΠ, ένας μόνο μονίμως ανάποδος λαός, ο Ελληνικός, γιορτάζει την έναρξη της εμπλοκής του σε αυτόν.

Αυτό μάλιστα σκανδαλίζει πολλούς εξ ημών, κυρίως όσους αν και Έλληνες, κατανοούν πλημμελώς την εθνική μας ιδιαιτερότητα, καθώς ζώντας ετερόφωτοι μέσα στον Δυτικό Νεωτερισμό αποτυγχάνουν να φωταυγαστούν από το σέλας της υπερ-δισ-χιλιετούς εθνικής μας διαχρονίας και να κατανοήσουν την ιδιοπροσωπία που αυτή γεννά. Τι τελικά είναι αυτό που μας κάνει παραδόξως να γιορτάζουμε την εμπλοκή μας στον ΒΠΠ, και όχι την λήξη του; Παλαβώσαμε εντελώς, ή μήπως κάτι άλλο συμβαίνει;

Ας ξεκινήσουμε όμως από την αρχή.

28η Οκτωβρίου 1940, ξημερώματα, ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα σηκώνει από τον ύπνο τον πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά σε μια μάλλον ασυνήθιστη επίσκεψη…

Από καιρό η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι σε όλη την Ευρώπη. Οι εντάσεις και τα αδιέξοδα του μεσοπολέμου είχαν συσσωρευτεί. Οι αντιθέσεις και οι εκκρεμότητες πολλές, κλόνισαν την ήδη εύθραυστη ειρήνη. Ήδη πριν ένα χρόνο, από το 1939 ο πόλεμος είχε αρχίσει. Η Ελλάς ήλπιζε να διατηρήσει ουδετερότητα, όμως δεν ήταν τελικά και τόσο εύκολο.

Η γειτονική Ιταλία αποτελούσε μια όλο και διογκούμενη απειλή. Εδώ και δυο σχεδόν δεκαετίες κυβερνούνταν από ένα δικτατορικό αυταρχικό καθεστώς υπό τον Μπενίτο Μουσσολίνι. Το ίδιο το καθεστώς έδωσε στον εαυτό του το όνομα “φασιστικό”. Λέξη άγνωστη έως τότε, με ευθεία αναφορά στην αρχαία Ρώμη, έμελλε στα επόμενα χρόνια να γίνει συνώνυμη με την δεσποτεία, την καταστολή της ελευθερίας και την ωμή αδιαλλαξία.

Αλλά και οι δυο άλλες δυνάμεις του λεγομένου “Άξονα”, η Γερμανία και η Ιαπωνία, αλλά και άλλες, φίλα προσκείμενες αν και μετέπειτα εχθρικές, είχαν παρόμοια χαρακτηριστικά. Αυταρχισμός και στρατοκρατία, επεκτατική διάθεση, και ένας διαστρεβλωμένος εθνικισμός που συσπείρωνε τα έθνη τους με επίπλαστες ιδεολογίες γύρω από μια κεντρική εξουσία, στην οποία όμως δεν είχαν τα ίδια πρόσβαση, παρά μόνο αποτελούσαν υποχείριά της. Συσπείρωση με έντονα επιθετικά χαρακτηριστικά εις βάρος άλλων εθνών και κρατών. Υπό αυτές τις συνθήκες ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος.

Στην γειτονιά μας η Ιταλία ζούσε τις δικές της γεωπολιτικές αυτοκρατορικές φαντασιώσεις. Ο επεκτατικός πειρασμός μεγάλος για την επίδοξη υπερδύναμη. Η Ελλάς φάνταζε ως ιδανικό θύμα στα μάτια τους. Για αυτούς δεν ήταν καθόλου άσχημη ιδέα μια ασφαλής επέκταση εις βάρος της, μέσω μιας άνετης (όπως τότε την λογάριαζαν) εισβολής.

Κάπως έτσι καταλήγουμε στην ασυνήθιστη επίσκεψη του Ιταλού πρέσβη εκείνο το ξημέρωμα της 27ης προς 28η Οκτωβρίου 1940.

“Αλόρ, σε λα γκέρ” (λοιπόν, έχουμε πόλεμο) ήταν η μόνη απάντηση του Έλληνος πρωθυπουργού στο τελεσίγραφο που του επεδόθη, αποκλείοντας κάθε περαιτέρω συζήτηση με τον Ιταλικό παράγοντα. Η ιστορική αυτή φράση έμελλε να μεταγραφεί μονολεκτικά ως το γνωστό μας “ΟΧΙ” στην συνείδηση του λαού. Αυτό ήταν το περίφημο «ΟΧΙ», του Ιωάννου Μεταξά, αλλά και της Ελλάδας όλης. Σύσσωμη η Ελλάς, ως ένας άνθρωπος ανταποκρίθηκε στο πρωινό πολεμικό κάλεσμα. Ο πρωτόγνωρος παλλαϊκός ενθουσιασμός και η αυθόρμητη ομοψυχία σημάδεψαν εκείνη την ημέρα, προεικάζοντας την έκβαση του αγώνα. Μίση, πάθη, μικρότητες και έριδες παραμερίστηκαν, οι εχθροί γίνανε φίλοι και αδελφοί, ο κοινός αγώνας υπέρ ελευθερίας, υπέρ βωμών και εστιών προείχε όλων των άλλων.

Ήδη εκείνη την ημέρα το Ελληνικό έθνος κατήγαγε συντριπτική νίκη, της οποίας και σήμερα την επέτειο εορτάζουμε. Νίκη όχι απέναντι στον πρόσκαιρο εχθρό, στον ευκαιριακό εισβολέα με τα γελοία τελεσίγραφα. Κατήγαγε συντριπτική νίκη απέναντι στον προαιώνιο εχθρό του, στον αρχέκακο όφι που εδώ και χιλιετίες το δηλητηριάζει, απέναντι στον κακό του εαυτό, απέναντι στην διχόνοια και την αδελφοφάγα εριθεία που το κατατρώει. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η απάντηση στο γιατί δεν εορτάζουμε την λήξη του ΒΠΠ, αλλά την είσοδό μας σε αυτόν. Γιατί για εμάς το μείζον είναι ο πόλεμος απέναντι στον κακό μας εαυτό, και είναι συνεχής, διαχρονικός, υπερχιλιετής, και βασανιστικός. Και όποτε κερδίζουμε μια μάχη, τότε είναι αιτία εορτής και πανηγύρεως. Οι υπόλοιποι εχθροί μας έρχονται και παρέρχονται, και συνιστούν για εμάς δευτερεύουσες απειλές.

Η Ελλάς, λένε, κατά τρόπο περίεργο, πάντα βρίσκεται στην σωστή πλευρά της Ιστορίας. Έτσι και τώρα, η εμπλοκή της στο πλευρό των Συμμάχων μπορεί να την έβαλε σε μεγάλες περιπέτειες και συμφορές, αλλά δεν την ντρόπιασε. Ο αγώνας δύσκολος, ο αντίπαλος ισχυρός. Τα μεγέθη και οι συσχετισμοί ισχύος συντριπτικά εις βάρος μας. Η γελοιοποίηση των Ιταλών από τα Μέσα της εποχής, τις εφημερίδες, τα τραγούδια στο ραδιόφωνο κλπ, δεν πρέπει να μας ξεγελάει, καθώς στόχευε στην τόνωση του ηθικού, και όχι στην περιγραφή της πραγματικότητας. Μα είναι η αξία του αντιπάλου αυτό που δίνει μεγαλείο στην Ελληνική νίκη. «Γιατί εμείς (οι Έλληνες), αντίθετα με τους βαρβάρους δεν μετράμε ποτέ το πλήθος του εχθρού» (Αισχύλος)

Βέβαια όπως είπαμε, μπήκαμε στον αγώνα νικητές ήδη από την πρώτη ημέρα, και αυτό μας έδωσε άλλη δύναμη, και άλλο κουράγιο.

Η κυβέρνηση και το επιτελείο δεν πιάστηκαν στον ύπνο. Ήδη είχαν διαγνώσει τον κίνδυνο, και από καιρό είχαν προβεί σε σοβαρές προετοιμασίες, με τα λίγα ομολογουμένως πολεμικά μέσα που διέθεταν.

Ο Στρατηγός Κατσιμήτρος, διοικητής των δυνάμεων της Ηπείρου, είχε από νωρίς προνοήσει και οργανώσει την άμυνα. Δεν ήταν μόνος του. Βασικός συντελεστής της νίκης, καταλαμβάνει το διπλανό βάθρο της Ιστορίας ο Συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Δαβάκης, που με διορατικότητα και ευφυΐα οργάνωσε την άμυνα της Πίνδου. Ο Δαβάκης (που 3 χρόνια πριν είχε αποστρατευθεί λόγω κλονισμένης υγείας) ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία τον Αύγουστο του 1940, όταν έγινε η μερική επιστράτευση, και με το Απόσπασμα της Πίνδου, άντεξε το κύριο βάρος της πρώτης επίθεσης από την Μεραρχία «Τζούλια», και αυτό άνοιξε την πόρτα της νίκης.

Όμως ένας αγώνας δεν είναι μόνο υπόθεση της στρατιωτικής ηγεσίας. Είναι υπόθεση όλου του λαού, στρατευμένου και αμάχου. Ο καθένας καλείται να δώσει τον καλύτερο εαυτό του. Και αυτό έγινε στην Πίνδο:

Ο τοπικός πληθυσμός, και κυρίως οι γυναίκες των εμπολέμων περιοχών, ξεσηκώθηκε και μετέτρεψε τον εαυτό του σε υποζύγιο, να κουβαλά εφόδια εκεί που κανένα μέσο άλλο δεν μπορούσε να πάει. Γυναίκες παλαιάς κοπής, αρχαίου κάλλους και ήθους, μαθημένες στις κακουχίες της υπαίθρου, ψημένες στον ήλιο των αγρών και των βοσκότοπων, γυναίκες που δεν σύχναζαν σε σαλόνια και κομμωτήρια, αυτές οι μητέρες, οι αδελφές, οι γιαγιάδες, αυτές που άλλοτε κουβαλούσαν τα καυσόξυλα και τις προμήθειες του σπιτιού στις πλάτες τους, τώρα κουβαλούν πυρομαχικά και εφόδια. Δέρμα κατσιασμένο, μέση τσακισμένη από την σκληρή ζωή, μαλλιά γκρίζα, αχτένιστα. Άσχημες κατά τα δικά μας μονδέρνα lifestyle πρότυπα, όμορφες όμως μέσα στην Ιστορία.

Παλληκάρια περήφανα, ατρόμητα, ολιγαρκή. Μεροκαματιάρηδες, δουλευταράδες, αγρότες στην πλειοψηφία τους, μα και εργάτες, και φοιτητές, και τεχνίτες, και γραφιάδες, άνθρωποι της τέχνης και του πνεύματος, ποιητές και λόγιοι. Μεγαλωμένοι με ιδανικά, με Κολοκοτρώνηδες και Αθανάσιους Διάκους, με ΑξιονΕστί και Κύριε ελέησον, με Παλαιολόγους, με Αλεξάνδρους και Λεωνίδες, αυτοί ήταν οι φαντάροι μας. Φτωχοί και ολιγαρκείς στην τσέπη, πλούσιοι στην καρδιά τους, ντροπαλοί στο βλέμμα, αγέρωχοι απέναντι στον εχθρό. Τέτοια παλληκάρια έβγαζε τότες η πατρίδα μας. Και έτσι μπόρεσαν και άντεξαν στις κακουχίες του βουνού, στον χειμώνα που έσπερνε τον θάνατο περισσότερο και από τις ιταλικές σφαίρες, στην πείνα, στην ψείρα και την αρρώστια. Άλλοι στην θέση τους θα είχαν παραδοθεί. Αυτοί άντεξαν. Και νίκησαν.

Στην Θάλασσα ο αγώνας εξίσου σκληρός. Τα μέσα λίγα, και παλαιά. Όμως το κουφάρι της Έλλης έπαιρνε την εκδίκησή του. Ο «Παπανικολής» το θρυλικό υποβρύχιο, με τις περιορισμένες δυνατότητες που είχε από κατασκευής, παρέδιδε καθημερινώς μαθήματα ναυτοσύνης και θάρρους σε φίλους και εχθρούς. Τα δε κατορθώματά του αγγίζουν την σφαίρα του απίστευτου.

Η ηθική αξία του Έπους του ’40 τεράστια, μάθημα ομοψυχίας και θάρρους για εμάς τους νεωτέρους. Η στρατηγική του όμως αξία ακόμα μεγαλύτερη. Παρ’ ελπίδα η Ελληνική νίκη στην Πίνδο αναγκάζει την Γερμανία να εισβάλει στην Νότιο Βαλκανική. Ολέθριο στρατηγικό σφάλμα!!! Η αντίσταση των Ελλήνων κι εδώ είναι πεισμώδης, αλλά μοιραία κάμπτεται. Αποσπάει όμως τον πηγαίο σεβασμό από συμμάχους αλλά και από τους αντιπάλους, ακόμα και τους πιο φανατισμένους.

Ο ίδιος ο Αδόλφος Χίτλερ, αν και εισβολέας, θα πει στην Γερμανική Βουλή (4 Μαΐου 1941):

«Χάριν τής ιστορικής αληθείας οφείλω νά διαπιστώσω ότι μόνον οί Ελληνες, εξ’ όλων τών αντιπάλων οί οποίοι μέ αντιμετώπισαν, επολέμησαν μέ παράτολμον θάρρος καί υψίστην περιφρόνησιν πρός τόν θάνατον….»

Και ο στρατηγός Γεόργκι Ζούκοφ, ο αρχιτέκτονας της Σοβιετικής νίκης θυμάται:

«Εάν ό Ρωσικός λαός κατόρθωσε να ορθώσει αντίσταση μπροστά στίς πόρτες τής Μόσχας, νά συγκρατήσει καί νά ανατρέψει τόν Γερμανικό χείμαρρο, τό οφείλει στόν Ελληνικό Λαό, πού καθυστέρησε τίς Γερμανικές μεραρχίες όλον τόν καιρό πού θά μπορούσαν νά μας γονατίσουν. Η γιγαντομαχία τής Κρήτης υπήρξε τό κορύφωμα τής Ελληνικής προσφοράς.» (Απόσπασμα από τά απομνημονεύματά του γιά τόν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.)

Η στρατηγική σημασία της Ελληνικής εμπλοκής στον ΒΠΠ είναι κεφαλαιώδης, παρόλο που στο έδαφός μας δεν σημειώθηκαν μεγάλης κλίμακας κομβικές μάχες. Ωστόσο η εισβολή εκ μέρους των Γερμανών στην Νότιο Βαλκανική και η εξ αυτής σημαντική αναβολή της επιχείρησης στην πρώην σύμμαχο ΕΣΣΔ απεδείχθη μοιραία για τις δυνάμεις του Άξονα. Οι φοβερές Γερμανικές δυνάμεις καθηλώθηκαν από τον Ρωσικό Χειμώνα λίγα μόλις χιλιόμετρα έξω από την Μόσχα. Οι ημέρες της καθυστέρησης τελικά έκαναν την διαφορά.

Αλλά και η ίδια η εισβολή και κατοχή της χώρας μας απεδείχθη στρατηγικά ανώφελη ή ακόμα και επιβλαβής. Ειδικά η εισβολή στην Κρήτη, δίχως να προσφέρει το προσδοκώμενο πλεονέκτημα στον αγώνα της Βορείου Αφρικής, ενέπλεξε και ανάλωσε πολλές δυνάμεις, και μάλιστα ειδικών επιχειρήσεων με πενιχρά μακροπρόθεσμα κέρδη.

Στα καθ΄ημάς, ο Οκτώβριος του 1940 άνοιξε για την χώρα μας ένα κύκλο περιπετειών και συμφορών που άργησε πολύ να κλείσει. Οι απώλειες του πολέμου πολλές. Η 4ετής κατοχή που ακολούθησε και η βαρβαρότητα των βορείων εισβολέων προξένησε ακόμα περισσότερα θύματα, με τα βάρβαρα ανηλεή αντίποινα, την τρομοκρατία εις βάρος αθώων αμάχων, και την πείνα. Προκάλεσε επίσης και σοβαρές καταστροφές στην υποδομή της χώρας. Πόλεις και χωριά κάηκαν και ισοπεδώθηκαν. Η οικονομία κυριολεκτικά διαλύθηκε. Δεν υπάρχει μέρος στην πατρίδα μας που να μην ένιωσε στο πετσί του όλες αυτές τις συμφορές. Η αποχώρηση των κατοχικών δυνάμεων και η επάνοδος της εξόριστης κυβερνήσεως βρήκαν την χώρα καθημαγμένη, κατεστραμμένη, αλλά (το χειρότερο) και διχασμένη.

Η Ελλάς, πέραν της σημαντικότατης ενσωμάτωσης της Δωδεκανήσου, απέτυχε να εξαργυρώσει τις θυσίες της και την προσφορά της στον αγώνα των Συμμάχων ενάντια στον Άξονα με εμπράγματα, εθνικής εμβέλειας ανταλλάγματα. Οι ελπίδες για ευνοϊκή εξέλιξη στα εθνικά ζητήματα του Βορειοηπειρωτικού και του Κυπριακού σύντομα απεδείχθησαν ανεδαφικές. Η ευγνωμοσύνη των “συμμάχων” έμεινε στα λόγια, και ο καθένας κυνικά και ψυχρά, όταν έπαψε πια να έχει την ανάγκη μας, μερίμνησε πάλι για το δικό του συμφέρον. Η Ελλάς από “χώρα ηρώων” ξαναέγινε θλιβερό προτεκτοράτο και αρένα διαπλοκής ξένων συμφερόντων. Ποτέ κανείς δεν μας αποζημίωσε για τις καταστροφές που υπέστημεν, αλλά και μέσα σε μια δίνη νέων δεινών και νέας υποτέλειας δεν αξιωθήκαμε πότε έως σήμερα να διεκδικήσουμε τις πρέπουσες αποζημιώσεις καθ οιονδήποτε τρόπο. Ούτε καν το συναφθέν “υποχρεωτικό” δάνειο.

Λοιπόν, όχι μόνο δεν συνήλθαμε και δεν ωφεληθήκαμε, αλλά απεναντίας τα παλιά φαντάσματα του μίσους και της διχόνοιας βγήκαν ξανά από το σεντούκι ενδυναμωμένα όσο ακόμα στενάζαμε υπό τον Γερμανό κατακτητή, και θέριεψαν με την αποχώρησή του και το αναπόφευκτο κενό εξουσίας που άφηνε. Ο αδελφός ξαναέγινε εχθρός. Ξαναφάγαμε τις σάρκες μας σε μια εθνοκτόνα και ανθρωποφάγα περιδίνηση μίσους, που πολύ φοβάμαι ότι ακόμα μας ταλαιπωρεί, έστω και ως μνήμη, έστω και ως απόηχος. Να ένας ακόμα λόγος που δεν γιορτάζουμε την λήξη του ΒΠΠ. Για εμάς, αν και βρισκόμασταν στην μεριά των νικητών, δεν ήταν νίκη, αλλά ατιμωτική ήττα. Νικήσαμε τον Άξονα, αλλά ηττηθήκαμε κατά κράτος από τον παλιό μας εχθρό, τον αρχέκακο όφι που μας δηλητηριάζει χιλιετίες τώρα. Για εμάς η απελευθέρωση σήμανε σκλαβιά στην αρχαία μας κακοδαιμονία. Μας κατέβαλε πάλι η διχόνοια, το μίσος και η έριδα. Τι να γιορτάσεις; Πώς να γιορτάσεις; Ας γιορτάσουν οι άλλοι λαοί. Εμείς ας πενθήσουμε και ας κλάψουμε για τις αμαρτίες και για τα παθήματά μας. Την ώρα που όλοι οι άλλοι θεράπευαν τις πληγές τους και απένεμαν σκληρή Δικαιοσύνη για όσα εγκλήματα είχαν υποστεί, εμείς εδώ τελματώναμε στην ατιμωρησία και ανοίγαμε νέα επώδυνα έλκη.

Παρόλα αυτά, η 28η Οκτωβρίου αυτή καθεαυτή, είναι για εμάς φάρος που φωτίζει την μετέπειτα πορεία μας, και ο ιστορικός κύκλος που άνοιξε τότε είναι τεράστια δεξαμενή άντλησης διδαγμάτων. Για όσους τουλάχιστο έχουν καρδίαν καθαράν και πνεύμα ευθές, ώστε να διδαχθούν.

Τα διδάγματα σε στρατιωτικό/ επιχειρησιακό επίπεδο είναι έτσι κι αλλιώς αντικείμενο μελέτης από τους ειδικούς του στρατεύματος και τους ιστορικούς. Δίχως το κύρος της αυθεντίας, σταχυολογώντας, θα σημειώσω την τεράστια σημασία της σωστής προετοιμασίας. Οι εξονυχιστικές αναγνωρίσεις που προηγήθησαν, η γνώση του πεδίου, η επάνδρωση των μονάδων της μεθορίου, αλλά και η εκπαίδευση των εφέδρων έδωσαν στην Ελλάδα σημαντικό πλεονέκτημα. Από την άλλη, η πενιχρή διοικητική μέριμνα, ο παλαιός οπλισμός, ο ακατάλληλος για χειμέριο αγώνα εξοπλισμός και ο προβληματικός εφοδιασμός δυσχέραναν σημαντικά τον αγώνα. Οι απώλειες από τα κρυοπαγήματα και τις κακουχίες έφτασαν να είναι συγκρίσιμες με αυτές από τα Ιταλικά πυρά. Η παραμέληση της Αεροπορίας σε συνδυασμό με την αστοχία έγκαιρου εκσυγχρονισμού του δόγματος και των μέσων εναερίου αγώνα παραχώρησαν την εναέρια υπεροχή στους Ιταλούς, με ολέθριες συνέπειες τόσο για το στράτευμα, όσο και για τους αμάχους και τις υποδομές. Νομίζω συγκρίνοντας την τότε κατάσταση με την παρούσα συγκυρία, ίσως θα πρέπει να προβληματιστούμε σοβαρά..

Ωστόσο αυτό που τελικά έδωσε την νίκη στα Ελληνικά όπλα δεν ήταν η υλική αρτιότητα, αλλά το ήθος, το ηθικό και το φρόνημα των έμψυχων συντελεστών του έπους του 40. Και εδώ πρέπει να επιμείνει κανείς, αν αναζητεί το νόημα αυτής της επετείου. Διότι τα «ΟΧΙ» θέλουν λαούς με φρόνημα, και όχι υποζύγια φρόνιμα. Το φρόνημα και το ήθος εκείνων των ανθρώπων μπορούμε να το ορίσουμε σε τρεις βασικούς άξονες: Στην έντονη αίσθηση της συλλογικής ταυτότητας και της ιστορικής συνέχειας του έθνους, στην θυσιαστική διάθεση και την αίσθηση του χρέους, και στον πόθο για ελευθερία και αξιοπρέπεια.

Το «Εμείς» όπως θα το έλεγε και ο Μακρυγιάννης ήταν έντονο εκείνη την εποχή. Ένα «εμείς» που σχηματιζόταν και νοηματοδοτούνταν από την αίσθηση της εθνικής διαχρονίας. Μια ισχυρά σφυρηλατημένη συλλογική ταυτότητα, σαφώς ιερή, αλώβητη από εθνοφοβικές παρεμβάσεις, από εμμονές σε δικαιώματα των ολίγων εις βάρος των πολλών, από ρητορικές για ιδιαιτερότητες, διαφορετικότητες, και λοιπές οντότητες, αποδομητικές της συλλογικής προκοπής. Ένα «εμείς», όπου το όποιο «εγώ» ξεχώριζε όχι ως φυγόπονος φορέας παρασιτικών δικαιωμάτων, αλλά ως παράδειγμα αριστείας και οδοδείκτης, ως πρωτοχορευτής, μπροστάρης και σημαιοφόρος, ως δωρητής και ευεργέτης, ως προεστώς αρετής και προσφοράς. Για τους ανθρώπους αυτούς το ευαγγελικό «Εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος» ήταν βαθιά ριζωμένο στην σκέψη και την νοοτροπία τους.

Η συμπαγής συλλογικότητα και η βεβαιότητα της εθνικής διαχρονίας γεννούσε το φιλότιμο, την αίσθηση του χρέους. Γιατί μόνο η αίσθηση της ιστορικής συνέχειας μπορεί να σε κάνει «να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους», όπως έγραφε ο Ν.Καζαντζάκης. Η φιλότιμη ντροπή απέναντι σε όλους τους προγόνους, όσους προηγήθηκαν στην θυσία, αλλά και εν τω παρόντι βίω απέναντι στην οικογένεια και στα ιερά, και ο πόθος της ευφημίας μέσα στην κοινότητα, στερέωνε την καρδιά όταν έκανε έφοδο με την λόγχη απέναντι στα εχθρικά πολυβόλα, όταν κρατούσε υψώματα μέσα σε βροχή οβίδων, όταν βούλιαζε στα χιόνια και πέθαινε από το κρύο και την πείνα. Αυτή η φιλότιμη ντροπή «υπέρ βωμών και εστιών» μετατρέπει τους ανθρώπους σε υπερανθρώπους που γεννούν θαύματα και εκπλήξεις και γράφουν έπη και ιστορία, ενάντια σε κάθε “λογική” πρόβλεψη.

Οι πρόγονοι και οι νεκροί για αυτούς δεν ήταν «περασμένα-ξεχασμένα». Σχολειό, οικογένεια, εκκλησία, ότι παιδαγώγησε αυτή την γενιά του ‘40, φρόντισε να τους ενσταλάξει σεβασμό, θαυμασμό κι ευγνωμοσύνη για όσους προηγήθηκαν στην θυσία. Τα σχολεία τα κοσμούσαν οι εικόνες των ηρώων του 21, τα χωριά είχαν το καθένα το ηρώον του, κι εκεί τα παιδιά εκείνα μάθαιναν να τιμούν τους νεκρούς, με καταθέσεις στεφάνων, με παρελάσεις, με φιλοπόνως επιμελημένες εθνικές εορτές, με ποιήματα και σημαιοστολισμούς. Ζούσαν με τους ήρωες, τους έβλεπαν, τους μύριζαν, τους ανέπνεαν.

Τα λόγια του λογοτέχνη: «Οι νεκροί σου δεν κοίτουνται στο χώμα. Γενήκαν πουλιά, δέντρα, αγέρας. Κάθεσαι στον ίσκιο τους, θρέφεσαι με τη σάρκα τους, αναπνές το χνότο τους. Γενήκαν ιδέες και πάθη, κι ορίζουν τη βουλή σου και την πράξη σου..» για τις γενιές εκείνες ήταν βίωμα και πράξη.

Έτσι σφυρηλατούταν το ήθος, έτσι οικοδομούταν το φρόνημα, έτσι σπερνόταν και βλάσταινε ο έρωτας της ελευθερίας. Γιατί ένα έθνος, αν θέλει να λέγεται ζωντανό, δεν φτάνει μόνο να έχει “αξίες”, πρέπει και να τις ιεραρχεί και σωστά, σύμφωνα με τον δικό του χαρακτήρα, με τα δικά του υπαρξιακά προτάγματα. Γλυκειά η ειρήνη, φρικτός ο πόλεμος. Καλή η ασφάλεια και η σταθερότητα, και όσα όμορφα και χαρούμενα ανθούν μέσα σε αυτές, αλλά τι να τα κάνεις χωρίς ελευθερία; Μπορεί ο σκλάβος να απολαύσει το ψωμί που τρώει; «Ούκ έπ‘ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος». Για να είναι ευτυχής πρέπει να είναι ελεύθερος. Αυτό προτάσσεται μπροστά και από την ίδια την ζωή ακόμα, διότι αυτό της δίνει νόημα. Άλλωστε όπως έχει ειπωθεί, «όποιος θυσιάζει την ελευθερία του για την ασφάλεια, τελικά χάνει και τα δυο». Και εάν είναι σημαντικό να είναι ο άνθρωπος ελεύθερος ως άτομο, πολλαπλάσια σημαντικό είναι να είναι ελεύθερος ως κοινωνία. Να ορίζει η ίδια πώς θα ζήσει μέσα από τις κοινές στοχεύσεις της συλλογικής ταυτότητας, χωρίς την ξένη θηλιά στον λαιμό της.

Όλα αυτά που τώρα τα λέω με λόγια οι γενιές εκείνες τα βιώνανε ως πράξη. Γιαυτό και έγιναν λιοντάρια μπροστά στον εχθρό, γιαυτό μπόρεσαν να μεγαλουργήσουν, και να συντελέσουν όσα θαυμαστά σήμερα διηγούμαστε.

Τι έχουμε διδαχθεί όμως από αυτούς; Ας αναλογιστούμε τι ήθος περνάμε στα παιδιά μας σήμερα. Πόσες φορές στις σχολικές γιορτές μας ακούστηκε το “όχι πια πόλεμος” αντί για το “όχι πια σκλαβιά”; Τι απέγιναν οι εικόνες των ηρώων από τις σχολικές αίθουσες και στους δημόσιους χώρους; Πόση ψυχή έχουν πια οι σχολικές επέτειοι; Πόσο έχουμε συμβιβαστεί με φράσεις στα σχολικά αναγνώσματα του τύπου «Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο. Και εμείς πήγαμε και κρυφτήκαμε στο υπόγειο»; Πόσο έχουμε πάψει να οργιζόμαστε όταν βλέπουμε να βεβηλώνεται και να καίγεται το εθνικό μας σύμβολο; Αυτό που τα μάτια του σώματος το βλέπουν γαλανόλευκο, αλλά τα μάτια της καρδιάς το βλέπουν κόκκινο από το αίμα τόσων ηρώων. Όλα αυτά ας μην μας θλίβουν, ας μην μας γεννούν δυσφορία, αλλά ας μας προβληματίζουν.

Οι ήρωες του ‘40 σημαίνουν πολλά για εμάς. Είναι οι δικοί μας άνθρωποι. Παππούδες, γονείς, συγγενείς. Οι παλαιότεροι ζήσαμε, μεγαλώσαμε μαζί τους. Είναι όλοι οι μαχητές του θρυλικού 33ου Συντάγματος της Φλώρινας, πεσόντες και βετεράνοι, που σημάδεψαν τα παιδικά μας χρόνια. Είναι οι 7 λεοντόκαδροι λεβέντες, που μας φωνάζουν από το μνημείο έξω ακριβώς από την είσοδο αυτού του χώρου. Είναι ο αείμνηστος ήρωας Δημήτρης Λιώτσης, που η ίδια η αίθουσα αυτή όπου βρισκόμαστε είναι δική του δωρεά, το ίδιο και η παιδική χορωδία που σε λίγο θα μας ευφράνει με τις αγγελικές φωνές της, και που έχει την τιμή να φέρει το όνομά του. Καθόμαστε στον ίσκιο τους, αναπνέουμε το χνότο τους. Έγιναν ιδέες και πάθη, κι ορίζουν τη βουλή μας και την πράξη μας. Ας τους μνημονεύουμε και ας τους τιμούμε με φιλότιμο, που σημαίνει ας τους μιμηθούμε. Όχι στα λόγια, αλλά με πράξεις.

Το έπος του 40 όσα χρόνια και αν περάσουν δεν θα ξεθωριάσει. Θα φωτίζει την εθνική μας διαχρονία μαζί με πολλές άλλες κορυφώσεις της συλλογικής μας ψυχής. Θα είναι πάντα εκεί, για να μας παραδειγματίζει, να μας νοηματοδοτεί και να μας διδάσκει, ανεξάρτητα του πόσο άξιοι ή ανάξιοι θα είμαστε για να διδαχθούμε. «Μνήμη του λαού μου, σε λένε Πίνδο, και σε λένε Άθω». Στο ταμείο της ψυχής μας μαζί με το αθάνατο κρασί του 21, θα βρίσκεται εκεί να μας μεθά και το αθάνατο κρασί του ‘40.

Αντί επιλόγου:

Ο αγώνας του λαού μας απέναντι στην βαρβαρότητα, και το αυθεντικά αδούλωτο ήθος που αυτός φανερώνει, μπορούν να συνοψισθούν σε δυο επιγραφές. Γράφηκαν και οι δυο στο χωριό Κάνδανος των Χανίων. (Το χωριό αυτό κατεστράφη εκ θεμελίων από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, ως αντίποινα, αλλά και για εκφοβισμό λόγω της αντιστασιακής δράσης των κατοίκων της περιοχής). Η πρώτη επιγραφή τοποθετήθηκε από τους ίδιους τους κατακτητές αμέσως μετά την καταστροφή:

«διά την κτηνώδη δολοφονίαν Γερμανών αλεξιπτωτιστών, αλπινιστών και του Μηχανικού, από άνδρας, γυναίκας παιδιά και παπάδες μαζί, και διότι ετόλμησαν να αντισταθούν κατά του Μεγάλου Ράιχ, κατεστράφη την 3ην -6-1941 η Κάνδανος εκ θεμελίων, δια να μην επανοικοδομηθή πλέον ποτέ»

Κάμποσα χρόνια αργότερα, και μετά την ανοικοδόμηση του χωριού, η Κρητική θυμοσοφία τοποθέτησε δίπλα της μια δεύτερη επιγραφή:

«Το Γ’Ράιχ δεν υπάρχει πια. Η Κάντανος είναι ακόμα εδώ!»

Η Ελλάς είναι ακόμα εδώ, και θα είναι εδώ. Είναι θέλημα «Θεών τε και Ηρώων». Είναι χρέος στους αγέννητους και στους νεκρούς της. Πάντα ελεύθεροι!