ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΦΛΩΡΙΝΑ..
(απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Σ. Ηλιάδου-Τάχου «αγάπη ή τζιχάντ» Επίκεντρο, 2015)
ΦΑΤΙΜΕ
ΦΛΩΡΙΝΑ, 1906
O καϊμακάμης, ο Ταχσίν Χιλμί, ήταν ψηλός με τετράγωνες πλάτες και ένα μέτωπο καθαρό. Ήταν ντυμένος ευρωπαϊκά, με μια βαθιά γκρίζα ρεπούμπλικα που σκίαζε το βλέμμα του, σταλμένος από τον Γενικό Επιθεωρητή Χουσεΐν Χιλμί πασά, με την ελπίδα πως θα συντελούσε σε έναν ουσιαστικό εκσυγχρονισμό των υποδομών.
Σαν πιστός μουσουλμάνος, έπαιρνε κάθε πρωί τον δρόμο για το τζαμί, κουβαλώντας το αναγκαίο χαλί προσευχής. Βιαζόταν να κάνει την δική του αυτοπραγμάτωση, κουβαλώντας το ταπεινό σαρκίο του μέσα από τα στενά και τα πέτρινα καλντερίμια. Σύχναζε στον τούρκικο καφενέ κοντά στη γωνία, εκεί από όπου ξεκινούσε η συνοικία
των τσουκαλάδων και συζητούσε ατέλειωτες ώρες για την ανάγκη μιας επανάστασης. Πίσω από το καθάριο βλέμμα του, κρυβόταν μια δυνατή θέληση. Είχε το σπάνιο χάρισμα να επιβάλλεται με την πρώτη, και ταυτόχρονα έμοιαζε σκληρός και δίκαιος.
Ο καϊμακάμης αγαπούσε τις γυναίκες, τις ήθελε δικές του, να του χαρίζουν τους χυμούς τους, να τις γεύεται ερωτικά και να τις υποτάσσει. Για αυτό και είχε μια πλούσια ερωτική ζωή, παρά το γεγονός ότι είχε φέρει μαζί του την γυναίκα του την Φατιμέ, μια παχουλή Τουρκάλα με χαρακτηριστικό τσεμπέρι και γαλανό βλέμμα, λίγο ήρεμη, λίγο ανύπαρκτη. Κατοίκησε μαζί της στον τουρκομαχαλά ψηλά στο ποτάμι, σε ένα μακεδονίτικο σπίτι με συμμετρικά παράθυρα και λευκά κουρτινάκια. Τον χειμώνα η Φατιμέ κλεινόταν στον πάνω όροφο και αγνάντευε την κίνηση του Σακουλέβα: μια
κρούστα από πάγο πλανιόταν έναν ολόκληρο μήνα πάνω από τον υδάτινο όγκο του και αιχμαλώτιζε το βλέμμα της. Και έπειτα όταν ο καιρός γινόταν καλύτερος, τα χιόνια έλιωναν και το νερό κατρακυλούσε μέσα από την κοίτη. Ήταν διάφανο και άφηνε να διακρίνεται ο λασπερός πάτος με τις φωλιές των βατράχων.
Όταν το ποτάμι κατέβαζε νερά, την άνοιξη, η ροή τους παράσερνε τα κτίρια που είχαν οικοδομηθεί πολύ κοντά στην παραποτάμια κοίτη. Στην πορεία του νερού όλα γίνονταν ένα συνονθύλευμα από λάσπη που ακολουθούσε τους δρόμους του νερού. Στο διάβα του παράσερνε κομμάτια από ξύλο που έμοιαζαν με κουπιά βάρκας, αχυροσκεπές και κεραμίδια, δέντρα και οικοδομικά υλικά. Απορημένα βλέμματα, δακρυσμένες σκέψεις και μαραμένες προσδοκίες, συνταξίδευαν επιπλέοντας στο νερό, μαζί με τα υλικά ενός εύθραυστου πολιτισμού. Ατέλειωτες προφητείες που προέρχονταν από θυμόσοφους μάντεις και ενορατικές χανούμισσες έκαναν τον γύρο
της πόλης. Και μόνο ο ιμάμης διαλαλούσε την αδάμαστη εξουσία ενός πρωτόγονου Θεού, που βασάνιζε τους αμαρτωλούς υπηκόους του.
Όταν πάλι ο καϊμακάμης κατηφόριζε από τον τουρκομαχαλά προς την αγορά της Τετάρτης, έβλεπε γύρω του ένα πολύβουο πλήθος ανθρώπων καθισμένο σε κοφίνια, σε μαντήλια, ή στο χώμα να απλώνει την πραμάτειά του. Όσο για τον χώρο της αγοράς, εκεί γινόταν η λαϊκή αγορά μια φορά την εβδομάδα, εδώ γίνονταν οι συναθροίσεις των κατοίκων της νέας πόλης και εδώ υπήρχαν όλα τα δημόσια κτίρια. Το παζάρι ήταν μια μεγάλη αλάνα όπου οι αγρότες παραγωγοί έστρωναν στο χώμα τσουβάλια και τοποθετούσαν πάνω τα προϊόντα τους ενώ οι μικροπωλητές και οι παραγωγοί τα αράδιαζαν στα σεργιά. Στο παζάρι ένα πανδαιμόνιο ετερόκλητων ήχων γέμιζε την ψυχή του αγαλλίαση: κότες που ξεσήκωναν με απεγνωσμένα κακαρίσματα, δεμένες από τα πόδια, άλογα που έσειαν την χαίτη και πιλαλούσαν, ταπεινά γαϊδουράκια με την γαλήνη κρεμασμένη στο βλέμμα και πάνω από όλα μια θαυμαστή ποικιλία
μορφών: Τούρκοι με σαρίκι και φέσι, χριστιανές χωρικές με πολύχρωμα τσεμπέρια και ποδιές, χριστιανοί με παντελόνια από μάλλινη τσόχα που ανέδιναν μια βαριά μυρωδιά που έζεχνε ταγκίλα. Κάτω από τη γέφυρα το ποτάμι βαφόταν κατακόκκινο, από το αίμα των ζώων.
Ο Ταχσίν περιφερόταν ανάμεσα σε πωλητές και αγοραστές και εισέπνεε την οσμή που αναδυόταν. Και έπειτα έπαιρνε τον δρόμο για το κονάκι του. Στο κέντρο, εκεί που συναντιόνταν οι δρόμοι που έρχονταν από όλες τις συνοικίες ήταν το σταυροδρόμι. Το σταυροδρόμι φαινόταν στον Ταχσίν Χιλμί σαν συνονθύλευμα άναρχα δομημένων και ετερόκλητων υλικών. Μια νεοκλασική κατασκευή με πόρτα εισόδου που έβγαινε και αντάμωνε τον δρόμο, τετράγωνη και επικυρίαρχη. Στην μια πλευρά της περνούσε ένας στενός δρόμος με σαραβαλιασμένα σπίτια. Πίσω του πρόβαλλε ο μιναρές του κεντρικού τζαμιού. Το τζαμί ήταν ένα ορθογώνιο γωνιακό διώροφο κτίριο με ξύλινες
διακοσμήσεις και πάνω από όλα με έναν ψηλό μιναρέ που έμοιαζε κολλημένος σχεδόν στο δυτικό του άκρο, κάτι σαν συνέχεια της ιστορίας. Όταν έκανε κανείς τον γύρο του ανακάλυπτε σχεδόν με έκπληξη στο πίσω μέρος του μια πλακόστρωτη καθαρή τετράγωνη αυλή, που στη μια της άκρη στέγαζε με ευλάβεια μια σκεπασμένη πηγή. Για να την προσεγγίσει κάποιος έπρεπε να κατέβει πολλά σκαλοπάτια ως το αγιασμένο νερό, που κατά τις ντόπιες δοξασίες θεράπευε τις αρρώστιες. Μετά τη γωνία του δρόμου, προσπερνώντας ο Ταχσίν αντίκριζε πρόχειρες κατασκευές, στημένες ετοιμόρροπες, δίκην πρόχειρων μαγαζιών μπροστά από το τζαμί, που πουλούσαν αρώματα, κονιορτοποιημένο ξύλο σάνταλο, για να αρωματίζονται τα σεντούκια, βότανα που θεράπευαν τις μολύνσεις του δέρματος, αλλά και τους κολικούς, τη διάρροια, τη γαστρεντερίτιδα, το συνάχι και άλλα. Ήταν τόσο πρόχειρα στημένα, τόσο ανήλιαγα που δημιουργούσαν στον ίδιο μια αίσθηση ασφυξίας. Έκλειναν με πρόχειρα ξύλινα καπάκια και φιλοξενούσαν μυρωδιές από σαπίλα. Η πόλη, στο σημείο εκείνο, του φαινόταν πως δεν ανέπνεε, πως κρατούσε την ανάσα της...
Από τον μεγάλο δρόμο μπροστά, που ήταν στρωμένος με πέτρινες πλάκες τούρκικες άρχιζε το χριστιανικό τσαρσί, με το κτίριο που έκτισε η ελληνική κοινότητα και λειτούργησε ως καφενείο και ξενοδοχείο με την επωνυμία Μητρόπολις. Εκεί βρισκόταν και η μεγάλη βρύση. Την προσπερνούσε βιαστικά και έμπαινε στο τούρκικο
τσαρσί στο οποίο τα περισσότερα καταστήματα ανήκαν στο τζαμί της αγοράς και στον τεκέ. Από τα μαγαζιά άλλα ήταν τετράγωνα και μονώροφα και άλλα απλά παραπήγματα που στηρίζονταν το ένα από το άλλο, σαν ρημαγμένη από τη ζωή γυναίκα, μέσης ηλικίας. Κάθε πρωί ο καϊμακάμης αντίκριζε τους μαγαζάτορες που στοίβαζαν τα προϊόντα τους σε στενούς ξύλινους πάγκους και τα διαλαλούσαν
με παραδειγματική αφοσίωση. Και κάθε βράδυ, όταν περνούσε από εκεί, τους έβλεπε να τα μαζεύουν με βιασύνη για να πάνε στον καφενέ. Οι έμποροι άνοιγαν διάπλατα τα καταστήματά τους τη μέρα του παζαριού, όταν το πλήθος των χωρικών συνέρρεε για να ψωνίσει. Τα περισσότερα από αυτά τα μαγαζιά το ένιωθε πως προσπαθούσαν να προσελκύσουν, παρά τη μιζέρια που ανάδιναν, καραγωγείς με άλογα, που ήθελαν σέλες ή πετάλωμα, ακόμα και κουτσαβάκηδες με φέσια και μακριά ζωνάρια, που πουλούσαν και αγόραζαν τη μαγκιά τους. Λίγο πιο πάνω, κάποιοι νοίκιαζαν τα μαγαζιά του ρολογιού. Σε αυτά πουλούσαν ανατολίτικο καπνό, φτιαγμένο στον εργοστάσιο «Ρετζί». Το εμπόριο στο τσαρσί παρέμενε στα χριστιανικά χέρια, και πελάτες ήταν τόσο οι χριστιανοί χωρικοί όσο και οι μουσουλμάνοι αγρότες. Με το πέρασμα του χρόνου είχε δημιουργηθεί γύρω από το τσαρσί η τάξη των χριστιανών εμπόρων, τάξη μικροαστική, πνιγμένη στις συμβατικότητές της.
Ο δρόμος ήταν φαρδύς, στένευε όμως απότομα προς το ρολόι. Οι άνθρωποι περνούσαν δίπλα από ρυάκια ή στάσιμα νερά που λίμναζαν, τσαλαβουτώντας με θόρυβο στο λασπερό έδαφος. Πλάι κατρακυλούσε το νερό στα αυλάκια που το διοχέτευαν σε γειτονικούς νερόμυλους, ως το «Γιάζι». Στο ύψος του ρολογιού τα διώροφα ξύλινα σπίτια, με τα μαγαζιά στο ισόγειο, φάνταζαν στεφανωμένα από τις κληματαριές που σκαρφάλωναν εξωραΐζοντας τον χώρο. Οι τούρκοι καφετζήδες τις είχανε φυτέψει για να έχουν σκιά το καλοκαίρι.
Σε εκείνο το ύψος ο όγκος του ρολογιού έκλεινε το φάρδος του δρόμου, σαν να σκόνταφτε πάνω σε αδιέξοδο πέρασμα. Στον πύργο του ρολογιού τελείωνε το τσαρσί, που άρχιζε από τη μεγάλη βρύση. Ωστόσο ο Ταχσίν είχε παρατηρήσει πως μέρα με
τη μέρα είχαν αρχίσει να ξεφυτρώνουν στην προέκτασή του πολλά μαγαζάκια, όπως μπακάλικα, αρτοποιεία, εργαστήρια, και ένα μεγάλο τούρκικο πεταλωτήριο. Και διαπίστωνε με χαρά πως όλα μαζί, εναρμονίζονταν με την εμφάνιση του μιναρέ του τζαμιού πίσω από την αγορά, και διαμόρφωναν μια ανατολίτικη ατμόσφαιρα.
Κάθε βράδυ, όταν επέστρεφε στο σπίτι, είχε την απαίτηση να τον υπηρετεί η γυναίκα του. Η γυναίκα του έτρεχε να τον ξεκουράσει με ατέλειωτα ποδόλουτρα και ναργιλέδες. Και την ώρα που τελείωνε η προσευχή στο τζαμί της αγοράς, έσμιγε μαζί του στα αραχνοΰφαντα σεντόνια του μεταλλικού συζυγικού κρεβατιού, ανοίγοντας το κορμί της σαν το ρόδι και μαζί τους πλούσιους καταρράκτες των μαλλιών της, σε ένα εκστατικό παραλήρημα ηδονής, που είχε κάτι από τη μυρωδιά του ροδόνερου. Πίσω από τα νταντελένια κουρτινάκια του ουρανού του κρεβατιού τα δυο κορμιά γεύονταν
το ηχόχρωμα του παραδείσου και σπαρταρούσαν εξακτινώνοντας
την ομορφιά της γης στο άπειρο...
Ένα χρόνο μετά την εγκατάστασή τους στην πόλη η Φατιμέ έφερε στον κόσμο την κόρη τους, τη Νεντιμέ, ένα μελαψό μωρό με μάτια σαν το κάρβουνο. Πίσω από τις γραμμές του ορίζοντα ένα ρόδινο συννεφάκι είχε σταθεί και αγνάντευε την ώρα της γέννησης. Και οι ηλιαχτίδες, διηθημένες μέσα από τις κρυστάλλινες μαρμαρυγές από φως και πάχνη ταξίδευαν στο άπειρο. Η Νεντιμέ χαμογελούσε: και στην ψυχή της Φατιμέ άνθιζαν κρίνοι……
(απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Σ. Ηλιάδου-Τάχου «αγάπη ή τζιχάντ» Επίκεντρο, 2015)
ΦΑΤΙΜΕ
ΦΛΩΡΙΝΑ, 1906
O καϊμακάμης, ο Ταχσίν Χιλμί, ήταν ψηλός με τετράγωνες πλάτες και ένα μέτωπο καθαρό. Ήταν ντυμένος ευρωπαϊκά, με μια βαθιά γκρίζα ρεπούμπλικα που σκίαζε το βλέμμα του, σταλμένος από τον Γενικό Επιθεωρητή Χουσεΐν Χιλμί πασά, με την ελπίδα πως θα συντελούσε σε έναν ουσιαστικό εκσυγχρονισμό των υποδομών.
Σαν πιστός μουσουλμάνος, έπαιρνε κάθε πρωί τον δρόμο για το τζαμί, κουβαλώντας το αναγκαίο χαλί προσευχής. Βιαζόταν να κάνει την δική του αυτοπραγμάτωση, κουβαλώντας το ταπεινό σαρκίο του μέσα από τα στενά και τα πέτρινα καλντερίμια. Σύχναζε στον τούρκικο καφενέ κοντά στη γωνία, εκεί από όπου ξεκινούσε η συνοικία
των τσουκαλάδων και συζητούσε ατέλειωτες ώρες για την ανάγκη μιας επανάστασης. Πίσω από το καθάριο βλέμμα του, κρυβόταν μια δυνατή θέληση. Είχε το σπάνιο χάρισμα να επιβάλλεται με την πρώτη, και ταυτόχρονα έμοιαζε σκληρός και δίκαιος.
Ο καϊμακάμης αγαπούσε τις γυναίκες, τις ήθελε δικές του, να του χαρίζουν τους χυμούς τους, να τις γεύεται ερωτικά και να τις υποτάσσει. Για αυτό και είχε μια πλούσια ερωτική ζωή, παρά το γεγονός ότι είχε φέρει μαζί του την γυναίκα του την Φατιμέ, μια παχουλή Τουρκάλα με χαρακτηριστικό τσεμπέρι και γαλανό βλέμμα, λίγο ήρεμη, λίγο ανύπαρκτη. Κατοίκησε μαζί της στον τουρκομαχαλά ψηλά στο ποτάμι, σε ένα μακεδονίτικο σπίτι με συμμετρικά παράθυρα και λευκά κουρτινάκια. Τον χειμώνα η Φατιμέ κλεινόταν στον πάνω όροφο και αγνάντευε την κίνηση του Σακουλέβα: μια
κρούστα από πάγο πλανιόταν έναν ολόκληρο μήνα πάνω από τον υδάτινο όγκο του και αιχμαλώτιζε το βλέμμα της. Και έπειτα όταν ο καιρός γινόταν καλύτερος, τα χιόνια έλιωναν και το νερό κατρακυλούσε μέσα από την κοίτη. Ήταν διάφανο και άφηνε να διακρίνεται ο λασπερός πάτος με τις φωλιές των βατράχων.
Όταν το ποτάμι κατέβαζε νερά, την άνοιξη, η ροή τους παράσερνε τα κτίρια που είχαν οικοδομηθεί πολύ κοντά στην παραποτάμια κοίτη. Στην πορεία του νερού όλα γίνονταν ένα συνονθύλευμα από λάσπη που ακολουθούσε τους δρόμους του νερού. Στο διάβα του παράσερνε κομμάτια από ξύλο που έμοιαζαν με κουπιά βάρκας, αχυροσκεπές και κεραμίδια, δέντρα και οικοδομικά υλικά. Απορημένα βλέμματα, δακρυσμένες σκέψεις και μαραμένες προσδοκίες, συνταξίδευαν επιπλέοντας στο νερό, μαζί με τα υλικά ενός εύθραυστου πολιτισμού. Ατέλειωτες προφητείες που προέρχονταν από θυμόσοφους μάντεις και ενορατικές χανούμισσες έκαναν τον γύρο
της πόλης. Και μόνο ο ιμάμης διαλαλούσε την αδάμαστη εξουσία ενός πρωτόγονου Θεού, που βασάνιζε τους αμαρτωλούς υπηκόους του.
Όταν πάλι ο καϊμακάμης κατηφόριζε από τον τουρκομαχαλά προς την αγορά της Τετάρτης, έβλεπε γύρω του ένα πολύβουο πλήθος ανθρώπων καθισμένο σε κοφίνια, σε μαντήλια, ή στο χώμα να απλώνει την πραμάτειά του. Όσο για τον χώρο της αγοράς, εκεί γινόταν η λαϊκή αγορά μια φορά την εβδομάδα, εδώ γίνονταν οι συναθροίσεις των κατοίκων της νέας πόλης και εδώ υπήρχαν όλα τα δημόσια κτίρια. Το παζάρι ήταν μια μεγάλη αλάνα όπου οι αγρότες παραγωγοί έστρωναν στο χώμα τσουβάλια και τοποθετούσαν πάνω τα προϊόντα τους ενώ οι μικροπωλητές και οι παραγωγοί τα αράδιαζαν στα σεργιά. Στο παζάρι ένα πανδαιμόνιο ετερόκλητων ήχων γέμιζε την ψυχή του αγαλλίαση: κότες που ξεσήκωναν με απεγνωσμένα κακαρίσματα, δεμένες από τα πόδια, άλογα που έσειαν την χαίτη και πιλαλούσαν, ταπεινά γαϊδουράκια με την γαλήνη κρεμασμένη στο βλέμμα και πάνω από όλα μια θαυμαστή ποικιλία
μορφών: Τούρκοι με σαρίκι και φέσι, χριστιανές χωρικές με πολύχρωμα τσεμπέρια και ποδιές, χριστιανοί με παντελόνια από μάλλινη τσόχα που ανέδιναν μια βαριά μυρωδιά που έζεχνε ταγκίλα. Κάτω από τη γέφυρα το ποτάμι βαφόταν κατακόκκινο, από το αίμα των ζώων.
Ο Ταχσίν περιφερόταν ανάμεσα σε πωλητές και αγοραστές και εισέπνεε την οσμή που αναδυόταν. Και έπειτα έπαιρνε τον δρόμο για το κονάκι του. Στο κέντρο, εκεί που συναντιόνταν οι δρόμοι που έρχονταν από όλες τις συνοικίες ήταν το σταυροδρόμι. Το σταυροδρόμι φαινόταν στον Ταχσίν Χιλμί σαν συνονθύλευμα άναρχα δομημένων και ετερόκλητων υλικών. Μια νεοκλασική κατασκευή με πόρτα εισόδου που έβγαινε και αντάμωνε τον δρόμο, τετράγωνη και επικυρίαρχη. Στην μια πλευρά της περνούσε ένας στενός δρόμος με σαραβαλιασμένα σπίτια. Πίσω του πρόβαλλε ο μιναρές του κεντρικού τζαμιού. Το τζαμί ήταν ένα ορθογώνιο γωνιακό διώροφο κτίριο με ξύλινες
διακοσμήσεις και πάνω από όλα με έναν ψηλό μιναρέ που έμοιαζε κολλημένος σχεδόν στο δυτικό του άκρο, κάτι σαν συνέχεια της ιστορίας. Όταν έκανε κανείς τον γύρο του ανακάλυπτε σχεδόν με έκπληξη στο πίσω μέρος του μια πλακόστρωτη καθαρή τετράγωνη αυλή, που στη μια της άκρη στέγαζε με ευλάβεια μια σκεπασμένη πηγή. Για να την προσεγγίσει κάποιος έπρεπε να κατέβει πολλά σκαλοπάτια ως το αγιασμένο νερό, που κατά τις ντόπιες δοξασίες θεράπευε τις αρρώστιες. Μετά τη γωνία του δρόμου, προσπερνώντας ο Ταχσίν αντίκριζε πρόχειρες κατασκευές, στημένες ετοιμόρροπες, δίκην πρόχειρων μαγαζιών μπροστά από το τζαμί, που πουλούσαν αρώματα, κονιορτοποιημένο ξύλο σάνταλο, για να αρωματίζονται τα σεντούκια, βότανα που θεράπευαν τις μολύνσεις του δέρματος, αλλά και τους κολικούς, τη διάρροια, τη γαστρεντερίτιδα, το συνάχι και άλλα. Ήταν τόσο πρόχειρα στημένα, τόσο ανήλιαγα που δημιουργούσαν στον ίδιο μια αίσθηση ασφυξίας. Έκλειναν με πρόχειρα ξύλινα καπάκια και φιλοξενούσαν μυρωδιές από σαπίλα. Η πόλη, στο σημείο εκείνο, του φαινόταν πως δεν ανέπνεε, πως κρατούσε την ανάσα της...
Από τον μεγάλο δρόμο μπροστά, που ήταν στρωμένος με πέτρινες πλάκες τούρκικες άρχιζε το χριστιανικό τσαρσί, με το κτίριο που έκτισε η ελληνική κοινότητα και λειτούργησε ως καφενείο και ξενοδοχείο με την επωνυμία Μητρόπολις. Εκεί βρισκόταν και η μεγάλη βρύση. Την προσπερνούσε βιαστικά και έμπαινε στο τούρκικο
τσαρσί στο οποίο τα περισσότερα καταστήματα ανήκαν στο τζαμί της αγοράς και στον τεκέ. Από τα μαγαζιά άλλα ήταν τετράγωνα και μονώροφα και άλλα απλά παραπήγματα που στηρίζονταν το ένα από το άλλο, σαν ρημαγμένη από τη ζωή γυναίκα, μέσης ηλικίας. Κάθε πρωί ο καϊμακάμης αντίκριζε τους μαγαζάτορες που στοίβαζαν τα προϊόντα τους σε στενούς ξύλινους πάγκους και τα διαλαλούσαν
με παραδειγματική αφοσίωση. Και κάθε βράδυ, όταν περνούσε από εκεί, τους έβλεπε να τα μαζεύουν με βιασύνη για να πάνε στον καφενέ. Οι έμποροι άνοιγαν διάπλατα τα καταστήματά τους τη μέρα του παζαριού, όταν το πλήθος των χωρικών συνέρρεε για να ψωνίσει. Τα περισσότερα από αυτά τα μαγαζιά το ένιωθε πως προσπαθούσαν να προσελκύσουν, παρά τη μιζέρια που ανάδιναν, καραγωγείς με άλογα, που ήθελαν σέλες ή πετάλωμα, ακόμα και κουτσαβάκηδες με φέσια και μακριά ζωνάρια, που πουλούσαν και αγόραζαν τη μαγκιά τους. Λίγο πιο πάνω, κάποιοι νοίκιαζαν τα μαγαζιά του ρολογιού. Σε αυτά πουλούσαν ανατολίτικο καπνό, φτιαγμένο στον εργοστάσιο «Ρετζί». Το εμπόριο στο τσαρσί παρέμενε στα χριστιανικά χέρια, και πελάτες ήταν τόσο οι χριστιανοί χωρικοί όσο και οι μουσουλμάνοι αγρότες. Με το πέρασμα του χρόνου είχε δημιουργηθεί γύρω από το τσαρσί η τάξη των χριστιανών εμπόρων, τάξη μικροαστική, πνιγμένη στις συμβατικότητές της.
Ο δρόμος ήταν φαρδύς, στένευε όμως απότομα προς το ρολόι. Οι άνθρωποι περνούσαν δίπλα από ρυάκια ή στάσιμα νερά που λίμναζαν, τσαλαβουτώντας με θόρυβο στο λασπερό έδαφος. Πλάι κατρακυλούσε το νερό στα αυλάκια που το διοχέτευαν σε γειτονικούς νερόμυλους, ως το «Γιάζι». Στο ύψος του ρολογιού τα διώροφα ξύλινα σπίτια, με τα μαγαζιά στο ισόγειο, φάνταζαν στεφανωμένα από τις κληματαριές που σκαρφάλωναν εξωραΐζοντας τον χώρο. Οι τούρκοι καφετζήδες τις είχανε φυτέψει για να έχουν σκιά το καλοκαίρι.
Σε εκείνο το ύψος ο όγκος του ρολογιού έκλεινε το φάρδος του δρόμου, σαν να σκόνταφτε πάνω σε αδιέξοδο πέρασμα. Στον πύργο του ρολογιού τελείωνε το τσαρσί, που άρχιζε από τη μεγάλη βρύση. Ωστόσο ο Ταχσίν είχε παρατηρήσει πως μέρα με
τη μέρα είχαν αρχίσει να ξεφυτρώνουν στην προέκτασή του πολλά μαγαζάκια, όπως μπακάλικα, αρτοποιεία, εργαστήρια, και ένα μεγάλο τούρκικο πεταλωτήριο. Και διαπίστωνε με χαρά πως όλα μαζί, εναρμονίζονταν με την εμφάνιση του μιναρέ του τζαμιού πίσω από την αγορά, και διαμόρφωναν μια ανατολίτικη ατμόσφαιρα.
Κάθε βράδυ, όταν επέστρεφε στο σπίτι, είχε την απαίτηση να τον υπηρετεί η γυναίκα του. Η γυναίκα του έτρεχε να τον ξεκουράσει με ατέλειωτα ποδόλουτρα και ναργιλέδες. Και την ώρα που τελείωνε η προσευχή στο τζαμί της αγοράς, έσμιγε μαζί του στα αραχνοΰφαντα σεντόνια του μεταλλικού συζυγικού κρεβατιού, ανοίγοντας το κορμί της σαν το ρόδι και μαζί τους πλούσιους καταρράκτες των μαλλιών της, σε ένα εκστατικό παραλήρημα ηδονής, που είχε κάτι από τη μυρωδιά του ροδόνερου. Πίσω από τα νταντελένια κουρτινάκια του ουρανού του κρεβατιού τα δυο κορμιά γεύονταν
το ηχόχρωμα του παραδείσου και σπαρταρούσαν εξακτινώνοντας
την ομορφιά της γης στο άπειρο...
Ένα χρόνο μετά την εγκατάστασή τους στην πόλη η Φατιμέ έφερε στον κόσμο την κόρη τους, τη Νεντιμέ, ένα μελαψό μωρό με μάτια σαν το κάρβουνο. Πίσω από τις γραμμές του ορίζοντα ένα ρόδινο συννεφάκι είχε σταθεί και αγνάντευε την ώρα της γέννησης. Και οι ηλιαχτίδες, διηθημένες μέσα από τις κρυστάλλινες μαρμαρυγές από φως και πάχνη ταξίδευαν στο άπειρο. Η Νεντιμέ χαμογελούσε: και στην ψυχή της Φατιμέ άνθιζαν κρίνοι……