Η χθεσινή διαδικασία «ακροατηρίου» στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, για την εξέταση προσφυγής που είχε καταθέσει η ΔΕΗ εναντίον της Κομισιόν, για ακύρωση της απόφασης της 4ης Αυγούστου 2009,
με την οποία υποχρεωνόταν η χώρα να άρει τις δυσκολίες πρόσβασης τρίτων
στα λιγνιτικά αποθέματα, δημιούργησε ασιοδοξία στα στελέχη της
επιχείρισης.
Η δίκη που έγινε ακολούθησε με διαφορά περίπου 2 μηνών την αντίστοιχη που αφορούσε την προσφυγή της ΔΕΗ εναντίον της αρχικής απόφασης της 5ης Μαρτίου 2008, ίδιας φιλοσοφίας με εκείνη του 2009.
Η αισιοδοξία των στελεχών της ΔΕΗ συναρτάται με την εκτίμηση ότι «η
Κομισιόν δυσκολεύτηκε, όπως και στην προηγούμενη δίκη, να στηρίξει τη
θέση και τα επιχειρήματά της».
Οι δικαστές ήταν οι ίδιοι με εκείνους που εκδίκασαν και την πρώτη
προσφυγή και η ΔΕΗ εκπροσωπήθηκε από μεγάλο δικηγορικό γραφείο,
ειδικευμένο σε θέματα ανταγωνισμού.
Το ελληνικό δημόσιο παρέστη υπερασπιζόμενο τη ΔΕΗ, με εκπροσώπηση από νομικά στελέχη του υπουργείου Εξωτερικών.
Η Κομισιόν θεωρεί ως νόθευση του ανταγωνισμού τον τρόπο με τον οποίο η
ΔΕΗ αξιοποιεί για λογαριασμό της τα λιγντικά αποθέματα της χώρας.
Στις 4 Αυγούστου 2009 η Επιτροπή
εξέδωσε την απόφαση C(2009) 6244 (της οποίας η ακύρωση ζητείται με την
προσφυγή που συζητήθηκε χθες) για τον καθορισμό συγκεκριμένων μέτρων οι
συνέπειες της παράβασης που διαπιστώθηκε στην απόφαση της 5ης Μαρτίου
2008.
Η εν λόγω απόφαση του 2008, σχετικά με τη χορήγηση ή
τη διατήρηση σε ισχύ από την Ελληνική Δημοκρατία δικαιωμάτων για την
εξόρυξη λιγνίτη υπέρ της ΔΕΗ: Κατά την Επιτροπή, «το νομοθετικό διάταγμα
4029/1959 και ο νόμος 34/1975 χορηγούν και διατηρούν σε ισχύ προνομιακά
δικαιώματα υπέρ της ΔΕΗ για την εκμετάλλευση λιγνίτη στην Ελλάδα,
δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό μια κατάσταση άνισων ευκαιριών μεταξύ
των επιχειρήσεων όσον αφορά την πρόσβαση στα πρωτογενή καύσιμα για την
παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας».
Yπενθυμίζουμε ότι η ΔΕΗ, υποστηριζόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία, προσέβαλε την απόφαση του 2008 με προσφυγή που άσκησε στις 13 Μαΐου 2008 για την οποία όπως είπαμε εκκρεμεί η απόφαση.
Η απόφαση του 2009 έλεγε ότι η Ελληνική Δημοκρατία θα πρέπει να λάβει κάθε αναγκαίο μέτρο προκειμένου:
1.να χορηγήσει μέσω διαγωνισμών δικαιώματα εκμεταλλεύσεως επί των
κοιτασμάτων λιγνίτη της Δράμας, Ελασσόνας, Βεύης και Βεγόρας σε άλλες
επιχειρήσεις, πλην της ΔΕΗ
2.να απαγορεύσει στους κατόχους δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως επί των
κοιτασμάτων της Δράμας, της Ελασσόνας και της Βεγόρας να πωλούν τον
εξορυσσόμενο λιγνίτη στη ΔΕΗ
3.να διοργανώσει νέα διαδικασία παραχωρήσεως δικαιωμάτων επί του
κοιτάσματος της Βεύης. Αν η Ελληνική Δημοκρατία κρίνει ότι δεν έχει
υποβληθεί καμία αξιόπιστη προσφορά και σκοπεύει να παραχωρήσει
δικαιώματα εκμεταλλεύσεως στη ΔΕΗ, πρέπει να υποβάλει την πρόταση αυτή
προς έγκριση στην Επιτροπή.
Η ΔΕΗ προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο με αίτημα την ακύρωση της
απόφασης της Επιτροπής καθώς όπως υποστηρίζει, η αγορά στην οποία πρέπει
να εξεταστούν ζητήματα ανταγωνισμού είναι ευρύτερη από την εθνική αγορά
και ότι εκτείνεται στη γειτνιάζουσα περιοχή των Βαλκανίων.
Επίσης, επικαλείται «πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως των πραγματικών
περιστατικών και πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με την αναγκαιότητα
επιβολής διορθωτικών μέτρων», καθώς και μη τήρηση των κανόνων
αιτιολογίας (η Επιτροπή δεν απάντησε στα επιχειρήματα της ΔΕΗ περί
καθορισμού της επίμαχης αγοράς προϊόντων), και προσβολή της αρχής της
συμβατικής ελευθερίας και της αρχής της αναλογικότητας.
Σημειώνεται ότι η απόφαση του δικαστηρίου (κοινή κατά πάσα πιθανότητα
και για τις δύο προσφυγές) είναι οπωσδήποτε σημαντική για το θέμα των
λιγνιτών, δεν είναι ωστόσο η μοναδική παράμετρος που θα καθορίσει την
εξέλιξη των πραγμάτων.
Και τούτο διότι η πρόσβαση τρίτων, πέραν της ΔΕΗ στα λιγνιτικά
αποθέματα της χώρας, εκτός από αντικείμενο δικαστικής διαμάχης με την
Κομισιόν, είναι και υποχρέωση και μάλιστα επείγουσα, που έχει αναλάβει η
χώρα προς την τρόικα με το αναθεωρημένο μνημόνιο.
Πηγή energypress.gr