Η δυνατότητα για δημιουργία ενός ενιαίου φορέα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στη Δυτική Μακεδονία, με τη συνένωση του Πανεπιστημίου και του ΤΕΙ, αποτελεί πρόκληση για την εξέλιξη της ανώτατης εκπαίδευσης στην περιοχή. Και τούτο, επειδή θα έχει ως συνέπεια την αύξηση στην παραγωγή ακαδημαϊκής γνώσης, με αντανάκλαση στην κοινωνία και την περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας εν γένει.
Ένας στρατηγικός σχεδιασμός που θα βασίζεται στην ανθρώπινη λογική και εφευρετικότητα, αλλά και σε μια ευρεία και συνολική αντίληψη για τις ακαδημαϊκές και αναπτυξιακές ανάγκες του παρόντος, θα έπρεπε να λάβει υπόψη τουλάχιστον τα εξής: την ιδιαίτερη ανθρωπογεωγραφία της Δυτικής Μακεδονίας, τα ζητήματα ανταγωνιστικότητας που γεννά η γειτνίαση του ιδρύματος με μεγάλα και ισχυρά πανεπιστήμια (σε Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα και Βόλο), αλλά και τις γεωπολιτικές εξελίξεις που σημειώνονται στην παρούσα χρονική συγκυρία.
Από τη συνένωση των δύο ιδρυμάτων αναμένονται πλεονεκτήματα, τα οποία μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:
Μεγαλύτερη συμπληρωματικότητα μεταξύ της ακαδημαϊκής θεωρίας και των εφαρμογών της
Διευρυμένες συνέργειες και δράσεις συνεργασίας μεταξύ των διδασκόντων
Περισσότερη και πλουσιότερη διαθεματικότητα κατά την ανάπτυξη ερευνητικών δράσεων
Ευέλικτα Προγράμματα Σπουδών με περισσότερα μαθήματα Ελεύθερης Επιλογής για τους φοιτητές
Ακαδημαϊκή εξωστρέφεια, με περισσότερες δυνατότητες ανάπτυξης Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων
Μεγαλύτερη κινητικότητα διδασκόντων και φοιτητών στο πλαίσιο του ERASMUS
Περισσότερες δυνατότητες συμμετοχής σε διαγωνισμούς καινοτομιών
Βελτίωση της ελκυστικότητας του νέου ιδρύματος από τους υποψήφιους φοιτητές, με μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα την αύξηση των βάσεων εισαγωγής τους
Αύξηση των θέσεων διδακτικού και εργαστηριακού προσωπικού
Καλύτερη αξιοποίηση κτηριακών και τεχνικών υποδομών στη διδασκαλία και τη διοίκηση
Καλύτερη διοικητική οργάνωση και μοίρασμα διοικητικής εμπειρίας
Υψηλότερο επιστημονικό κύρος και ακαδημαϊκό εκτόπισμα στις επιστημονικές έρευνες και εργασίες
Περισσότερες και διευρυμένες δυνατότητες στη λειτουργία των εργαστηρίων
Δημιουργία κινήτρων για επαγγελματική μάθηση και ανάπτυξη των εργαζομένων στο νέο ίδρυμα (άμιλλα)
Ανάπτυξη δυναμικής για την ανανέωση του προσωπικού
Μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα στην ελληνική και διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα.
Τα ρίσκα που διακυβεύονται, από την άλλη μεριά, μπορούν να τεθούν σε έλεγχο εφόσον αναγνωρισθεί η αναγκαιότητα του εγχειρήματος από την ακαδημαϊκή κοινότητα και αξιοποιηθεί με αποφασιστικότητα η βούληση για την επιτυχή υλοποίηση ενός ορθολογικού σχεδιασμού. Εδώ η εφευρετικότητα των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας, η οικοδόμηση αμοιβαίας εμπιστοσύνης, η ανάπτυξη διάθεσης για συνεργασία και η επίδειξη επαγγελματικού ήθους θα θέσουν τις βάσεις για την επίτευξη του κοινού στόχου. Είναι επιπλέον αναγκαίο να υπάρξει η απαραίτητη υποστήριξη σε προσωπικό με νέες θέσεις εργασίας από το ΥΠΠΕΘ, αλλά και η έμπρακτη συμπαράσταση από την τοπική κοινότητα και τους εμπλεκόμενους φορείς. Απαραίτητες προϋποθέσεις για να επιτευχθούν όλα αυτά είναι η εξισορρόπηση μεταξύ των υφιστάμενων αντιφατικών δυνάμεων στους κόλπους του νέου ιδρύματος και η ανάληψη ατομικής και συλλογικής ευθύνης απέναντι στη πρόκληση.
Είμαστε πεπεισμένοι ότι υπάρχει δυναμικό που τολμά να βλέπει με αισιοδοξία τη δυνατότητα συνένωσης των δύο ιδρυμάτων με προσανατολισμό το μέλλον. Το δυναμικό αυτό είναι και πρόθυμο να συνεισφέρει στην επιτυχία του οράματος. Αρκεί η υλοποίησή του να γίνει με όρους που θα διασφαλίζουν την ακαδημαϊκή ποιότητα, την ισονομία και τη διοικητική αυτοτέλεια του νέου ιδρύματος.
Αικατερίνη Δημητριάδου
Κοσμήτορας της Παιδαγωγικής Σχολής
Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
Καθηγήτρια Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης
Ένας στρατηγικός σχεδιασμός που θα βασίζεται στην ανθρώπινη λογική και εφευρετικότητα, αλλά και σε μια ευρεία και συνολική αντίληψη για τις ακαδημαϊκές και αναπτυξιακές ανάγκες του παρόντος, θα έπρεπε να λάβει υπόψη τουλάχιστον τα εξής: την ιδιαίτερη ανθρωπογεωγραφία της Δυτικής Μακεδονίας, τα ζητήματα ανταγωνιστικότητας που γεννά η γειτνίαση του ιδρύματος με μεγάλα και ισχυρά πανεπιστήμια (σε Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα και Βόλο), αλλά και τις γεωπολιτικές εξελίξεις που σημειώνονται στην παρούσα χρονική συγκυρία.
Από τη συνένωση των δύο ιδρυμάτων αναμένονται πλεονεκτήματα, τα οποία μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:
Μεγαλύτερη συμπληρωματικότητα μεταξύ της ακαδημαϊκής θεωρίας και των εφαρμογών της
Διευρυμένες συνέργειες και δράσεις συνεργασίας μεταξύ των διδασκόντων
Περισσότερη και πλουσιότερη διαθεματικότητα κατά την ανάπτυξη ερευνητικών δράσεων
Ευέλικτα Προγράμματα Σπουδών με περισσότερα μαθήματα Ελεύθερης Επιλογής για τους φοιτητές
Ακαδημαϊκή εξωστρέφεια, με περισσότερες δυνατότητες ανάπτυξης Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων
Μεγαλύτερη κινητικότητα διδασκόντων και φοιτητών στο πλαίσιο του ERASMUS
Περισσότερες δυνατότητες συμμετοχής σε διαγωνισμούς καινοτομιών
Βελτίωση της ελκυστικότητας του νέου ιδρύματος από τους υποψήφιους φοιτητές, με μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα την αύξηση των βάσεων εισαγωγής τους
Αύξηση των θέσεων διδακτικού και εργαστηριακού προσωπικού
Καλύτερη αξιοποίηση κτηριακών και τεχνικών υποδομών στη διδασκαλία και τη διοίκηση
Καλύτερη διοικητική οργάνωση και μοίρασμα διοικητικής εμπειρίας
Υψηλότερο επιστημονικό κύρος και ακαδημαϊκό εκτόπισμα στις επιστημονικές έρευνες και εργασίες
Περισσότερες και διευρυμένες δυνατότητες στη λειτουργία των εργαστηρίων
Δημιουργία κινήτρων για επαγγελματική μάθηση και ανάπτυξη των εργαζομένων στο νέο ίδρυμα (άμιλλα)
Ανάπτυξη δυναμικής για την ανανέωση του προσωπικού
Μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα στην ελληνική και διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα.
Τα ρίσκα που διακυβεύονται, από την άλλη μεριά, μπορούν να τεθούν σε έλεγχο εφόσον αναγνωρισθεί η αναγκαιότητα του εγχειρήματος από την ακαδημαϊκή κοινότητα και αξιοποιηθεί με αποφασιστικότητα η βούληση για την επιτυχή υλοποίηση ενός ορθολογικού σχεδιασμού. Εδώ η εφευρετικότητα των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας, η οικοδόμηση αμοιβαίας εμπιστοσύνης, η ανάπτυξη διάθεσης για συνεργασία και η επίδειξη επαγγελματικού ήθους θα θέσουν τις βάσεις για την επίτευξη του κοινού στόχου. Είναι επιπλέον αναγκαίο να υπάρξει η απαραίτητη υποστήριξη σε προσωπικό με νέες θέσεις εργασίας από το ΥΠΠΕΘ, αλλά και η έμπρακτη συμπαράσταση από την τοπική κοινότητα και τους εμπλεκόμενους φορείς. Απαραίτητες προϋποθέσεις για να επιτευχθούν όλα αυτά είναι η εξισορρόπηση μεταξύ των υφιστάμενων αντιφατικών δυνάμεων στους κόλπους του νέου ιδρύματος και η ανάληψη ατομικής και συλλογικής ευθύνης απέναντι στη πρόκληση.
Είμαστε πεπεισμένοι ότι υπάρχει δυναμικό που τολμά να βλέπει με αισιοδοξία τη δυνατότητα συνένωσης των δύο ιδρυμάτων με προσανατολισμό το μέλλον. Το δυναμικό αυτό είναι και πρόθυμο να συνεισφέρει στην επιτυχία του οράματος. Αρκεί η υλοποίησή του να γίνει με όρους που θα διασφαλίζουν την ακαδημαϊκή ποιότητα, την ισονομία και τη διοικητική αυτοτέλεια του νέου ιδρύματος.
Αικατερίνη Δημητριάδου
Κοσμήτορας της Παιδαγωγικής Σχολής
Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
Καθηγήτρια Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης