Ο τόπος μας είναι η ταυτότητά μας. Είναι η παρουσία μας στο χρόνο. Η αφετηρία κι η επιστροφή μας. Δεν είναι μόνο ότι ο τόπος μάς ακολουθεί. Είναι ότι καθορίζει αυτό που είμαστε, αυτό που μάθαμε να είμαστε, κι αυτό που θέλουμε να γίνουμε.
Σ’ ένα παγκόσμιο σύμπαν που παρασύρει τα πάντα στο όνομα του κοινού καλού, ποιος στ’ αλήθεια νοιάζεται για τη μικρή εκείνη κουκίδα στο χάρτη, που λέγεται Δυτική Μακεδονία; Κι ο χρόνος τρέχει και πάλι τα ίδια. Λόγια, ιδέες, προτάσεις, προθέσεις κι αντιθέσεις –πάντα αντιθέσεις-, πέφτουν στο τραπέζι της αδιαπραγμάτευτης αλήθειας. Πως όλα αλλάζουν, κι εμείς δεν είμαστε έτοιμοι ν’ αλλάξουμε. Δεν ξέρουμε σε τι να μεταμορφωθούμε. Οι μεν, που δεν τους καίγεται καρφί, οι δε, που νοιάζονται μονάχα για το «κοινό καλό» του εαυτού τους, οι άλλοι που αργούν, εκείνοι που πάντα διαφωνούν, αυτοί που τρέχουν να εκμεταλλευτούν την «ευκαιρία», οι λίγοι που μάχονται, κι οι πολλοί που αγνοούν… αλίμονο, πάντα οι πολλοί αγνοούν.
«Κι εσύ, Δυτική Μακεδονία μου, που σα μάνα τάιζες ολόκληρη χώρα, μετεωρίζεσαι ανάμεσα στο χθες και το αύριο. Σε λίγα χρονάκια, άραγε τι; Θα απαγγέλουμε μήπως στα άδεια ορυχεία σου την ‘’Έρημη χώρα’’ του Έλιοτ; Ή θα έχουμε πάρει –ω του θαύματος- άλλο δρόμο; Δεν έμαθες, καλή μου, και καμία άλλη τέχνη, κανένα άλλο επάγγελμα, κάτι, για μια δύσκολη στιγμή! Άοπλη, γυμνή και μόνη. Θα βρεθούν άραγε σωτήρες για σένα ή ο σώζων εαυτόν σωθήτω, άμα τη λήξει… και πέφτει η αυλαία ολοταχώς; Στο λέω πάντως, να το ‘χεις κατά νου. Εγώ, κάθε πρωί που ξυπνώ και κάθε βράδυ που αγρυπνώ, ‘I say a little prayer for you’».