Τα τελευταία χρόνια η λέξη πατρίδα έχει λάβει επικίνδυνες διαστάσεις στο πολιτικό λεξιλόγιο. Για τους περισσότερους υποκρύπτει «εθνικισμό» ή κάθε είδους τραμπουκισμό. Η λέξη κράτος, αντιπροσωπεύει πια έναν μηχανισμό διαφθοράς και ανικανότητας. Το δημόσιο, ιδίως, είναι χαραγμένο κι αυτό στη συνείδηση των πολιτών σαν μια αρένα αναξιοκρατίας, βολέματος και κομματικών παρασίτων, ενώ η Ελληνική Εκκλησία αντιμετωπίζεται σαν ένας οικονομικός οργανισμός στον οποίο η θρησκευτική συνείδηση δεν έχει παρά περιορισμένο ρόλο, αλλοτριώνοντας το εκκλησιαστικό γεγονός.
Σε μια Ελλάδα που οι παραπάνω έννοιες έχουν αλλοτριωθεί, πως μπορεί κανείς να μιλά για πατρίδα ή εθνική συνείδηση δίχως να κινδυνεύει να χαρακτηριστεί απ’ τη μια ως «εθνικιστής» ή απ’ την άλλη ως υποκριτής; Από πού προκύπτει τόσο αντιθρησκευτικό μένος;
Σήμερα καλούμαστε να ξαναβρούμε την Ελληνικότητα. Όχι επειδή πρέπει, αλλά επειδή μ’ αυτή θα αποκηρύξουμε τους φόβους του εθνικισμού. Ναι, είναι αρρώστια ο εθνικισμός, γι’ αυτό και το πρώτο πράγμα που οφείλουμε να κάνουμε είναι να διαγνώσουμε τις αιτίες του. Είναι η αλλοτρίωση του πατριωτισμού σε ιδεολογία.
Ο πατριωτισμός όμως είναι ένα φυσιολογικό ακόλουθο της φύσης του ανθρώπου. Είναι από τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα αφού τον συνδέει με τη γη που κατοικεί. Ο άνθρωπος, δένεται με την πάτρια γη όσο και με τους συμπατριώτες του. Το δέσιμο αυτό το υπεράσπιζε ο άνθρωπος με τη θυσία της ζωής του.
Τούτο λοιπόν είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από την ιδεολογία του εθνικισμού, την οποία έζησε η Ευρώπη και της οποίας την επανεμφάνιση δικαιολογημένα φοβάται. Τα καινούρια συμπτώματα του εθνικισμού που έκαναν την εμφάνισή τους με τη μορφή των Νεοναζί, των οπαδών της Λεπέν, των κλειστών συνόρων, του πολιτικού τραμπουκισμού εντός των ναών της δημοκρατίας, όπως είναι το Κοινοβούλιο, έχουν όλα κοινή αφετηρία την εξάλειψη του πατριωτισμού.
Το 1821 ήταν η εποχή του πατριωτισμού. Και η Ευρώπη παρακολουθούσε τους Έλληνες, που τους ήξερε από τα αγάλματα και τα βιβλία, να βγαίνουν από τους ναούς και να ξαναζωντανεύουν. Ήταν ένα ιστορικό θαύμα που το κυοφορούσε η φαντασία του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, του Διαφωτισμού. Άλλωστε πως μπορεί να αρνηθεί κανείς την πραγματικότητα ότι στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα έγινε η «ανακάλυψη» του Βυζαντίου. Δηλαδή του Ελληνισμού στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, του ελληνορωμαϊκού κόσμου όπως ονομάζεται σήμερα. Αυτή η πραγματικότητα ήταν που συνένωνε τους Έλληνες στην αγάπη για την πατρίδα. Αυτή η πραγματικότητα ήταν όμως που έδινε αφορμή και για την ανάπτυξη μιας άλλης πραγματικότητας η οποία είχε τις μικρότητές της, τις ματαιοδοξίες της, τις αφέλειές της, τις δολοφονίες του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος.
Είναι άλλο πράγμα λοιπόν ο εθνικισμός, ο οποίος είναι διαστροφή, και άλλο ο πατριωτισμός και η εθνική συνείδηση. Ο Πλάτωνας όριζε την εθνική συνείδηση ως τη γνώση και το βίωμα της ιδιαίτερης φύσης του έθνους στο οποίο ανήκουμε, η συνείδηση όλων των χαρακτηριστικών του γνωρισμάτων. Ο Πλάτωνας θεωρούσε τους Έλληνες ως το λαό του λόγου και το ουσιώδες γνώρισμά του το φιλομαθές και το φιλόσοφο.
Τι γιορτάζουμε λοιπόν σήμερα; Γιορτάζουμε τη συγκρότηση ενός έθνους σε υποκείμενο της ιστορίας του. Ο ξεσηκωμός του 1821 έφερε το Ελληνικό έθνος στην ομήγυρη του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, από τον οποίο είχε αποκοπεί. Το έθνος έγινε κράτος και το κράτος βρήκε τη θέση του στην Ευρωπαϊκή κοινότητα των κρατών. Κι αν έχει κάποιο νόημα να μιλάμε σήμερα για εθνική συνείδηση, είναι γιατί μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να ξεπεράσουμε την αλλοτρίωση που υφίστανται οι δημοκρατικοί θεσμοί. Πολλοί είναι επίσης εκείνοι, που αμφισβήτησαν και αμφισβητούν την ελληνικότητα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Όμως αγνοούν πως σε όλο το φάσμα της ιστορίας η έκφραση της εκκλησιαστικής πίστης ήταν αυτή που ξεχώριζε τον ορθόδοξο Έλληνα από τον ετερόδοξο «Φράγκο». Ήταν η νηστεία, η γιορτή, ο χορός στο πανηγύρι, το αναμμένο καντήλι στο οικογενειακό εικονοστάσι, το ζύμωμα του πρόσφορου, ο αγιασμός κάθε μήνα, που έσωσε την Ελληνική ιδιαιτερότητα. Άλλωστε τον δεύτερο χρόνο της εξέγερσης, κατά την πρώτη ιδρυτική πράξη σύστασης του Ελληνικού κράτους, στην Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου, ο τρόπος με τον οποίο ορίστηκε η ιδιότητα του Έλληνα ήταν η θρησκευτική του πίστη, όπως διαβάζουμε στο Τμήμα Β παρ. β του Συντάγματος της Επιδαύρου: «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες, και απολαμβάνουσιν άνευ τινος διαφοράς όλων των πολιτικών δικαιωμάτων».
Η ταυτότητα της Ευρώπης είναι η δυναμική πολυμορφία των λαών της. Κι αν οι μοναρχίες έδωσαν τη θέση τους στη δημοκρατία, αυτό έγινε εξαιτίας των εθνικών συνειδήσεων και της αγάπης για την πατρίδα, που είναι ασυμβίβαστη με τις κοινωνικές κατασκευές ή τον ιδεολογικό και ηθικιστικό «Ορθοδοξισμό» από την εκάστοτε ελίτ.
Ο Ελληνισμός και η Ελληνικότητα σώθηκε στα 400 χρόνια σκλαβιάς όχι επειδή κάναμε κατήχηση, αλλά επειδή οι αξίες της κλασσικής και της Βυζαντινής Ελλάδας δεν αλλοτριώθηκαν από την επέλαση του Οθωμανισμού. Αυτές τις αξίες πρέπει να αναβιώσουμε σήμερα προκειμένου να επαναπροσδιορίσουμε τους όρους του πατριωτισμού και της εθνικής συνείδησης. Διότι όπως είπε και ο εθνικός μας ποιητής, «Το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές».
Ευάγγελος Σημανδράκος
Αντιπεριφερειάρχης Π.Ε. Γρεβενών
Σήμερα καλούμαστε να ξαναβρούμε την Ελληνικότητα. Όχι επειδή πρέπει, αλλά επειδή μ’ αυτή θα αποκηρύξουμε τους φόβους του εθνικισμού. Ναι, είναι αρρώστια ο εθνικισμός, γι’ αυτό και το πρώτο πράγμα που οφείλουμε να κάνουμε είναι να διαγνώσουμε τις αιτίες του. Είναι η αλλοτρίωση του πατριωτισμού σε ιδεολογία.
Ο πατριωτισμός όμως είναι ένα φυσιολογικό ακόλουθο της φύσης του ανθρώπου. Είναι από τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα αφού τον συνδέει με τη γη που κατοικεί. Ο άνθρωπος, δένεται με την πάτρια γη όσο και με τους συμπατριώτες του. Το δέσιμο αυτό το υπεράσπιζε ο άνθρωπος με τη θυσία της ζωής του.
Τούτο λοιπόν είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από την ιδεολογία του εθνικισμού, την οποία έζησε η Ευρώπη και της οποίας την επανεμφάνιση δικαιολογημένα φοβάται. Τα καινούρια συμπτώματα του εθνικισμού που έκαναν την εμφάνισή τους με τη μορφή των Νεοναζί, των οπαδών της Λεπέν, των κλειστών συνόρων, του πολιτικού τραμπουκισμού εντός των ναών της δημοκρατίας, όπως είναι το Κοινοβούλιο, έχουν όλα κοινή αφετηρία την εξάλειψη του πατριωτισμού.
Το 1821 ήταν η εποχή του πατριωτισμού. Και η Ευρώπη παρακολουθούσε τους Έλληνες, που τους ήξερε από τα αγάλματα και τα βιβλία, να βγαίνουν από τους ναούς και να ξαναζωντανεύουν. Ήταν ένα ιστορικό θαύμα που το κυοφορούσε η φαντασία του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, του Διαφωτισμού. Άλλωστε πως μπορεί να αρνηθεί κανείς την πραγματικότητα ότι στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα έγινε η «ανακάλυψη» του Βυζαντίου. Δηλαδή του Ελληνισμού στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, του ελληνορωμαϊκού κόσμου όπως ονομάζεται σήμερα. Αυτή η πραγματικότητα ήταν που συνένωνε τους Έλληνες στην αγάπη για την πατρίδα. Αυτή η πραγματικότητα ήταν όμως που έδινε αφορμή και για την ανάπτυξη μιας άλλης πραγματικότητας η οποία είχε τις μικρότητές της, τις ματαιοδοξίες της, τις αφέλειές της, τις δολοφονίες του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος.
Είναι άλλο πράγμα λοιπόν ο εθνικισμός, ο οποίος είναι διαστροφή, και άλλο ο πατριωτισμός και η εθνική συνείδηση. Ο Πλάτωνας όριζε την εθνική συνείδηση ως τη γνώση και το βίωμα της ιδιαίτερης φύσης του έθνους στο οποίο ανήκουμε, η συνείδηση όλων των χαρακτηριστικών του γνωρισμάτων. Ο Πλάτωνας θεωρούσε τους Έλληνες ως το λαό του λόγου και το ουσιώδες γνώρισμά του το φιλομαθές και το φιλόσοφο.
Τι γιορτάζουμε λοιπόν σήμερα; Γιορτάζουμε τη συγκρότηση ενός έθνους σε υποκείμενο της ιστορίας του. Ο ξεσηκωμός του 1821 έφερε το Ελληνικό έθνος στην ομήγυρη του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, από τον οποίο είχε αποκοπεί. Το έθνος έγινε κράτος και το κράτος βρήκε τη θέση του στην Ευρωπαϊκή κοινότητα των κρατών. Κι αν έχει κάποιο νόημα να μιλάμε σήμερα για εθνική συνείδηση, είναι γιατί μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να ξεπεράσουμε την αλλοτρίωση που υφίστανται οι δημοκρατικοί θεσμοί. Πολλοί είναι επίσης εκείνοι, που αμφισβήτησαν και αμφισβητούν την ελληνικότητα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Όμως αγνοούν πως σε όλο το φάσμα της ιστορίας η έκφραση της εκκλησιαστικής πίστης ήταν αυτή που ξεχώριζε τον ορθόδοξο Έλληνα από τον ετερόδοξο «Φράγκο». Ήταν η νηστεία, η γιορτή, ο χορός στο πανηγύρι, το αναμμένο καντήλι στο οικογενειακό εικονοστάσι, το ζύμωμα του πρόσφορου, ο αγιασμός κάθε μήνα, που έσωσε την Ελληνική ιδιαιτερότητα. Άλλωστε τον δεύτερο χρόνο της εξέγερσης, κατά την πρώτη ιδρυτική πράξη σύστασης του Ελληνικού κράτους, στην Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου, ο τρόπος με τον οποίο ορίστηκε η ιδιότητα του Έλληνα ήταν η θρησκευτική του πίστη, όπως διαβάζουμε στο Τμήμα Β παρ. β του Συντάγματος της Επιδαύρου: «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες, και απολαμβάνουσιν άνευ τινος διαφοράς όλων των πολιτικών δικαιωμάτων».
Η ταυτότητα της Ευρώπης είναι η δυναμική πολυμορφία των λαών της. Κι αν οι μοναρχίες έδωσαν τη θέση τους στη δημοκρατία, αυτό έγινε εξαιτίας των εθνικών συνειδήσεων και της αγάπης για την πατρίδα, που είναι ασυμβίβαστη με τις κοινωνικές κατασκευές ή τον ιδεολογικό και ηθικιστικό «Ορθοδοξισμό» από την εκάστοτε ελίτ.
Ο Ελληνισμός και η Ελληνικότητα σώθηκε στα 400 χρόνια σκλαβιάς όχι επειδή κάναμε κατήχηση, αλλά επειδή οι αξίες της κλασσικής και της Βυζαντινής Ελλάδας δεν αλλοτριώθηκαν από την επέλαση του Οθωμανισμού. Αυτές τις αξίες πρέπει να αναβιώσουμε σήμερα προκειμένου να επαναπροσδιορίσουμε τους όρους του πατριωτισμού και της εθνικής συνείδησης. Διότι όπως είπε και ο εθνικός μας ποιητής, «Το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές».
Ευάγγελος Σημανδράκος
Αντιπεριφερειάρχης Π.Ε. Γρεβενών