Εκδηλώσεις για τον εορτασμό της ημέρας μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας πραγματοποιήθηκαν την Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου στην πόλη της Φλώρινας, με ευθύνη της Π.Ε. Φλώρινας.
Οι εκδηλώσεις ξεκίνησαν με μνημόσυνο στον Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Παντελεήμονα και συνεχίστηκαν με επιμνημόσυνη δέηση και κατάθεση στεφάνων από φορείς και συλλόγους στο μνημείο της πλατείας Ι. Ιωαννίδη.
Την κεντρική ομιλία εκφώνησε ο κ. Δημήτριος Παπαδόπουλος, καθηγητής – φιλόλογος του 1ου ΓΕΛ Φλώρινας.
Ακολουθεί η ομιλία του κ. Παπαδόπουλου με τον τίτλο «Χαμένες Πατρίδες»:
«Μέσα στον καταιγισμό των εξελίξεων, την ένταση και την κλιμακούμενη αγωνία για τη μεγάλη κρίση που περνάμε ως χώρα, η αδυσώπητη ιστορική μνήμη μάς φέρνει, για μιαν ακόμη φορά, αντιμέτωπους με το παρελθόν, δοκιμάζοντας τις αντοχές, την ποιότητά μας. ΄Ηταν Σεπτέμβρης του 1922 όταν «της Σμύρνης η άσβεστη φωτιά» «άναψε τον καημό μας», στην τελευταία πράξη του δράματος της Μικρασίας.
Σχεδόν ενενήντα χρόνια αργότερα, η Ιστορία, έσχατος και αδέκαστος κριτής των ανθρωπίνων πραγμάτων, ενοχλητική αλλά και δραματικά αληθινή, μάς φέρνει μπροστά στο αίτημα της ουσιαστικής και σε βάθος προσέγγισης όσων έγιναν εκείνα τα χρόνια στην άλλη πλευρά του Αιγαίου.
Κάτι τέτοιο είναι και δύσκολο είναι και οδυνηρό -και γι’ αυτό ακριβώς, λυτρωτικό. Αν μη τι άλλο, το να ξαναθυμηθούμε σήμερα τη δόξα και την τραγωδία της καθ’ ημάς Ανατολής αποτελεί ένα ηθικό χρέος προς τους νεκρούς που έσπειραν με τα κόκκαλά τους τα βλογημένα χώματά της. Αποτελεί ακόμη ανάγκη για τις νεότερες γενιές των Ελλήνων που δεν ζήσαμε εκείνες τις τραγικές ημέρες, παρά έχουμε μιαν αόριστη αίσθησή τους, αίσθηση ενός μακρινού παραμυθιού.
Ειπώθηκε πως η μικρασιατική έξαρση και η κατασυντριβή που ακολούθησε έχουν την οικονομία του αρχαίου δράματος: την κορύφωση του πάθους και της λάμψεως, την πυκνότητα της δράσεως· και στο βάθος το πεπρωμένο που ελλοχεύει. Ίσως λοιπόν, δε θα υπήρχε τίποτε καλύτερο από το να ψηλαφήσουμε από κοντά αυτές τις στιγμές του θριάμβου, όσο και της ταπείνωσης. Πριν, όμως, απ’ αυτό κρίνεται σκόπιμο να δούμε τι ακριβώς ήταν, τι αντιπροσώπευε για τον ελληνισμό η Μικρασία. Μόνο έτσι θα βρουν τη δικαίωσή τους όσοι πίστεψαν και αγωνίστηκαν για την ανάστασή της, Μικρασιάτες και Ελλαδίτες, ανώνυμοι άνθρωποι του λαού και εμπνευσμένοι ηγέτες.
Πολύ απλά λοιπόν: η Μικρασία δεν ήταν τίποτε περισσότερο από την κοιτίδα της φιλοσοφίας, το χώρο όπου για πρώτη φορά η ανθρωπότητα έκανε το μεγάλο άλμα από το μύθο στο λόγο. Τίποτε περισσότερο από την κοιτίδα του ελληνικού πολιτισμού, δηλ. αυτού του σύγχρονου ευρωπαϊκού - και όχι μόνο - πολιτισμού.
Ακόμη και μετά την Άλωση η Μικρασία διατηρεί σφριγηλό, πάντα ζωντανό, το ελληνικό πνεύμα.
Η αναφορά μου είναι μόνο ενδεικτική:
- Στις Κυδωνίες, το ξακουστό Αϊβαλί, στην περίφημη Ακαδημία της πόλης (όπου δίδαξε ο Θεόφιλος Καϊρης και ο Βενιαμίν ο Λέσβιος) Γάλλος περιηγητής (Didot) βρήκε, πολύ πριν το 1821 να διδάσκουν από σκηνής την «Εκάβη» του Ευριπίδη και τους «Πέρσες» του Αισχύλου και μάλιστα στην αρχαία γλώσσα. Με κλειστά παράθυρα για να μη βλέπουν οι Τούρκοι τους μαθητές-ηθοποιούς να κρατούν όπλα και νομίσουν ότι ετοιμάζονται για επανάσταση...
Ακόμη και στις εσχατιές του ελληνισμού, στο μακρινό Πόντο, σε πείσμα κάθε λογικής, κάποιοι ακρίτες διατηρούν με πάθος όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν τον πολιτισμό ενός λαού: την πίστη των πατέρων τους, τη γλώσσα - βγαλμένη θαρρείς ατόφια απ’ τα πανάρχαια χρόνια - και την ελληνική παιδεία. Εκπαιδευτικά ιδρύματα όπως το περίφημο «Φροντιστήριον της Τραπεζούντος» δε βρίσκονταν εύκολα ούτε στο ελεύθερο ελληνικό κράτος.
Μαζί με τον πολιτισμό και τα γράμματα δεν έλειψε από τους ΄Ελληνες της Ανατολής και η παλικαριά. Υπήρξαν περιοχές - όπως η ορεινή Ματσούκα του Πόντου - που οι Τούρκοι δεν πάτησαν το πόδι τους παρά μόνο μετά το 1922. Συχνά αναγκάζονταν οι ίδιοι να παραδεχτούν και επίσημα τη γενναιότητα των Ελλήνων: μη μπορώντας να ελέγξει τους «κοντραμπατζήδες» του Αϊβαλιού, τα παλληκάρια με την απαράμιλλη τόλμη, ο Σουλτάνος αναγκάστηκε να παραχωρήσει στην πόλη ειδικά προνόμια: δε χτίστηκε στο Αϊβαλί ούτε ένα τζαμί, ενώ, το πλέον ταπεινωτικό, απαγορευόταν στους Τούρκους να εισέρχονται έφιπποι στην περήφανη πόλη.
Έτσι βρήκε τη Μικρασία η μεγάλη εξόρμηση της Ελλάδας στις αρχές του αιώνα. Υπό την ηγεσία ενός πολιτικού που γνώριζε να κάνει το όραμα πραγματικότητα, του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο ελληνικός στρατός βάδιζε συνέχεια μπροστά. Είχε μόλις ελευθερωθεί η Ήπειρος, η Μακεδονία και όλοι καρτερούσαν τη στιγμή που ο ελληνικός στρατός θα περνούσε στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, με κατεύθυνση και τελικό προορισμό -τι άλλο- τη Βασιλεύουσα, την Πόλη των θρύλων και των ονείρων των Ρωμιών.
Και ήρθε η ώρα για να ζήσει η Μικρασία την ανάστασή της. Η Τουρκία βρέθηκε στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου με την πλευρά των ηττημένων και η Ελλάδα περίμενε να δρέψει τους καρπούς της νίκης. Όλοι πίστεψαν πως πλησίαζε η εκπλήρωση των πόθων αιώνων.
Ήταν η εποχή που ο Ελληνικός Στρατός βρισκόταν μπροστά στις πύλες της Κων/πολης. Τότε, που εκδόθηκε από το Γενικό Επιτελείο μια ιστορική διαταγή: να αναζητηθεί το σημείο όπου, κατά την παράδοση, είχε διακοπεί η «μισοτελειωμένη λειτουργία» στην Αγια-Σοφιά, ώστε από αυτό να αρχίσει η ευχαριστήρια ακολουθία της απελευθέρωσης.
Ήταν η εποχή που το θρυλικό «Αβέρωφ» έμπαινε περήφανο και σημαιοστολισμένο στο Βόσπορο, για να αγκυροβολήσει απέναντι ακριβώς από τη Μεγάλη Εκκλησιά και τα ανάκτορα του Σουλτάνου, ο οποίος μη αντέχοντας το θέαμα αναγκάστηκε να μετακομίσει στην εξοχική κατοικία του.
Διαβάζουμε στο ημερολόγιο του Αρχιστράτηγου Λεωνίδα Παρασκευόπουλου που επισκέφθηκε εκείνο τον καιρό την Πόλη, επίσημος προσκεκλημένος των Συμμάχων. Ηταν η πρώτη φορά μετά το 1453 που Έλληνας Αξιωματικός έμπαινε νικητής στη Βασιλεύουσα. Ήταν 17 Μαρτίου 1919:
«Αι οικίαι ήσαν κατάμεστοι κόσμου. Παντού έρριπτον επί του αυτοκινήτου μου άνθη. Η διάβασίς μου ήτο δυσκολωτάτη. Αι οδοί έπλεον εις το γαλανόλευκο χρώμα των ελληνικών σημαιών ... Βεβαίως κατά την εθνικήν μας εορτήν εν Αθήναις δεν θα ηδύνατό τις να ίδη τόσας ελληνικάς σημαίας.
Αδύνατον να φαντασθή τις τι εγένετο όταν κατήλθον του αυτοκινήτου μου. Η φρενίτις του ενθουσιασμού ήτο τοιαύτη ώστε όλοι ήθελον να με πλησιάσουν, να θέσουν την χείρα των επί του πηλικίου μου, επί των ενδυμάτων μου, να ασπασθούν την χείρα μου...».
Δυο μήνες αργότερα, το Μάιο, θα γίνει η απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Κι εκεί παρόμοιες σκηνές: φρενίτιδα ενθουσιασμού από πλήθη που έβλεπαν στα πρόσωπα των Ελλήνων στρατιωτών τους ελευθερωτές, τους «Μεσσίες» που αιώνες προσδοκούσαν.
«Εκείνο το βράδυ», γράφει Σμυρνιός που έζησε το θρίαμβο, «κανείς δεν κοιμήθηκε, Οι Έλληνες της Σμύρνης που υπέμεναν καρτερικά σκλαβιά αιώνων, δεν μπορούσαν να περιμένουν την ανατολή της μεγάλης ημέρας. Και πριν ακόμη ροδίσει η αυγή, άρχισαν να συρρέουν στην προκυμαία, ενώ τα συμμαχικά αγήματα με κόπο προσπαθούσαν να κρατήσουν την αποβάθρα ανοιχτή».
Σε λίγο μυριόστομη ακούγεται η κραυγή: Νάτα! ΄Ερχονται! Φάνηκαν!
Πράγματι είχαν φανεί από μακριά ιστοί και καπνοί πλοίων. Πρώτο πλέει ένα αντιτορπιλικό. Ακολουθεί το «Πατρίς»... Η πρωινή ομίχλη έχει διαλυθεί και ο ήλιος της ελευθερίας φωτίζει την πόλη. Στην προκυμαία, ξεχωρίζει ανάμεσα στους δημογέροντες και τον κλήρο ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος. Φορά τον αυτοκρατορικό του μανδύα, ενώ θείο φως καταυγάζει τη μορφή του.
...Και η απόβαση αρχίζει. Προηγείται η σημαία. Ακολουθεί ο διοικητής του Συντάγματος Αν/χης Σταυριανόπουλος. Είναι τόσο ωχρός, σαν άνθρωπος δίχως αίμα. Και τόσο συγκινημένος, που ταλαντεύεται σαν ζαλισμένος.
Ο Μητροπολίτης με την επιβλητική φωνή του τον ευλογεί: «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου...». Τίποτε άλλο δεν του επιτρέπει η συγκίνηση να πει. Αλλά και να έλεγε δε θα ακουγόταν από το συναρπαστικό παραλήρημα του πλήθους.
Ένας άλλος Μικρασιάτης, ο Ηλίας Βενέζης, σχολιάζει καθώς θυμάται εκείνες τις ημέρες: «Πώς να μην ανατριχιάσει κανείς όταν αναλογισθεί το φοβερό πεπρωμένο που καραδοκούσε πίσω απ’ αυτή τη μέθη, από αυτή την έξαρση, από αυτά τα οράματα, για να τα πνίξει τριάμισυ χρόνια αργότερα, μες στο αίμα και στις φλόγες της μικρασιατικής καταστροφής;».
Πράγματι η συμφορά ήρθε τόσο ξαφνικά, τόσο αναπάντεχα, τόσο απροσδόκητα, που λίγοι μπόρεσαν να τη διακρίνουν από πριν. Έχουν ειπωθεί για το θέμα πολλά, έγιναν και δίκες, και εκτελέσεις υπαιτίων. Αυτό που με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε, είναι ότι στη Μικρασία νικηθήκαμε από τον κακό μας εαυτό. Όπως παραδέχτηκε κι ο ίδιος ο Κεμάλ η νίκη επί των Ελλήνων δεν ήταν νίκη στρατιωτική, αλλά καθαρά πολιτική.
Ηγέτες κατώτεροι των περιστάσεων, εγκλωβισμένοι στο παλαιοκομματικό πολιτικό κατεστημένο, βρέθηκαν στο τιμόνι του ΄Εθνους σε κρίσιμες στιγμές, την ώρα που τα πολιτικά πάθη υπονόμευαν την προσπάθεια. Το πρώτο ρήγμα του μετώπου δεν επήλθε στις όχθες του Σαγγαρίου, αλλά πολύ πριν στα γραφεία των πολιτικών, στα σαλόνια και στις γειτονιές των Αθηνών. Ο Διχασμός, που άρχισε να δείχνει το βλοσυρό πρόσωπό του από την αρχή κιόλας της θριαμβευτικής εξόρμησης των Βαλκανικών πολέμων, τραυμάτισε καίρια το Έθνος, ακριβώς την κρίσιμη εκείνη ώρα που δινόταν ο «υπέρ πάντων αγών», γι’ αυτό και το αποτέλεσμα υπήρξε συντριπτικό, ώστε να μιλάμε πλέον για εθνική καταστροφή εφάμιλλη, αν όχι μεγαλύτερη, κι απ’ αυτήν ακόμη την Άλωση του 1453. Γιατί δεν ήταν μόνο οι θάνατοι, οι καταστροφές, η θηριωδία του τουρκικού όχλου, ο ανθρώπινος πόνος, ο χαμός. Ήταν και κάτι άλλο, άγνωστο μέχρι τότε στην ανθρώπινη ιστορία: το φρικτό μέτρο της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών, που έγινε δεκτό έπειτα από τις αφόρητες πιέσεις της τουρκικής πλευράς. Ενάμισυ εκατομμύριο πρόσφυγες θα αποχαιρετήσουν τη γη των πατέρων τους σε μία έξοδο βιβλικών διαστάσεων, και έπειτα από χιλιάδες χρόνια η ελληνική παρουσία θα εκλείψει από τη γη της Μικρασίας...
Κανείς τους δεν ήθελε να φύγει -τους έφεραν... Τους έφεραν στιβαγμένους στα καράβια της προσφυγιάς, σε μια πατρίδα που καθημαγμένη προσπαθούσε να συγκεντρώσει τα κομμάτια της. Μόνη περιουσία τα λιγοστά ρούχα τους και πολύτιμα κειμήλια από την Πατρίδα που έχασαν, τα εικονίσματά τους. Δεν έγιναν δεκτοί με ενθουσιασμό από κανέναν. Νοικοκυραίοι του χθες, κατάντησαν διακονιάρηδες («δε βούλιαζε το καράβι που σας έφερε...»). Μόχθησαν και πάλεψαν με όλες τις αντιξοότητες, μα στο τέλος τα κατάφεραν. Στάθηκαν στα πόδια τους, πρόκοψαν, διακρίθηκαν στον κοινωνικό στίβο, βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή κάθε προσπάθειας για μια καλύτερη Ελλάδα. Το μυστικό ίσως βρίσκεται στη δήλωση του Γιάννη Καψή, γιου Σμυρνιού δημοσιογράφου και πολιτικού: προκόψαμε γιατί δίπλα στις σκηνές μας, πριν χτίσουμε σπίτια, χτίζαμε πρώτα εκκλησία και σχολείο.
Κάπως έτσι ήρθαν πριν από 90 περίπου χρόνια οι πατέρες μας σε τούτη τη γωνιά της μακεδονικής γης, στην άλλη άκρη του ελληνικού χώρου. Όχι χωρίς προβλήματα, (ιδιαίτερα στις αρχές), γρήγορα δέθηκαν μαζί της, ταυτίστηκαν με τη μοίρα της, έσμιξαν με τον καρτερικό και πολυδοκιμασμένο λαό της και έδωσαν πρόθυμα το «παρών» σε κάθε αγώνα για εθνική ελευθερία, δημοκρατία, πνευματική πρόοδο. Μα πάντα, και στις ώρες της πιο μεγάλης χαράς, διακρινόταν καθαρά πάνω τους ο καημός που σφράγισε τη ζωή τους και συνοψιζόταν σε μια λέξη: Πατρίδα. Ο καημός για την πατρική γη, που τον έκαναν τραγούδι, παραμύθι, θρύλο, προφητεία, και μας τον παρέδωσαν. Κι εμείς, οι απόγονοί τους, τρίτης γενιάς πρόσφυγες, «Πατρίδα» λέμε ακόμη την ευλογημένη εκείνη γη, που οι περισσότεροι ούτε καν επισκεφτήκαμε. Και έτσι θέλουμε να το περάσουμε και στα παιδιά μας και στα παιδιά των παιδιών μας...
Ενενήντα χρόνους μετά, στεκόμαστε όλοι μαζί σ’ ένα σύνορο που μας τρομάζει. Ο χάρτινος πύργος της ευδαιμονίας μας κατέρρευσε με πάταγο, και, χωρίς σταθερό έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μας, θαρρείς μετέωροι, τρέμουμε το κενό που χάσκει μπροστά μας. Την είπαν «οικονομική» την κρίση που περνούμε, μα το ξέρουμε πως είναι κάτι πιο σοβαρό. Είναι κρίση αξιών, κρίση ταυτότητας, κρίση καρδιάς. Πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση θα το νιώσουμε εάν αναμετρηθούμε με εκείνη τη γενιά που βάσταξε στη ράχη της τα τερτίπια της ιστορίας. Την περιγράφει ο Ηλίας Βενέζης, εκλεκτό βλαστάρι της Αιολικής γης:
«Μπορούμε να πούμε με ήσυχη καρδιά πως ό,τι έπρεπε το επράξαμε σωστά. Είχαμε κάποτε ένα όνειρο την Ελλάδα της Μεγάλης Ιδέας. Πολεμήσαμε για την Ελλάδα αυτήν και καταματώσαμε. Συνθηκολογήσαμε με το πεπρωμένο, όταν χρειάστηκε να συνθηκολογήσουμε. Πεινάσαμε και είδαμε τα παιδιά μας να πέφτουν στους παγωμένους δρόμους για να μη ξανασηκωθούν πια. Χρειάστηκε να μαζεύουμε τους νεκρούς μας με τα κάρα απ’ τους δρόμους και να τους θάβουμε άκλαυτους σε ανώνυμους τάφους. Γυμνοί, πεινασμένοι, ανέστιοι, δεν αφήσαμε να αφανιστή η ψυχή μας και το σώμα μας. Η προγονική εύκλεια, η αγάπη του τόπου μας, το πάθος για το χώμα και για την ιστορία μας, το φιλότιμο να μη ντροπιαστούμε και να μη ντροπιάσουμε το όνομα που μας κληροδότησαν – όλα είχαν γίνει φωτιά που μας έκαιγε και φώτιζε το δρόμο μας. Λέμε πως, δόξα τω Θεώ, πορευτήκαμε καλά και δεν λυγίσαμε. Με το χέρι στην καρδιά μπορούμε να πούμε πως όταν ήρθε η ώρα να περάσουμε απ’ τη Στενή Πύλη περπατήσαμε με το μέτωπο ψηλά, γιατί είχαμε κάμει το χρέος μας.»
Κάπως έτσι περιέγραψε ο μεγάλος Μικρασιάτης τη γενιά της καταστροφής αλλά και τη δική μας γενιά -όμως από την ανάποδη:
- Η καλοζωισμένη γενιά μας, δεν μπορεί να καυχηθεί πως πέρασε απ’ τη Στενή Πύλη με το μέτωπο ψηλά, γιατί δεν έκαμε το χρέος της, παρά μόνο έσκυψε δουλικά και υποτάχθηκε για λίγη καταναλωτική ευμάρεια. Έτσι εμφανίζεται έτοιμη να κλείσει βιαστικά όλα τα εθνικά της θέματα, να υποχωρήσει σε όλα τα μέτωπα, φτάνει να εξασφαλίσει μερικές ακόμη δόσεις δανείου...
- η καλοζωισμένη γενιά μας, δεν είδε τα παιδιά της να πεθαίνουν από την πείνα του σώματος, αλλά τα παράτησε και γυμνά και ανέστια, και πεινασμένα, σ’ ένα λιμό που δε σκοτώνει μόνο το σώμα μα και την ψυχή, τον πνευματικό λιμό. Τα παράτησε αφήνοντάς τα να μεγαλώσουν μπροστά στο γυαλί της τηλεόρασης, να ψάχνουν νόημα και πρότυπα βίου στα σάπια είδωλα του star system, να αναζητούν τη φιλία και την ανθρώπινη σχέση μπροστά από μια οθόνη στα επικίνδυνα μονοπάτια του internet...
- η καλοζωισμένη γενιά μας, η γενιά που δέχεται να καλείται «συνωστισμός» η σφαγή της Σμύρνης· η γενιά που αποκαθηλώνει η ίδια τους ήρωές της παραδίδοντάς τους κατασυκοφαντημένους στη χλεύη· η γενιά που ανέχεται ελαφρά τη καρδία την κλοπή της ιστορίας της από τον πρώτο τυχόντα, αυτή η γενιά, δε φαίνεται να έχει ούτε πάθος για το χώμα και την ιστορία της, ούτε το φιλότιμο να μη ντροπιάσει το όνομά της
Είναι άραγε αυτή η ήττα μας οριστική; Είναι το τέλος της Ελλάδας; Μήπως, όπως έχει γραφτεί από σοβαρούς διανοητές, παρακολουθούμε ήδη την κηδεία του ιστορικού μας έθνους; Ελπίζουμε, θέλουμε να ελπίζουμε, πως όχι, πως όλα θα ξεπεραστούν, πως θα ξαναβρούμε το δρόμο μας. Για να μη μείνει όμως η τούτη ελπίδα απατηλή ψευδαίσθηση οφείλουμε να αναζητήσουμε τι είναι εκείνο που θα την υποστασιάσει, που θα της δώσει σάρκα και οστά.
Και η αναζήτηση, πρέπει να ξεκινήσει από μέσα μας. Από τη μνήμη και, πιότερο, από την καρδιά μας. Είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαίο να ξαναπιάσουμε επαφή με τη συλλογική μας μνήμη, με οδηγό τον Ελύτη που ορθοτομεί: «μνήμη του λαού μου, σε λένε Πίνδο, σε λένε Άθω». Απέναντι σε αυτήν τη μνήμη είναι ανάγκη να σταθούμε με σεβασμό και, αφού αποκαταστήσουμε τη σχέση μας μαζί της, να την περάσουμε στις ψυχές των παιδιών μας, για να έχουν ένα αποκούμπι, ένα σταθερό σημείο αναφοράς, και να μη χάνονται στους δύσκολους καιρούς που ζούνε.
Είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαίο να αρχίσει να θερμαίνεται η καρδιά μας και να βρίσκει το φυσιολογικό της βήμα, που θα πει να βρούμε το πρόσωπό μας, το αυθεντικό και αφτιασίδωτο, μέσα από την πνευματική παρακαταθήκη που μας άφησαν οι γενιές των πατέρων μας, μέσα από την παράδοση της Ορθοδοξίας και την προγονική δόξα. Τότε μόνο θα μπορέσουμε να προσπεράσουμε τις σειρήνες της πρόσκαιρης ευδαιμονίας, και με καρτερία, πίστη και διάθεση για αγώνα, να εκπληρώσουμε το χρέος μας, όπως το ορίζει ο Κωστής Παλαμάς:
«Χρωστάμε σε όσους ήρθαν, πέρασαν, θα ’ρθούνε, θα περάσουν.
Κριτές θα μας δικάσουν οι αγέννητοι, οι νεκροί.»
Ενενήντα χρόνους μετά τη μεγάλη καταστροφή είμαστε και πάλι αντιμέτωποι με το πεπρωμένο της Ρωμιοσύνης. Καλούμαστε να πορευθούμε «διά πυρός και σιδήρου», ανάμεσα από Συμπληγάδες πέτρες και συμφορές ποικίλες, με τη βεβαιότητα πως πάντοτε μετά το σταυρό ακολουθεί η Ανάσταση. Ίσως αυτή η, πέρα από κάθε λογική, βεβαιότητα, είναι η κρίσιμη λεπτομέρεια, που δεν υπολόγισαν όσοι «ντυμένοι φίλοι» (δανείζομαι τον όρο από τον Ελύτη) πανηγυρίζουν για την ήττα μας. Μπορεί να κάνουν δικό τους τον πλούτο μας, μπορεί -να μη δώσει ο Θεός- να ελέγξουν ως κι αυτήν τη γη μας, όμως στα άδυτα της ψυχής μας δε θα μπορέσουν εύκολα να μπουν. Κι αν οι πολλοί φαίνονται να έχουμε απολησμονηθεί σε έναν τρόπο ζωής που καθημερινά υποβαθμίζει τον πολιτισμό, το ήθος, την αισθητική μας, σώζεται και θα σώζεται πάντα η μαγιά, πού ’λεγε ο Μακρυγιάννης, που χρειάζεται για την αναγέννηση. Σώζεται ακόμη τόση δόση φιλοτίμου όση χρειάζεται για να πούμε στις δύσκολες ώρες που θά ’ρθουν “τι είναι αυτά μπροστά σε ό,τι υπέφεραν οι πατέρες μας;”, και έχοντας την παρηγοριά αυτού του μέτρου να στερεωθούμε στα πόδια μας, ανυποχώρητοι στα όρια που έθεσαν εδώ και αιώνες πολλούς, στρατιές μαρτύρων και ηρώων.
Δεν τέλειωσαν λοιπόν μαζί μας οι αλαζόνες, «φιλάνθρωποι» δανειστές μας, που πείστηκαν ότι ελέγχοντας τα Μέσα πληροφόρησης, τους θεσμούς, τα πρόσωπα, εξασφάλισαν την υποταγή μας. Τό ’γραψε προφητικά ο Αντρέας Καρκαβίτσας στα «Λόγια της πλώρης»:
« Έλληνας! σου λέει ο άλλος. Δεν είναι παίξε γέλασε. Έχουμε τα κακά μας, δε λέω. Πήραμε δρόμο στραβό σαν το κακοκυβερνημένο πλεούμενο. Μα δεν είμαστε και ντιπ για πέταμα. Και να είμαστε για πέταμα, πάλι δε θα χαθούμε. Θέλουμε δε θέλουμε, θα ζήσουμε. Θα ζήσουμε και θα θεριέψουμε και θα δοξαστούμε, όπως και πρώτα.»
Οι νεκροί της Μικρασίας μάς καλούν σήμερα, που τιμούμε τη μνήμη τους, να σταθούμε σαν Έλληνες, ο καθένας ενώπιος ενωπίω, με αυστηρότητα προς τον εαυτό μας, να μετρήσουμε τα έργα μας και να δώσουμε λόγο στους πατέρες και στα παιδιά μας.
Στο προσκλητήριο της Ιστορίας καμιά ολιγωρία δε δικαιολογείται, καμιά φυγομαχία δεν είναι ανεκτή. Ευχή και κατάρα σε τούτο το μόχθο η παλαιά επιταγή:
«τήν πατρίδα ουκ ελάττω παραδώσω»
Καλό αγώνα!