Σελίδες

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2019

Η μπάντα των ανταρτών

   Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης
Το καλοκαίρι του 1947, οι αντάρτες είχαν εδραιωθεί στην περιοχή της Πρέσπας. Η περιοχή αυτή και μέχρι το Πισοδέρι ήταν υπό την εξουσία τους. Οι μάχιμες μονάδες τους μετά από κάποιες επιχειρήσεις επέστρεφαν στην Πρέσπα, για ξεκούραση λίγων ημερών. Εκεί βέβαια ήταν και τα ιατρεία τους και τα νοσοκομεία, αλλά και τα έμπεδα των νεοσυλλέκτων.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">



ΚΑΝΕ LIKE ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK! ΚΑΙ ΕΝΗΜΕΡΩΣΟΥ ΑΜΕΣΑ
       Η 18η Ταξιαρχία των ανταρτών, με πρωτοβουλία του Καπετάν Αμύντα, είχε οργανώσει, από το 1947, μια ορχήστρα με λαϊκούς οργανοπαίκτες από τα χωριά, Τύρνοβο, Τρίγωνο, Πράσινο, Μπούφι και το Πισοδέρι. Τα μουσικά τους όργανα ήταν κλαρίνα, κορνέτες,  τρομπέτες και τύμπανα. Οι οργανοπαίκτες δεν ήταν μάχιμοι. Αυτοί είχαν αναλάβει να οργανώνουν χορούς στις πλατείες των χωριών και σε ξέφωτα.  Οι χοροί ήταν κυκλικοί, αυτοί της περιοχής μας. Με αυτόν τον τρόπο διασκέδαζαν και ψυχαγωγούνταν οι μάχιμοι αντάρτες. Τους οργανοπαίκτες τους χρησιμοποιούσαν και στην στρατολόγηση νέων ανταρτών. Έφευγαν οι νέοι και νέες από τα χωριά τους με τοπικές  μελωδίες, που τους εμψύχωναν, αλλά και τους έδιναν την εντύπωση ότι πηγαίνουν σε πανηγύρι. Με την πάροδο του χρόνου οι οργανοπαίκτες έγιναν 24 και μάθαιναν και νότες, και εμβατήρια. Είχε γίνει μια κανονική μπάντα νε πνευστά όργανα και τύμπανα. Η μπάντα όμως δεν παρέμεινε στην 18η Ταξιαρχία, αλλά πέρασε στο Γενικό Αρχηγείο, από το οποίο έπαιρνε διαταγές.
      Οι μάχιμοι αντάρτες, όταν το κρύο ήταν ανυπόφορο στα βουνά, για να ζεσταθούν χόρευαν «κότσαρι». Πιάνονταν από τους ώμους και σχημάτιζαν έναν κλειστό κύκλο και με τα κεφάλια προς το έδαφος χόρευαν ζωηρά τραγουδώντας, χωρίς μουσικά όργανα «Κώτσαρι το λέγανε και όλοι τον χορεύανε, κοτς – κοτς - κοτσαρί…». Ήταν ο μόνος τρόπος να ζεσταθούν και μετά να κοιμηθούν στο χιόνι.
      Την 12η Φεβρουαρίου 1949, όταν επιτέθηκαν οι αντάρτες στην πόλη της Φλώρινας, και η μπάντα είχε κάποιο ρόλο στην όλη επιχείρηση. Οι 24 οργανοπαίκτες με καθαρές στολές και γυαλισμένα μουσικά όργανα ακολούθησαν τους μάχιμους αντάρτες και έφτασαν μέχρι τον Άγιο Μάρκο, όπου περίμεναν διαταγές. Αρχιμουσικός ήταν ο Ηλίας Καραθύμιος, που έπαιζε εξαιρετικά κλαρίνο και ήταν από το χωριό Πράσινο. Η μπάντα προχώρησε πιο πέρα και έφτασε στην πλαγιά πάνω από την Φλώρινα, στην μεριά του Νοσοκομείου. Οι διαταγές όμως ποτέ δεν ήρθαν και με την εμφάνιση των αεροπλάνων των κυβερνητικών δυνάμεων, η μπάντα επέστρεψε στην Πρέσπα, όσοι βέβαια γλύτωσαν από τα πολυβόλα των αεροπλάνων.
     Οι οργανοπαίκτες είχαν διαταγή από το Αρχηγείο των ανταρτών να παίζουν το «Ζα μπόρμπα» στους κεντρικούς δρόμους της Φλώρινας, όταν θα εισχωρούσαν στην πόλη τα μάχιμα τμήματα των ανταρτών.   Το τραγούδι «Ζα μπόρμπα», που σημαίνει «για τον αγώνα», ήταν ένα σλάβικο παρτιζάνικο τραγούδι. Το τραγουδούσαν και οι αντάρτες του Τίτο και οι αντάρτες του ΣΝΟΦ την περίοδο της γερμανικής Κατοχής στην Ελλάδα. Το σλάβικο αυτό τραγούδι φανερώνει πολλές από τις προθέσεις του ΚΚΕ, το οποίο τον Ιανουάριο του 1949 με την 5η Ολομέλεια που έλαβε χώρα στο χωριό Ψαράδες των Πρεσπών, αναγνώρισε σλαβομακεδονική εθνότητα και αυτονόμηση  της Μακεδονίας. Το ΚΚΕ έκανε αυτές τις ενέργειες επειδή οι μισοί αντάρτες ήταν Σλαβόφωνοι, και τους οποίους ήθελε να ικανοποιήσει. Το 1956, το ΚΚΕ αναίρεσε τις αποφάσεις  της 5ης Ολομέλειας.
     Μετά την ήττα των ανταρτών η μπάντα διαλύθηκε. Άλλοι είχαν σκοτωθεί, άλλοι έφυγαν στις ανατολικές χώρες και μερικοί παραδόθηκαν στον Εθνικό Στρατό. Άσχημο τέλος είχε και ο Ηλίας Καραθύμιος, ο αρχιμουσικός, που λιποτάχτησε για να περάσει στην Γιουγκοσλαβία. Συνελήφθη και με εντολή του Βλαντά εκτελέστηκε, λίγο πριν την λήξη του πολέμου. Ο Ηλίας Καραθύμιος ήταν ένα ψηλός, λεπτός και καλόκαρδος άνδρας, που αγαπούσε την μουσική και το κλαρίνο του.
  Ο Εμφύλιος πόλεμος τελείωσε και πριν το τέλος του η μπάντα ή η φανφάρα όπως την έλεγαν είχε διαλυθεί με διαταγή του Αρχηγείου και οι οργανοπαίκτες παράτησαν τα μουσικά όργανα και πήραν όπλα για να πολεμήσουν στις τελευταίες μάχες.
                                                                                                 Δημήτρης Μεκάσης
                                                                                               

Μάχιμοι αντάρτες (αριστερά) και κοπέλες της πολιτοφυλακής (δεξιά)  διασκεδάζουν χορεύοντας