Σελίδες

Τρίτη 20 Μαρτίου 2018

Η παρουσίαση της ποιητικής συλλογής «Τα καθημερινά κρεβάτια» της Μαρίας Κουλούρη

«Τα καθημερινά κρεβάτια»  της Μαρίας Κουλούρη
Σ. Ηλιάδου-Τάχου, Καθηγήτριας Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
Φίλοι και φίλες,
Αυτή τη βραδιά που είναι αφιερωμένη στην ποίηση  μου έρχεται σχεδόν αυτόματα στο νου ο προβληματισμός  του Τ. Έλιοτ, του ποιητή της «Έρημης Χώρας», που σχετίζεται με την ουσία της ποίησης. 







ΚΑΝΕ LIKE ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK! ΚΑΙ ΕΝΗΜΕΡΩΣΟΥ ΑΜΕΣΑΤο ερώτημα που θέτει ο μεγάλος ποιητής μοιάζει απλό, αλλά και μεστό και αφορά στο αν η ποίηση είναι η μορφοποίηση μιας ιδέας ή η ιδεοποίηση  μιας μορφής , αν πρόκειται δηλαδή για τον μετασχηματισμό της μορφής σε ποιητική ουσία. Οπωσδήποτε δεν θα σταθώ στις ποικίλες σχολές που έχουν δώσει η καθεμιά τη δική της απάντηση, εκκινώντας από τη δική της ιδεολογική, ή αισθητική αντίληψη για την ποιητική και την ποίηση. Και δεν θα πάρω θέση ούτε στη ρήση του Σεφέρη « δεν είναι η τέχνη δεν μπορεί της κοινωνίας η μαμή». Γιατί απλούστατα θεωρώ ότι η ποίηση είναι πριν από όλα πρόσληψη, επικοινωνία με μια μορφοποιημένη αισθαντική συγκίνηση που επιλέγει να την επικοινωνήσει ένας δημιουργός, η  οποία όμως, όπως συμβαίνει με κάθε γνήσια έκφραση τέχνης, τον ξεπερνά  ως υποκείμενο και αποκτά δική της υπόσταση, ανθεκτική στη ροή των συγκυριών.
Για αυτό και θα μιλήσω για την ίδια την ποίηση στην οποία ιδέα και μορφή συνυφαίνονται αξεδιάλυτα, ενώ η αισθητική πρόθεση εναρμονίζεται με το κοινωνικό μήνυμα και το υπηρετεί χωρίς αυτά τα δύο να αλληλοαναιρούνται.
Η ποίηση της κυρίας Κουλούρη είναι μια ποίηση αισθαντική, χτισμένη με εικόνες, που εμπεριέχει το μήνυμα, ένα μήνυμα με διακειμενικές αναφορές, που εκφράζει με συνέπεια παρελθοντικούς προβληματισμούς, αλλά αναδύεται κυρίως στο παρόν και αναδεικνύεται σε μια καταγγελία σχεδόν σπαρακτική, που δεν φωνασκεί αλλά υποβάλλεται με αρθρωμένο ποιητικό λόγο, διεκδικώντας το δικό της μερίδιο συμμετοχής στο σύγχρονο κοινωνικό , ιδεολογικό και πολιτικό γίγνεσθαι.
Διαβάζοντας «τα καθημερινά κρεβάτια» συνειδητοποιείς αυτή την δίσημη λειτουργία μορφής-ιδέας, σχεδόν από την αρχή.  Όλοι οι στίχοι ξεκινάν με κεφαλαίο, ίσως για να σημάνουν την σπουδαιότητα της ιδέας. Ωστόσο, στο πλαίσιο της αμφισβήτησης της παραδοσιακής αντίληψης για την στίξη, το ανολοκλήρωτο στον προηγούμενο στίχο νόημα συνεχίζεται στον επόμενο στίχο, με υπέρβαση των κανόνων της στίξης, αφού ο αμέσως επόμενος στίχος εκκινεί επίσης με κεφαλαίο.  Ωστόσο η πρόσληψη του αναγνώστη δεν αναλώνεται στις υπερβάσεις των κανόνων. Το νόημα δεν αγκιστρώνεται ελλειμματικό στον στίχο, κατρακυλά έξω και πέρα από αυτόν και μας κατακλύζει, και μας παρέχει τη δυνατότητα να διαβάσουμε επιτονίζοντας με βάση τους δικούς μας κώδικες τις φράσεις, ψαύοντας ανάμεσα στις λέξεις, βάζοντας τις δικές μας τελείας, συναντώντας τα δικά μας βιώματα με την ευαισθησία της ποιήτριας.
      Μέσα από τη δική μας διαχείριση μορφής και νοήματος, στίξεων, αποσιωπήσεων και ανακλήσεων, όλα φαντάζουν γοητευτικά προσβάσιμα και αφαιρετικά απροσπέλαστα. Σιγά-σιγά μπαίνουν μέσα μας όλα λέξη-λέξη, συνθέτουν τον αφηγηματικό  εικαστικό καμβά , και μεταφέρουν ακατάληπτη και ακατάλυτη την ουσία της ποιητικής. Το νόημα χτίζεται μετά  την απελευθέρωση των συνειρμών με λέξεις, οι εικόνες συνυπάρχουν με τις λέξεις, γίνονται κατασκευές λεκτικών μορφών που κωδικοποιούνται σε υπερρεαλιστικά σχήματα. Η αυτόματη γραφή υποβάλλει χωρίς να κωδικοποιεί σε γνωστικούς κανόνες μια βιωμένη εμπειρία που παράγει συναισθήματα. Συναισθήματα που κατασταλάζουν, μορφοποιούνται, αναδύονται , έχουν διάρκεια, αλλά δεν κακοφορμίζουν, δεν αλλοιώνονται, δεν μετασχηματίζονται. Μένουν εκεί , ώσπου έρχονται άλλα, εξίσου δυναμικά και επικάθηνται χωρίς να τα καταλύουν. Η ανάγνωση πορεύεται αποδεσμεύοντας αυτά τα συναισθήματα, που μας πληγώνουν, μας καθορίζουν,  μας ντύνουν καθώς μπαίνουμε μέσα τους.
Το πρώτο ποίημα της συλλογής  αναφέρεται στα προσφυγόπουλα,. Η αφήγηση χτίζεται στο παρόν, αφού  υπάρχουμε «εμείς» που «αχνίζουμε το γάλα και στρώνουμε τα δένδρα» αλλά παράλληλα λειτουργεί και το ποιητικό υποκείμενο που λέει εγώ , αυτό που δρα «ποτίζοντας τις λάσπες». Η μορφοποίηση των διαστάσεων της προσφυγιάς πορεύεται μέσα από την εικαστική ανάπλαση ενός τοπίου ανάμεσα στα δάση όπου κοιμούνται αθώα παιδιά, εικόνα στην οποία η αθωότητα σημαίνεται με την φράση «μορφές της άγνοιας με δάχτυλα στο στόμα. Τα παιδιά είναι  γυμνά –κάθε πρωινό φοράν τα μάτια τους-, χωρίς σκεπάσματα-έπειτα στρώνουμε τα δέντρα, διπλώνουμε το χώμα.  Εδώ ο αναγνώσιμος κώδικας, αυτός που αποκαλύπτει την αβελτηρία και τον αδόκητο εφησυχασμό του κοινωνικού περίγυρου  βρίσκεται στην κραυγαλέα υποκατάσταση του τριτοπρόσωπου αφηγητή  που λέει «τα παιδιά κοιμούνται» από το α πληθυντικό που αποτελεί την εκφορά της μάζας «έπειτα στρώνουμε τα δέντρα, διπλώνουμε το χώμα. Η σημειολογία της συγκάλυψης και της  δικής μας  απενοχοποίησης ηχεί εκκωφαντικά και απύθμενα έωλη.  Και η δραματοποίηση της ανέξοδης και μαζί αδιέξοδης φυγής από την ανθρώπινη ευθύνη συνεχίζεται στην επόμενη στροφή, συμπεριλαμβάνοντας και το ποιητικό υποκείμενο σε έναν δραματοποιημένο λόγο με διαστάσεις αυτοσαρκασμού: εκείνος που λέει εγώ αρκείται στο να χτίσει θεμέλια στην άμμο, να κατασκευάσει σταθμούς φυγής με σάλιο και χώμα. Ένα ατέλειωτο δίχτυ τεχνητών προφάσεων ετεροκαθορισμών, εθελούσιας τύφλωσης, οδηγούν τον κόσμο μας σε πνευματικό αυνανισμό και διανοητικό αυτοχειριασμό. Μόνος στο τοπίο ο προφήτης , άμυαλος, τραυματισμένος μέσα του, απανθρωποποιημένος, αυτοακυρωμένος. Ο φακός εστιάζει στη συνέχεια στα παιδιά που παγώνουν, στα δάση που αδειάζουν για να γίνουν χώροι στέγασης, τόσοι όσο οι ρίζες των δέντρων, έσχατα σημεία αναφοράς σε ένα τοπίο ψευδαισθήσεων και απαξίωσης του ανθρώπου.
   Το δεύτερο ποίημα  σημαίνεται με έναν ευρηματικό τίτλο «θα ναι όχι, έτσι δομημένα χωρίς στίξη. Πρόκειται για την άρνηση και την κατάφαση μαζί μιας επικείμενης προσδοκίας ή για την αλληλοαναίρεση της δια της ισοδυναμίας των αντιθέτων; Η πρώτη προσδοκία συνυφαίνεται με την διεκδίκηση του τόπου από εκείνους στους οποίους η συγγραφέας επιλέγει να απευθυνθεί με την αμεσότητα του β πληθυντικού προσώπου ‘τουλάχιστον σε αυτό το μέρος που ονομάσατε τόπο  και πατήσατε το πόδι σας, με όλο το βάρος του ίχνους. Τόσο γερά που λύθηκαν οι κόμποι κι άρχισαν τα δοκάρια να μιλάνε φράσεις ασύμβατες. {θα ναι όχι} συμπληρώνω.
      Επιτρέψτε μου εδώ να ακούσω με τη συνειρμική αναφορά των λέξεων τόπος, πρόσφυγας, πόνος  τους στίχους  από τον Τελευταίο Σταθμό του Σεφέρη «Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς. Ίσως και να ’θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει 70 να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού, καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες. Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο, και τον βλέπεις είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες και νύχτες είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές, ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν• 80 ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας λεύγες και λεύγες• ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Το τρίτο ποίημα μορφοποιείται μέσα από την διαλεκτική αντίστιξη του εμείς και του εσείς. Εμείς είμαστε έγκλειστοι, στατικοί, βολεμένοι, . Εσείς ψάχνετε, ταξιδεύετε, , πάντα «παντοπόροι άποροι» όπως γράφει ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη.
 Και πάω αμέσως μετά στον διάλογο με τα καβαφικά τείχη εκεί όπου η συγγραφέας γράφει: Χωρίς απόφαση για η θέση εντός του τοίχου ή έξω από τη ζωή. Εδώ ακούω τον Καβάφη: χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη. Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ. Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη• διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον. A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω. Όσο και αν το συγκείμενο αλλάζει στη βάση είναι η ίδια σκέψη του έγκλειστου, του αποκομμένου από τη ζωή. Ο εγκλεισμός στους Καβαφικούς στίχους είναι ανεπαίσθητος, στην περίπτωση των προσφύγων έγινε χωρίς απόφαση. Το αποτέλεσμα όμως είναι το ίδιο.
         Το ίδιο σημαντικός είναι ο διάλογος με την καβαφική ποίηση στο επόμενο ποίημα. «Ορατοί και ποτε αόρατοι περνάτε από το δωμάτιο στους τοίχους..»  ανακαλεί στη μνήμη μου τους πρώτους στίχους από το Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον : «Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακουσθεί αόρατος θίασος να περνά με μουσικές εξαίσιες..»
        Το τέταρτο ποίημα έχει τίτλο « Να ακούς το σώμα» και φέρνει στη μνήμη το καβαφικό «Θυμήσου σώμα..» και αναφέρεται στην ατέλειωτη πορεία των προσφύγων, στην πείνα, τις κακουχίες τις στερήσεις. Για την ποιήτρια η προσχηματική ελλειμματική συμπαράσταση, η ανέξοδη λύπη, η ανώφελη προσευχή, η κενή πίστη είναι τα μόνα σημάδια του εξαχρειωμένου κόσμου μας.
 Το τελευταίο ποίημα είναι πιο αισιόδοξο. Ο ποιητής αίρεται σε προφήτη μιας αισιόδοξης ενατένισης του μέλλοντος. Μόνο που η αισιοδοξία αναδύεται ως ο καρπός μια τραυματικής αυτοσυνειδησίας. Το μήνυμα είναι δεοντολογικα διατυπωμένο: ο κόσμος μπορεί και πρέπει να σέβεται τον ύπνο των μικρών παιδιών στα μονοπάτια τη ιστορίας. Αλλιώς ο κόσμος μας πεθαίνει. Γιατί όπως λέει ο «πεθαίνουμε όταν πεθαίνουν οι θεοί μας’., οι αξίες της ανθρωπιάς που στήριξαν την πορεία του ανθρώπου στον χρόνο.  Και εδώ το ποίημα ξεκινά με το «έτσι που ξέχασα να τραυλίζω άρχισε η μνήμη τα οράματα» που θυμίζει τη φράση στην καβαφική Ιθάκη: Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν. Και τελειώνει με τον στίχο και αν στέκομαι στο χείλος του βίου δεν είναι γιατί αντέχω το βάρος. Είναι γιατί τελείωσε το χώμα και που να μπουν οι λέξεις,  φράση που μας πάει στον σεφερικό στίχο από τον τελευταίο σταθμό Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη  δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή γιατί είναι αμίλητη και προχωράει• Στάζει τη μέρα στάζει στον ύπνο μνησιπήμων πόνος.
       Κλείνοντας θέλω να τονίσω ότι ο διακειμενικός εξοπλισμός δίνει βάθος στην ποίηση καθώς ο νεότερος ποιητής διαλέγεται με τον παλιότερο. Και όπως  γράφει ο Σεφέρης στις Δοκιμές του «οι κακοί ποιητές μιμούνται, οι έξυπνοι κλέβουν» και το μετουσιώνουν σε πνοή ποιητική θα πρόσθετα εγώ.
Κάτι που κάνει εξαιρετικά πετυχημένα στα καθημερινά κρεβάτια η κυρία Κουλούρη.