Το Ζήτημα του Ονόματος της ΠΓΔΜ
Το ζήτημα του ονόματος της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας δεν είναι απλώς μια διαφορά περί ιστορικών γεγονότων ή συμβόλων. Πρόκειται για τη συμπεριφορά ενός κράτους μέλους των Ηνωμένων Εθνών, της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, η οποία αντιστρατεύεται τις θεμελιώδεις αρχές της διεθνούς έννομης τάξης, και πιο συγκεκριμένα τον σεβασμό της καλής γειτονίας, της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας.Υπό το πρίσμα αυτό, το ζήτημα του ονόματος είναι ένα πρόβλημα με περιφερειακή και διεθνή διάσταση, το οποίο συνίσταται στην προώθηση αλυτρωτικών και εδαφικών βλέψεων εκ μέρους τηςΠρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, με κύριο όχημα την πλαστογράφηση της ιστορίας και την οικειοποίηση της εθνικής και ιστορικής κληρονομιάς της Ελλάδας.
Ιστορικά, ο όρος «Μακεδονία», ο οποίος σημειωτέον είναι ελληνική λέξη, αναφέρεται στο Βασίλειο και τον πολιτισμό των αρχαίων Μακεδόνων, που ανήκουν στο ελληνικό έθνος και αποτελούν αδιαμφισβήτητο κομμάτι της ελληνικής ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ο Στρατάρχης Τίτο είχε βεβαίως πολλούς λόγους να προβεί σε αυτές τις ενέργειες, με κυριότερο την πρόθεσή του να θεμελιώσει μελλοντικές εδαφικές διεκδικήσεις της Γιουγκοσλαβίας στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας και να εξασφαλίσει διέξοδο στο Αιγαίο. Οι βλέψεις του Στρατάρχη Τίτο στην ευρύτερη Μακεδονία είχαν επιβεβαιωθεί ήδη από το 1944, όταν ανήγγειλε δημόσια ότι στόχος του ήταν να επανενώσει «όλα τα τμήματα της Μακεδονίας που διασπάστηκαν το 1912 και 1913 από τους βαλκάνιους ιμπεριαλιστές».
Η Ελλάδα αντέδρασε έντονα στην υποκλοπή της ιστορικής και πολιτιστικής της κληρονομιάς και στις υφέρπουσες εδαφικές και αλυτρωτικές βλέψεις της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίαςκαι το θέμα ήλθε στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο με δύο αποφάσεις του [817(1993) και 845(1993)] συνιστά την εξεύρεση ταχείας διευθέτησης για το καλό των ειρηνικών σχέσεων και της καλής γειτονίας στην περιοχή.
Το 1993, κατόπιν της σύστασης του Συμβουλίου Ασφαλείας, η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας έγινε δεκτή, με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, στα Ηνωμένα Έθνη με αυτήν την προσωρινή ονομασία έως ότου εξευρεθεί μια συμφωνημένη λύση.
• προβάλλοντας μεγαλοϊδεατικές εδαφικές βλέψεις κατά της Ελλάδας, μέσω της απεικόνισης σε χάρτες, σχολικά εγχειρίδια, βιβλία ιστορίας κλπ. ελληνικών εδαφών στην εδαφική επικράτεια μιας «μεγάλης» Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4 και 7.1,
• ενισχύοντας αλυτρωτικές διεκδικίσεις και υποδαυλίζοντας εθνικιστικά αισθήματα εντός της ελληνικής επικράτειας, κατά παράβαση του άρθρου 6.2,
• χρησιμοποιώντας την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας» στους διεθνείς οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένων και των Ηνωμένων Εθνών, στους οποίους έχει προσχωρήσει υπό την προϋπόθεση να χρησιμοποιεί την προσωρινή ονομασία Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, κατά παράβαση της σχετικής δεσμεύσεως που προβλέπει το άρθρο 11.1 (ακόμα και από το βήμα των Ηνωμένων Εθνών ο τότε Πρόεδρος της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας είχε δηλώσει ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης ότι «το όνομα της χώρας μου είναι και θα είναι Δημοκρατία της Μακεδονίας»),
• χρησιμοποιώντας σύμβολα, όπως ο Ήλιος της Βεργίνας, η χρήση των οποίων απαγορεύεται από τη Συμφωνία σύμφωνα με το άρθρο 7.2, καθώς και άλλα σύμβολα που ανήκουν στην ελληνική ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά (μετονομασία αεροδρομίου Σκοπίων σε «Αλέξανδρος Μακεδών», έγερση αγαλμάτων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Φιλίππου, ονομασία οδικού άξονα Χ, κατά το τμήμα του που διέρχεται από την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, ως «Αλέξανδρος ο Μακεδών» κλπ.),
• προβαίνοντας ή ανεχόμενη προκλητικές ενέργειες, οι οποίες υποδαυλίζουν εχθρότητα και φανατισμό, όπως η παραποίηση της ελληνικής σημαίας και η αντικατάσταση του χριστιανικού σταυρού με τη ναζιστική σβάστικα, οι προπηλακισμοί κατά ελληνικών επιχειρήσεων, επιχειρηματιών και τουριστών, κλπ., κατά παράβαση του άρθρου 7.1.
Βασική αρχή κάθε διαπραγμάτευσης μεταξύ κρατών είναι ότι τα εμπλεκόμενα μέρη πρέπει να διαπραγματεύονται με καλή πίστη και εποικοδομητικό πνεύμα και να εξαντλούν κάθε δυνατότητα προκειμένου να καταλήξουν σε συμβιβαστική λύση.
Η Ελλάδα, επιδεικνύοντας το απαιτούμενο εποικοδομητικό πνεύμα, προέβη σε ένα μείζον συμβιβαστικό βήμα, αποδεχόμενη σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό και χρήση έναντι όλων (erga omnes).
Στο πλαίσιο αυτό, κατά τη Διάσκεψη Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, τον Απρίλιο του 2008, τα μέλη της Συμμαχίας αποφάσισαν με συλλογική και ομόφωνη απόφαση ότι θα απευθυνθεί πρόσκληση στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας για ένταξή της εφόσον λυθεί το ζήτημα του ονόματος κατά τρόπο αμοιβαίως αποδεκτό.
Ομοίως από πλευράς ΕΕ, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου 2008, με συλλογική και ομόφωνη απόφασή του, αποφάσισε ότι η λύση του ζητήματος του ονόματος κατά τρόπο αμοιβαίως αποδεκτό αποτελεί θεμελιώδη αναγκαιότητα προκειμένου να γίνουν περαιτέρω βήματα στην ενταξιακή πορεία της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας προς την ΕΕ.
Η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας προσέφυγε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης κατά της Ελλάδας, κατηγορώντας την ότι παραβίασε την Ενδιάμεση Συμφωνία με το αιτιολογικό ότι η ίδια, δήθεν, το 2008, παρεμπόδισε την ένταξή της στο ΝΑΤΟ. Η εξέταση της προσφυγής βρίσκεται σε εξέλιξη και η χώρα μας χρησιμοποιεί την κατάλληλη υπερασπιστική επιχειρηματολογία για την απόρριψη της προσφυγής αυτής.
Στην πραγματικότητα, όμως, η Ελλάδα όχι μόνον δεν αντιτίθεται στην ευρωπαϊκή και ευρω-Ατλαντική προοπτική της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, αλλά αντιθέτως την υποστηρίζει. Με ελληνική συναίνεση η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας απέκτησε καθεστώς υποψηφίας χώρας στην ΕΕ και έφθασε στα πρόθυρα της ένταξης στο ΝΑΤΟ. Επίσης με ελληνική συναίνεση καταργήθηκε το καθεστώς των θεωρήσεων για τους πολίτες της γειτονικής χώρας. Βασική όμως αντικειμενική προϋπόθεση για τη συνέχιση και ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής και ευρω-ατλαντικής πορείας κάθε υποψηφίου κράτους είναι να ασπάζεται και να σέβεται στην πράξη τις θεμελιώδεις αρχές πάνω στις οποίες στηρίζεται ο οργανισμός στον οποίο επιδιώκει την ένταξή του, και ιδίως την αρχή της καλής γειτονίας που αποτελεί τη βάση μιας εταιρικής ή συμμαχικής σχέσης μεταξύ κρατών.
Η Ελλάδα επιθυμεί και επιδιώκει την ταχύτερη δυνατή επίλυση του ζητήματος του ονόματος κατά τρόπο αμοιβαίως αποδεκτό, σαφή και οριστικό, ο οποίος δεν θα δημιουργεί εστίες μελλοντικών τριβών.
Η ελληνική Κυβέρνηση καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή και απόδειξη τούτου αποτελούν οι αλλεπάλληλες επαφές στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο που πραγματοποιούνται με πρωτοβουλία της ελληνικής πλευράς.
Παρά την ύπαρξη του σοβαρού αυτού ζητήματος που επηρεάζει τις σχέσεις των δύο χωρών, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει εξέχουσα οικονομική παρουσία στη γειτονική χώρα, η οποία συμβάλλει ουσιαστικά και σημαντικά στην ανάπτυξή της, με τη δημιουργία θέσεων εργασίας, τη οικοδόμηση υποδομών κλπ.
Η επίλυση του ζητήματος του ονόματος θα άρει ένα σημαντικό σημείο τριβής στις σχέσεις των δύο χωρών και θα επιτρέψει την πλήρη αξιοποίηση του μεγάλου δυναμικού που ενέχει η συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών.