Σ.
Ηλιάδου-Τάχου, Καθηγήτριας Νέας Ελληνικής Ιστορίας Πανεπιστημίου Δυτικής
Μακεδονίας
Γνώρισα
την Βιολέτα όταν έκανα τα πρώτα μου βήματα στην ιστορική έρευνα μέσα από το
βιβλίο που η ίδια συνέγραψε για την «Συμβολή του Μοναστηρίου Πελαγονίας».
Ύστερα ήρθα σε επαφή με την ίδια, όταν διενεργούσα έρευνα στο Κέντρο Έρευνας του Μουσείου Μακεδονικού
Αγώνα, στο πλαίσιο της διδακτορικής μου διατριβής. Η Βιολέτα ήταν από τότε γνωστή και αποδεκτή στον
ευρύτερο ακαδημαϊκό χώρο ως μέλος του Συλλόγου
Φίλων του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα και ως Πρόεδρος του Συνδέσμου Μοναστηριωτών Θεσσαλονίκης «Η Καρτερία». Η
συνάντησή μας ήταν καθοριστική για τα ερευνητικά μου ενδιαφέροντα: μου ζήτησε
να εστιάσω στην ιστορική έρευνα που
αφορά στην ευρύτερη περιοχή της Πελαγονίας και μου πρόσφερε στήριξη στην
επικοινωνία μου με τον Καθηγητή του Πολυτεχνείου του ΑΠΘ Νιτσιώτα, ο οποίος μου
προμήθευσε πολύτιμο αρχειακό υλικό για τα βιβλίο=α μου που αφορούν στο Κρούσοβο
και στο Μοναστήρι..
Στην
πορεία του χρόνου συναντηθήκαμε πολλές φορές σε συνέδρια, κλήθηκα από την ίδια
να μιλήσω για το αντικείμενο της έρευνάς μου στην Εταιρεία Μακεδονικών σπουδών,
ανέλαβε να παρουσιάσει βιβλία μου, πήρα
μέρος σε ταξίδια-προσκυνήματα που η ίδια διοργάνωσε στο Πατριαρχείο, στο
Μοναστήρι, στο Κρούσοβο και σε άλλα
κέντρα ελληνικής ιστορικής παρουσίας και παιδείας. Η φιλία μας ήταν ουσιαστική,
παρά την ηλικιακή διαφορά που μας χώριζε και τις όποιες διαφωνίες μας για το
περιεχόμενο της ιστορίας και οι συνομιλίες μας είχαν διάρκεια και συχνότητα.
Για
μένα όμως η Βιολέτα ήταν μια διαρκής υπήρξε πέρα από όλα μια ενσυνείδητη, συχνή
και σημαντική παρουσία στο Μοναστήρι και στην ευρύτερη περιοχή του: οργάνωνε τα
ελληνικά Φροντιστήρια, ξεναγούσε ομάδες επισκεπτών στην πόλη, φιλοξενούσε
μαθητές από το Μοναστήρι που σπούδαζαν στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Με τον
τρόπο της είχε δώσει πολλά χρόνια πριν απαντήσεις στο Μακεδονικό Ζήτημα: για
αυτήν ακόμα και η Άνω Μακεδονία, η
περιοχή δηλαδή της Πελαγονίας ήταν χώρος
κυρίαρχης ελληνικής πολιτισμικής
έκφρασης.
Ειδικότερα
το σύνθημα «Καρτερία» των παλιότερων γενεών Μοναστηριωτών, το οποίο η ίδια είχε
ενστερνιστεί ως υπέρτατη αξία ζωής,εμπεριείχε για αυτήν την ελπίδα για
επανεγκατάσταση στις πατρογονικές εστίες. Μόνο που για αυτήν η «Καρτερία»
αποτελούσε στάση ζωής, δεν ήταν παθητική: προϋπέθετε τον αγώνα για την
συντήρηση της συλλογικής μνήμης όλων εκείνων που είχαν καταφύγει ως πρόσφυγες
στην Ελλάδα, αλλά και την υποχρέωση να στηριχτούν όλοι εκείνοι που έμειναν στο
Μοναστήρι, έτσι ώστε να συντηρήσουν την ελληνική τους ταυτότητα και να την
εκφράσουν.
Και
προς την κατεύθυνση αυτή είχε αφιερώσει όλη τη ζωή της. Πολλά παιδιά από το Μοναστήρι της χρωστάν πάρα πολλά: την γνώση
της ελληνικής γλώσσας, τις διακοπές σε κατασκηνώσεις στην Ελλάδα, την αγάπη για
την Ελλάδα, τις πανεπιστημιακές σπουδές τους, τις μεταπτυχιακές σπουδές
τους.Αλλά και πολλοί Έλληνες από το Μοναστήρι την είδαν να παλεύει στην πρώτη
γραμμή για τα δικαιώματά τους, για τους τάφους των προγόνων τους, για την
έκφραση της θρησκευτικής και πολιτισμικής τους ταυτότητας, για τις
συσσωματώσεις τους. Της οφείλουν ανάμεσα στα άλλα την φιλική υποδοχή τους στις
εκδηλώσεις του Συλλόγου Μοναστηριωτών στη Θεσσαλονίκη και τη φιλοξενία τους
στην Εταιρεία Μακεδονικών σπουδών. Γαριατί η Βιολέτα είχε στήσει μια στερεή
γέφυρα ανάμεσα στους Έλληνες της Πελαγονίας και στους Μοναστηριώτες του
ελληνικού χώρου. Μια γέφυρα συναισθηματική, ψυχολογική, πολιτισμική.
Την
είδα για τελευταία φορά το καλοκαίρι στη Φλώρινα. Μου τηλεφώνησε ότι ήταν εδώ
και πήγα να την δω στο ξενοδοχείο της. Μιλήσαμε
ώρες πολλές. Ήταν ανήσυχη για το Μακεδονικό, για τα Βαλκάνια, για το μέλλον.
Φεύγοντας με αποχαιρέτησε λίγο διαφορετικά: την ρώτησα αν και πότε θα ξαναρχόταν. Με κοίταξε λίγο θλιμμένα και δεν μου
απάντησε. Διέκρινα τότε για πρώτη φορά
ότι στηριζόταν σε μπαστούνι. Κάτι μέσα μου έσπασε. Απομακρύνθηκα χωρίς να της
το φανερώσω. Διαισθανόταν άραγε αυτό που ερχόταν; Από δω και πέρα κάθε φορά που
θα πηγαίνω στο Μοναστήρι θα την ανακαλώ
στη μνήμη μου και θα της αφιερώνω τους στίχους του Γ. Σεφέρη από το Ποίημα του
«Ο βασιλιάς της Ασίνης»:
«Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις
πέτρες κι αναρωτιέται
υπάρχουν άραγε ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές, τις ακμές, τις αιχμές,
τα κοίλα και τις καμπύλες, υπάρχουν
άραγε εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής, του αγέρα και της φθοράς,
υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα
της στοργής εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας;»
Και η απάντηση θα είναι μία:
Το Μοναστήρι θα μιλάει για την Βιολέτα, κατά τον
γυμνασιάρχη Μοναστηρίου Ν. Τσούλκα«Εν λίθοιςφθεγγομένοις και μνημείοιςσωζομένοις»!!!