ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ - ΑΦΙΕΡΩΜΑ...
7 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1912
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ
ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ Ο ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΗΣ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΡΤΗΣ
Επιμέλεια: Σπύρος Παπαχαρίσης
για την Εβδομαδιαία Εφημερίδα
"Φωνή της Φλωρίνης"
Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα της Φλωρίνης «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΩΝΗ» το 1954 σε έντεκα συνέχειες. Είναι ουσιαστικά επιστολή – απάντηση του ε.α. τότε Στρατηγού Ιωάννου ’ρτη στα όσα είχε γράψει σχετικά με την απελευθέρωση της Φλώρινας από το Τουρκικό ζυγό ο πρώτος Δήμαρχος Φλώρινας Τέγος Σαπουντζής στο εκδοθέν εκείνο το έτος «Λεύκωμα Φλωρίνης». Συγχρόνως δε απαντά και στο Γεώργιο Μόδη για τα όσα είχε πει στον εκφωνηθέντα λόγο του για τα ελευθέρια της Φλώρινας του έτους 1953.
Επιστολή η οποία απαντούσε και πάλι στον Τέγο Σαπουντζή και στον Μητροπολίτη Πολύκαρπο (Μητροπολίτη της Φλώρινας κατά την ημέρα της απελευθέρωσης της Φλώρινας) είχε αποστείλει προς δημοσίευση στην εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ» της Φλώρινας ο Ιωάννης ’ρτης το 1936. Όμως λογοκριθείσα δεν δημοσιεύθηκε τότε. Αργότερα, το έτος 1981, αυτή η επιστολή δημοσιεύθηκε με επιμέλεια του κ. Λαζάρου Μέλλιου στο περιοδικό «Αριστοτέλης» του ομωνύμου συλλόγου στο τεύχος 150.
Η επιστολή του Ιωάννη ’ρτη που δημοσιεύθηκε το 1954 και αναδημοσιεύθηκε από την εφημερίδα «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ» το 2005 στο φύλλο 2162 της 4ης Νοεμβρίου έχει ως εξής:
Ανοικτή επιστολή
Προς
Τους κ.κ. Τον εξοχότατον πρώην υπουργό και ήδη επίλεκτον Βουλευτήν Κον Γεώργιον Μόδη και τον αξιότιμον πρώην Δήμαρχον κ. Τέγον Σαπουντζήν.
Αξιότιμοι κ.κ.
Προ ημερών ηξιώθην της τιμής παρά του ευγενεστάτου και αξιοτίμου Κυρίου Κωνσταντινίδου, Διευθυντού της εν Φλωρίνη εκδιδομένης εφημερίδος «Έθνος» να λάβω «Το Λεύκωμα της Φλωρίνης» εις το οποίον νομίζω ότι δικαιωματικώς θα έπρεπε να κληθώ και εγώ κατά την σύνταξίν του να μετάσχω ίνα εκθέσω πολλά άγνωστα γεγονότα τα οποία παρεπλάνησαν υμάς αι διάφοροι από σκοπού φήμαι των τριόδων ώστε ο κ. Σαπουντζής να δημοσιεύσει ότι η Φλώρινα απελευθερώθει υπό του ιππικού τη ενεργεία της συσταθείσης εκ προκρίτων επιτροπής και ο κ. Μόδης παρασυρθείς εβροντοφώνησεν εις τον λόγον του εκφωνηθέντα την 8ην Νοεμβρίου π.έ. ότι η Φλώρινα έγινε Ελληνική διότι «το ηθέλησεν και το εζήτησε και το επεδίωξε», τον οποίον λόγον του όταν ανέγνωσα εξεπλάγην και διερωτώμην εν εμαυτώ τι άραγε σημαίνουν οι λόγοι ούτοι; Αυτοί οι λόγοι όπως ελέχθησαν φαίνονται καθαρώς ως απάντησις αξιώσεως τινός και τότε ανεμνήσθην δημοσιεύματος τινός το οποίον εδημοσίευσε προ δύο έτών ο αξιότιμος κύριος και τα μάλα πατριώτης Κωνσταντινίδης εις την έγκριτον εφημερίδα του «Έθνος» σχετικώς με την υπέρ της Φλωρίνης δράσιν μου. Ταύτα δε τα υπαγόρευσε εις τον κον Κωνσταντινίδη η ευγένεια της ψυχής του, η συνείδησίς του, η αγάπη του προς την πατρίδα. Διότι περί υποχρεώσεων προς την Ελλάδα επρόκειτο. Πριν όμως προβώ εις λεπτομερείας θεωρώ ότι μοι επιβάλλεται να δηλώσω ότι ο σκοπός της παρούσης μου δεν έχει την έννοιαν να ζητήσω απόδοσιν ευγνωμοσύνης όπερ είναι τελείως αντίθετον προς τον χαρακτήρα μου και θεωρώ ότι ευγνωμοσύνη δεν ζητείται αλλά είναι κάτι που μόνον προσφέρεται από τας ευγενείς καρδίας. Ήδη δε αναγκάζομαι ν΄ αμυνθώ διότι με προκαλέσατε. Και δια να μην αμφιβάλλετε ευρίσκομαι εις την δυσάρεστον θέσιν να σας αναφέρω γεγονότα καταδεικνύοντα τον χαρακτήραν μου, τουτέστιν:
Κατά τον Νοέμβριον του 1915 ευρισκόμην εις Καστορίαν συνεορτάζων μετά των ευγενών Καστοριανών την επέτειον της απελευθερώσεως των και τότε επειδή επικειμένων βουλευτικών εκλογών ο αείμνηστος Δραγούμης, ενώ ο συνδυασμός του πιστός προς αυτόν τον ανέμενε να τον καταρτίση, αίφνης μανθάνει ότι Δραγούμης έλαβεν μίαν θέσιν εις τον αντίθετον συνδυασμόν Λιούμπη και ούτως ο εγκαταληφθείς συνδυασμός, μένων ακέφαλος εστράφη προς εμέ και μοι προσέφερε μετά παρακλήσεων και πίστεως την ηγεσίαν του.
Ηυχαρίστησα τούτους δια την τιμήν αλλά εδήλωσα ότι το τοιούτον αντέβαινε προς τον χαρακτήρα μου και εμείωνε την αξιοπρέπειάν μου το να ζητήσω αντάλλαγμα της εκτελέσεως του καθήκοντός μου. Εθεώρησα ότι ούτω θα εσπίλωνα την ηρωικήν μου αίγλη χάριν της πολιτικής. Παρίστατο δε η επιτυχία ασυναγώνιστός. Διότι οι παροτρύνοντές με ήσαν ο αείμνηστος Μητροπολίτης Καστορίας Ιωακείμ, ο Μουφτής Καστορίας εν συνεννοήσει μετά του Φλωρίνης, ο πρώτος παρακαλούσε δίδων μοι υποσχέσεις: «Δεν θα πάρετε ψήφο Τουρκική μαύρη. Θέλω να εκπληρώσω παραγγελία του πατέρα μου κ.λπ.». Ο Διοικητής της Χωροφυλακής Παπαγεωργίου οι αδελφοί Γκολογκίνα υποσχόμενοι δια τους Βουλγαρόφωνας. Και εν τέλει ολόκληρος η καλή κοινωνία της Καστορίας. Καθ΄ όσον τα γεγονότα της απελευθερώσεως ήσαν ακόμη νωπά και τούτο εβάρυνε την συνείδησίν μου. Αλλ΄ έμεινα αμετάπιστος διότι εθεώρησα κατάπτωσιν του ηθικού μου το να ζητήσω απόδοσιν της ευεργεσίας μου. Εκτός των ανωτέρω, έτερον γνώρισμα του χαρακτήρος μου μπορεί να ληφθεί και το εξής: Οι εκάστοτε Δήμαρχοι από του 1912 καλούντες με ίνα συνεορτάσω κατά την επέτειον της απελευθερώσεως εκ των Δημάρχων μόνον ο πρώτος Δήμαρχος ο αείμνηστος Αναστάσιος Ναούμ (ή Λουκίδης) τότε που τα γεγονότα ήσαν νωπά με εκάλεσεν με τον τίτλον του απελευθερωτού, όλοι δε οι λοιποί μεταγενεστέρως με καλούσαν με τον τίτλο πότε ως «συντελεστής» και πότε ότι «εισήλθα πρώτος» ουδέποτε δε έκαμα παρατήρησιν τινά, ή εχολώθην αλλά κατά περιόδους ηρχόμην διότι έχαιρεν η καρδιά μου να βλέπω ένα λαόν να χαίρη και να αισθάνωμαι ενδομύχως ότι ο αίτιος της γενικής αυτής χαράς με ηξίωσεν ο ύψιστος να είμαι εγώ. Κάποτε μάλιστα ένας Δήμαρχος εθεώρησεν καλόν να αφαιρέση από τον φερώνυμόν μου δρόμον την φερώνυμόν μου πινακίδα και να θέση άλλην με το όνομα συγγενούς του Μακεδονομάχου. Καίτοι τούτο μοι εγνώσθη εν τούτοις όχι μόνον δεν έκαμα παρατήρησιν τινά αλλά και κληθείς προς συνεορτασμόν μετέβην και η κατάστασις αυτή εξηκολούθη επί έτη πολλά χωρίς ποτέ να διαμαρτυρηθώ ή να δώσω προσοχήν, οπότε ξένοι προς εμέ αγανακτήσαντες εις την αγνωμοσύνην επεβλήθησαν και επανέφεραν την πινακίδα αλλ΄ όχι εις τον δρόμον, όστις δικαιωματικώς μου ανήκει. Διότι ο δρόμος μου είναι εκείνος επί του οποίου εξεδίωξα τον κατακτητήν.
Και τώρα εις το θέμα μου:
Εβροντοφωνήσατε εξοχώτατε (σ.σ. εννοεί τον Γ. Μόδη) ότι η Φλώρινα έγινεν Ελληνική διότι το ηθέλησε και το εζήτησε. Αλλά επί 5 αιώνας ήτο ευχαριστημένη και δεν το εζητούσε; Και από ποίον το εζήτησεν; Βέβαια όχι από εμένα ενώ εγώ είμαι εκείνος που την έκαμα Ελληνική. Αλλά θα μου πήτε από τον Διάδοχο. Είναι τόσο παιδαριώδης η απάντησις αυτή ώστε αρκεί να ερωτήσητε οιονδήποτε έχοντα ελαχίστην γνώσιν στρατιωτικήν και θα σας την απορρίψη όταν πληροφορηθή ότι απ΄ έξω από την Φλώρινα εστρατοπέδευον δύο Μεραρχίαι και δεν διέταξεν αυτάς να σπεύσουν και καταλάβουν με όλας τας δυνάμεις των, όπως έκαμεν αμέσως μετά την κατάληψιν αλλά θα περίμενε το ιππικόν ερεύνης να έλθη από το Γκορνίτσοβο που διέθετε μόνον 160 ιππείς να το ρίψη επάνω στην στρατιά να την εκδιώξη, να καταλάβη την πόλιν προ των Σέρβων;
Διολ΄ αυτά υπήρχεν λόγος σοβαρός τον οποίον σεις δεν γνωρίζετε και τον οποίον σας αποκαλύπτω κάτωθι:
Την πρωίαν της 6ης Νοεμβρίου ο Σέρβος αρχιστράτηγος ειδοποίησε την Α.Υ. τον Διάδοχόν μας Κωνσταντίνον με τον υπίλαρχο Γεώργιον Γενηματά όστις έμενε ως σύνδεσμός μας εις το Σερβικόν στρατόπεδον με την εξής πληροφορίαν. Ότι «οι Σέρβοι δεν συνέλαβον απολύτως αιχμαλώτους εκ της υποχωρούσης από Περλεπέ στρατιάς του Τζαβήτ, αλλ΄ ως πληροφορούνται ολόκληρος η στρατιά εξ 60 χιλιάδων έρχεται με την απόφασιν να επιπέση με λύσσα κατ΄ επάνω μας οι δε Σέρβοι είναι τόσον κατάκοποι ώστε επί 5 ημέρας δεν θα δύνανται να μας προσφέρουν βοήθειαν ούτε δι΄ ενός στρατιώτου και να λάβη τα μέτρα του». Φαντασθήτε την ανησυχίαν του Διαδόχου δια την τύχην της 5ης Μεραρχίας ήτις ευρίσκετο μόνη. Αυτός λοιπόν υπήρξεν ο λόγος που και ο κ. Γενάδης ηρνήθη να βαδίση προς κατάληψιν της Φλωρίνης. Διότι είχε λάβη διαταγήν να καταλάβη θέσεις αμύνης και να μην προχωρήση. Διότι ο Διάδοχος μετά την ανωτέρω πληροφορίαν εξέδωκεν διαταγήν προς όλας τας μονάδας να σταματήσουν και να αναμένουν νεωτέραν διαταγήν, η οποία εξεδόθη αμέσως με συγκεντρωτικόν σκοπόν.
Κατωτέρω κατά την εξιστόρησιν της δράσεως του ιππικού θα αντιληφθήτε ώστε να ομολογήσετε ότι η βάσις εφ΄ ης στηρίζετε τους συλλογισμούς σας είναι σαθρά. Και ότι δεν απελευθερώθη η Φλώρινα «διότι το ηθέλησεν και το εζήτησεν από τον Διάδοχον». Ούτε από την ώθησιν του Διαδόχου προς το ιππικόν, αλλά διότι η καλή μοίρα έφερεν εμέ και την απελευθέρωσα παραμερίσας όλας τας αντιξόους περιστάσεις και πάντα κίνδυνον.
Η ΔΡΑΣΙΣ ΤΟΥ ΙΠΠΙΚΟΥ ΕΡΕΥΝΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΩΣ
Το ανεξάρτητον ιππικόν ερεύνης δυνάμεως 160 ίππων ευρισκόμενον την 1ην Νοεμβρίου 1912 εν Λαγκαδά διετάχθη και ανεχώρησε δια Θεσσαλονίκην και την επομένην προς Φλώρινα και Μοναστήριον. Αλλά καθ΄ οδόν επληροφορήθη ότι το Μοναστήριον κατελήφθη υπό των Σέρβων οίτινες και αιχμαλώτισαν ολόκληρον την στρατιά του Τζαβήτ πασά δυνάμεως 40 χιλ. στρατού εν Περλεπέ. Αλλά την επομένην η είδησσις περί αιχμαλωσίας διεψεύσθη και το ιππικόν εξηκολούθησε την προς Φλώρινα κατεύθυνσίν του. Την 6ην Νοεμβρίου ευρίσκετο εις Γκορνίτσοβον ένθα διενυκτέρευσεν. Και την πρωίαν της 7ης Νοεμβρίου ανεχώρησεν με την αυτήν προς Φλώριναν κατεύθυνσίν του. Ίλη της εμπροσθοφυλακής δια την ημέραν της 7ης ωρίσθη ίλη ανήκουσα εις την επιλαρχίαν μου, και επειδή εις τας περιστάσεις αυτάς εγώ εσυνείθιζα να τίθεμαι καθ΄ όλην την πορείαν με την κεφαλήν της εμπροσθοφυλακής ίνα κατευθύνω εγώ την πορείαν εβάδιζα με την κεφαλήν. Καθ΄ οδόν συνηντήθημεν μετά του υπιλάρχου κ. Γ Γενηματά, επιστρέφων εις την θέσιν του όστις μας εγνώρισεν τας πληροφορίας τας οποίας μετέδοκεν εις τον Διάδοχον και τας οποίας ανωτέρω αναφέρω. Και μας προσέθεσεν ότι πράγματι οι Σέρβοι είναι κατάκοποι, αλλά προ παντός έχουν ανάγκην ανασυντάξεως. Όταν δε εφθάσαμεν εις τα υψώματα της Ρόσνας παρετήρησα εκείθεν ότι εις τον σταθμόν Φλωρίνης εστάθμευον πολλαί αμαξοστοιχίαι με τας μηχανάς υπό ατμόν και με κατεύθυνσιν προς Μοναστήριον.
Αι αμαξοστοιχίαι δε αυταί καταλαμβανόμεναι θ΄ αποτέλουν πολύτιμον προσφοράν εις τον στρατόν μας. Διότι η κατάστασις των οδών και η εξάντλησις των ίππων μας έφεραν πολλάς δυσχερίας εις την κίνησιν των Μεραρχιών μας. Διό και αμέσως εγκατέλειπον την θέσιν μου παρά τη κεφαλή της εμπροσθοφυλακής αντικατασταθείς υπό του ιλάρχου εις τον οποίον έδοκα την διαταγήν να βαδίση προς Φλώριναν ενώ εγώ παραλαβών 10 οπλίτας έσπευσα προς κατάληψιν του σταθμού τον οποίον και κατέλαβον ευκόλως και αφού ενήργησα την σχετικήν επιθεώρησιν και αντικατέστησα την φρουράν εξασφαλίσεως αμαξοστοιχιών κ.λπ. έσπευσα προς συνάντησιν της εμπροσθοφυλακής. Καθ΄ όσον επλησιάζαμεν εις την Φλώρινας και παρά του προσωπικού του σταθμού επληροφορήθην ότι ο Τουρκικός στρατός έρχεται προς Φλώριναν. Όταν επλησίασα προς το Αρμενοχώριον παρετήρησα μετ΄ εκπλήξεως ότι κατά το διάστημα της απουσίας μου το Σύνταγμα είχε φθάσει και έμενεν ιστάμενον όπισθεν του χωρίου. Αλλά μόλις προσπέρασα το χωρίον συνήντησα όλην την εμπροσθοφυλακή ισταμένην έμπροσθεν του χωρίου και εις ερώτησίν μου προς τον ίλαρχον περί του αιτίου της στάσεώς των, αντί άλλης απαντήσεως μου υπέδειξεν δια κινήσεως της κεφαλής του και δια του βλέμματός του την προ αυτών οδόν Μοναστηρίου Φλωρίνης, προσθέσας ότι ανέφερεν εις τον διοικητήν την παρουσίαν και τα κινήσεις του εχθρού, όστις και ανέφερεν εις το Γεν. Στρατηγείον. Η παρουσιαζομένη περίστασις παρουσιάζετο άκρως σοβαρά. Κατά τους κανονισμούς ο ρόλος του ιππικού ετελείωσε δια της αναφοράς την οποίαν ο Διοικητής μου υπέβαλεν εις το Γεν. Στρατηγείον και δια της οποίας ανέφερεν ότι ο εχθρός δυνάμεως περί τας 70 χιλ. πάνοπλος με πολλά τηλεβόλα (ως υπό χωρικών επληροφορείτο) διέρχεται την πόλιν της Φλωρίνης καταλαμβάνων τα περί το Πισοδέρι υψώματα. Το ιππικόν ερεύνης δεν ηδύνατο άλλην υπηρεσίαν να προσφέρη. Αλλ΄ εις εμέ ενεποίησε μεγάλην αίσθησιν το ότι ο στρατός αυτός (όστις και μοι τον παρουσίαζαν ότι ήρχετο να πέση με λύσσα επάνω μας) και ενώ διέρχεται τόσον πλησίον μας και αντιλαμβάνεται τον στρατόν μας ιστάμενον τόσον πλησίον και τον ανέχεται δεν θα είναι τόσον επίφοβοι. Και στραφείς προς τον ίλαρχον τον ηρώτησα «αυτός ο στρατός σας έφερεν καμμίαν αντίστασιν; σας επυροβόλλησεν;» ο ίλαρχος μοι απάντησεν αρνητικώς. Εις την απάντησιν αυτήν έλαβα την απόφασίν μου. «Να δοκιμάσω το ηθικόν του εχθρού». Και επειδή η επιχείρισις ήτο λίαν επικίνδυνος δεν παρέλαβον μαζύ μου ολόκληρον την εμπροσθοφυλακήν ίνα μη πέσω εις παγίδα. Αλλά εκάλεσα μόνον την κεφαλήν αυτής του δε άνδρας του κορμού διέταξα των ίλαρχον, μόλις απομακρυνθώσι ελάχιστα βήματα να διατάξη αυτούς να ετοιμασθώσι προς πυροβόλησιν και να αναμένουν έτοιμοι ώστε εις πρώτην βολήν του εχθρού καθ΄ ημών να αρχίσουν ταχύ πυρ εναντίον των βαλόντων καθ΄ ημών ίνα τους απασχολήσουν. Και τεθείς εμπρός διέταξα τους άνδρας της κεφαλής να με ακολουθήσουν ξιφήρεις.
Οι χωρικοί και εν γένει οι βλέποντες ημάς να βαδίζοντες προς την πόλιν προσπαθούσαν να μας αναχαιτίσουν εις τον σκοπόν μας, ικετεύοντες να μη προχωρήσωμεν. «Που πάτε, είναι χιλιάδες στρατός Τουρκικός μέσα». Ενώ ουδεμία ανάγκη τοιαύτης βεβαιώσεως υπήρχεν καθ΄ όσον ενώπιον και πέριξ ημών ευρίσκοντο και Τουρκικός στρατός και εναντίον αυτών εβαδίζομεν.
Τέλος επλησίασα εις την είσοδο της πόλεως και προς τους πρώτους που επλησίασαν διέταξα μετά σοβαρότητος να σταματήσουν και να καταθέσουν τα όπλα των και μετά πολλής χαράς είδον να τα καταθέτουν και τότε τους διέταξα να αποσυρθώσι και να μεταβώσι όπου ήθελαν και χωρίς να δείξουν ουδεμίαν δυσαρέσκειαν το έπραξαν. Και οι δεύτεροι ερχόμενοι ήταν έτοιμοι να συμμορφωθούν με τους πρώτους και άμα τη διαταγή μου προθύμως συνεμορφώθησαν και οι τρίτοι επίσης κ.λπ. Τότε ανέφερα επειγόντως προς τον Διοικητήν μου ότι «η πόλις της Φλωρίνης είναι πλήρης Τουρκικού στρατού αλλ΄ ο στρατός αυτός είναι τελείως αποτεθαρρημένος και θα τον προσβάλω ίνα καταλάβω την πόλιν προ των Σέρβων οίτινες είμαι πλέον ή βέβαιος ότι από στιγμής εις στιγμήν θα παρουσιασθώσιν. Και δια την επιτυχίαν της επιχειρήσεώς μου έχω ανάγκην ενισχύσεως ενός ουλαμού». Αλλ΄ ο Διοικητής μου όχι μόνον δεν με ενίσχυσε αλλ΄ απέκρουσε τον σκοπόν μου ανακαλέσας εν ταυτώ και ολόκληρον την εμπροσθοφυλακήν οραματιζόμενος πλέον την βεβαίαν απώλειαν της Φλωρίνης ως και τα ενδότερα αυτής χωρία και πόλεις της Δυτικής Μακεδονίας. Ηναγκάσθην να εγκαταλείψω την ενέργειαν του αφοπλισμού και να μεταβώ αυτοπροσώπως και παριστών τα τελούμενα προ της πόλεως κατορθώσω να μεταπείσω τον Διοικητήν μου. Και να μην διακοπή το τόσον καλώς λειτουργούν έργον του αφοπλισμού των επερχομένων. Εκάλεσα τον αξιωματικόν της κεφαλής και με αντεκατέστησε, εγώ δε σπεύσας όσον ηδυνάμην ταχύτερον (διότι σε κάθε στιγμή που παρήρχετο εφοβούμην την παρουσίαν Σερβικού ιππικού). Ο Διοικητής μου μεθ΄ όλας τας παραστάσεις και τας ικεσίας μου έμενεν ανένδοτος θεωρών ωε άφρονα επιχείρισιν την υπ΄ εμού μελετωμένην και δια να μη παρέρχονται μέτην αι πολύτιμοι στιγμαί επέστρεψα με την ελπίδα να αποφασίσω την εκτέλεσιν μετά της εμπροσθοφυλακής μου. Αλλά επανελθών παρετήρησα ότι ο ίλαρχος μετά του κορμού αυτής είχεν επιστρέψη και ενωθή με το Σύνταγμα όπισθεν του Αρμενοχωρίου. Φαντάζεσθε κύριοι την απελπισίαν μου.
Αλλά δεν απελπίζομαι και αποφασίζω έχων πάντοτε υπ΄ όψει τον εχθρόν ότι με τοιούτον εχθρόν δεν έπρεπε να χάσω την ευκαιρίαν. Και καλέσας τους ελαχίστους αυτούς παρόντας άνδρας της κεφαλής (15 τον αριθμόν) ήρχισα να τους ομιλώ ίνα τους ενθουσιάσω και δεχθώσι να με βοηθήσουν. Αλλά πρωτού εκφράσω τον σκοπόν μου καθαρώς διακόψας με ο αξιωματικός των υπίλαρχος Παναγιώτης Νικολαϊδης είπε: «Κε επίλαρχε μην κεφαλοπονάς πολύ γιατί όλοι μας είμεθα σύμφωνοι μαζύ σας και μη βραδύνετε, τεθήτε εμπρός και ημείς κοντά σου όπου μας πας». «Και στην φωτιά θα πέσωμε μαζύ σου».
Αλλά ο αριθμός των οπαδών μου ήτο τελείως μη υπολογίσιμος. Πλην δε τούτου έπρεπε να προβώ εις καταδίωξιν αφού αφοπλίσω τους εντός της πόλεως ατάκτους ίνα εξασφαλίσω την πόλιν εκ τυχόν επαναστροφής του εχθρού και κυριεύσω και τα τηλεβόλα του εχθρού τα οποία ασφαλώς ένεκα της καταστάσεως των οδών μετά πολλών δυσχερειών θα προχωρούσαν. Διό αμέσως κατά κανόνα έπρεπε να αποστείλω ανιχνευτάς αλλά τοιούτοι ήσαν εντελώς περιττοί καθ΄ όσον μας ήταν πλέον ή γνωστόν ότι η πόλις έβριθε Τουρκικού στρατού, διό και αμέσως έστειλα ένα δεκανέα μετά δύο ιππέων εις τους οποίους εσύστησα να βαδίζουν ξιφήρεις και σωβαροί να μεταβώσιν εις τον Μητροπολίτην ίνα του αναγγείλωσιν ότι «ο αξιωματικός του Ελληνικού στρατού σας αναμένουν εις την είσοδον της πόλεως να του την παραδώσητε». Και αυτός άνευ ελαχίστου δισταγμού επροχώρησεν. Διότι επί τόσας ώρας επιδίδοντο εις τον αφοπλισμόν και μετέδωκαν της προς την Μητρόπολιν αίτησίν μου. Αλλ΄ ο Μητροπολίτης βλέπων την προ της Μητροπόλεως Τουρκοπλημμύραν εδειλίασε και μου απήντησε δια παρακλήσεως να αναβάλω δια την επομένην το έργον μου αυτό της παραδόσεως, οπότε ο Τουρκικός στρατός θα έχει πλέον διέλθη ίνα μη τυχόν προκληθή σύρραξις και σφαγαί. Η απάντησις αυτή του Μητροπολίτου με ετάραξε υπερβολικά όχι δι άλλον λόγο αλλά διότι ήμουν πλέον ή βέβαιος ότι από στιγμής εις στιγμήν θα ενεφανίζετο το Σερβικόν ιππικόν και η Φλώρινα θα απόλετο. (Καθ΄ όσον όρος απαράβατος των ηττημένων παρακολουθεί ο νικητής και παρενοχλεί ώστε αι δυσχέρειαι αι συναντόμεναι καθ΄ οδόν ν΄ αποβαίνουν εις όφελός του.) Και δια να επιτύχω εις τον σκοπόν μου ηναγκάσθην να καταφύγω εις την απάτην και καλέσας δύο υπαξιωματικούς τους επιλοχίαν Δήμου Δήμον και νυν υποστράτηγον ε.α. και τον αείμνηστον λοχίαν Γεώρ. Ριζόπουλον τους διέταξα να σπεύσουν προς τον Μητροπολίτην και του μεταδόσουν την παράκλησίν μου, ότι «εάν δεν σπεύση να εξέλθη θα με αναγκάση να απέλθω μαζύ με τον στρατό μου και εις ότι συμβεί ο υπαίτιος θα είναι αυτός». Ούτως εξαπάτησα τον Μητροπολίτην ότι δεν εσκόπουν να εισέλθω. Και ως μου έλεγε κατόπιν την επομένην εν ομιλία μεταξύ μας «όταν από το παράθυρόν του είδε τους στρατιώτας μου ξιφήρεις να διέρχονται σοβαροί μέσω των Τούρκων και αυτούς να παραμερίζουν και ανοίγουν διάβασιν καταβιβάζοντες τας κάννας των όπλων του, τότε ανεθάρρυσε και παρήγγειλε και του Μουφτή όστις εις το άκουσμα ότι Έλλην αξιωματικός μας καλεί έξω να του παραδώσωμε την πόλιν «Αμάν» είπε και έπεσε λιπόθυμος και γι΄ αυτό εβραδύναμε». Πράγματι είχον βραδύνη πλέον της μιας ώρας εγώ δε έτρεμα από τον τρόμον μου μη δια της παρελεύσεως της ώρας εμφανισθώσιν οι Σέρβοι. Αλλ΄ η μοίρα της Ελλάδος και της Φλωρίνης εβοήθησεν και ενεφανίσθησαν όχι μετά τρίωρον που δημοσιεύετε αλλά νομίζω όχι πλέον της μιας ώρας μετά την κατάληψιν υπ΄ εμού. Και επιτέλους προσήλθον οι θρησκευτικοί αρχηγοί συνοδευόμενοι όχι κ. Σαπουντζή υπό όχλου μετά σημαιών και ασμάτων θουρίων και με ψαλμωδίες «Χριστός ανέστη» αλλά μόνον υπό 5 ατόμων οίτινες επειδή εφοβούντο ερχόμενοι άνευ λευκής σημαίας στο δρόμο που περνούσαν διότι δεν ήλθον από δημοσίους δρόμους και από την πλατείαν αλλά από στενά σοκάκια, στο σοκάκι λοιπόν που περνούσαν βρήκαν ένα παράθυρο ανοικτό και αφαιρέσαντες τον λευκόν του μπερντέ τον εκρέμασε ο γραμματεύς της Δημαρχίας όπως μπόρεσε στο μπαστούνι του ως σύμβολον ειρήνης όλοι δε οι κάτοικοι όταν επληροφορήθησαν την εμφάνισιν του Ελληνικού στρατού, και έχοντες υπ΄ όψιν τας σφαγάς των Σερβίων φοβηθέντες σύρραξιν και σφαγάς εκρύβησαν.
Ως προς δε τα θούρια άσματα και τον σημαιοστολισμόν ουδεμία σημαία ενεφανίσθη. Και ήτο τούτο φυσικόν αφού ως και υμείς οι ίδιοι παραδέχεσθε, ότι η τύχη της καταλήψεως της Φλωρίνης ήτο αμφίβολος εάν θα ήτο Ελληνική και μάλλον διεφαίνετο ως κλίνουσα υπέρ της Σερβίας όπως ασφαλώς θα συνέβαινε εάν το Σερβικόν ιππικόν εβάδιζεν ως εβάδιζα εγώ αφού μάλιστα οι τούρκοι εβάδιζαν άνευ οπισθοφυλακής (πρωτοφανές).
Σεις δε κύριε Σαπουντζή βεβαίως δεν είσθε μεταξύ των 5 συνοδών, ίσως δεν είχατε ακόμη επανέλθη εκ της αποστολής σας μετά της επιτροπής, άλλως θα εγνωρίζατε και τα δημοσιευόμενά σας τα οποία είναι παρεξήγησις και σύγχισις των παραστάσεων, δεν θα ήσαν ως τα δημοσιεύετε διότι συγχίζουν ασφαλώς την ημέραν και τας εορτάς με την υποδοχήν του Διαδόχου. Φαντάζομαι δε ότι η επιτροπή δεν είχεν επανέλθη καθ’ όσον αν όχι όλα τα μέλη αυτής τουλάχιστον μερικοί εξ αυτών θα παρίσταντο κατά την παράδοσιν της πόλεως ενώ οι παριστάμενοι ήσαν αάνθρωποι του λαού και μόνος σημαίνων ήτο ο γραμματεύς της Δημαρχίας (νομίζω Γκέσκος ονομαζόμενος). Υμάς δε κ. Σαπουντζή σας γνώρισα το πρώτον την πρωίαν της 8ης Νοεμβρίου μόλις εξήλθον του δωματίου μου όπου και είχα φιλοξενηθή εις την Μητρόπολιν ευρισκόμενον μετά του αδελφού του Μητροπολίτου και μιάς γυναικός και εις το αντρέ του μεγάρου της Μητροπόλεως ένθα ησχολήσθο, δια την κατασκευή της σημαίας της Μητροπόλεως αφού επρόκειτο να φιλοξενηθή ο διάδοχος. Όταν λοιπόν προσήλθον οι θρησκευτικοί αρχηγοί ο ομιλήσας πρώτος είμην εγώ και είπον ότι: «εν ονόματι του Βασιλέως Γεωργίου του Α΄ καταλαμβάνω την πόλιν της Φλωρίνης μετά της περιοχής αυτής, πάντες δε οι κάτοικοι αυτών έσονται ίσοι απέναντι των Ελληνικών νόμων». Δεν εγνώριζα ότι έπρεπε να κηρύξω τον στρατιωτικόν νόμον. Και μετ΄ εμέ ωμίλησεν δι ολίγων ο αείμνηστος Πολύκαρπος, ότι παραδίδει την πόλιν και δοξάζει τον Θεόν ότι η Φλώρινα γίνεται Ελληνική και υπόσχεται υποταγήν εις τους νόμους και τον Βασιλέα ζητωκραυγάσας τόσον χαμηλήν την φωνήν που ενεποίησεν εντύπωσιν εις τους ιππείς μου. Και μετά τούτων ωμίλησεν ο Μουφτής έναν εμπνευσμένον λόγον ειπών τα εξής: «Ημείς οι Τούρκοι ηυνοήθημεν απ΄ τον Κύριον και εδεσπόσαμεν του κόσμου όλου. Αλλά παρεκλίναμεν και ηθελήσαμεν να γίνωμεν κατακτηταί και τύραννοι. Και ο Θεός ωργίσθη καθ΄ ημών. Αλλά και πάλιν μετά πολλής επιεικείας μας έκρινε και μας δίδει σε καλά χέρια. Ας είναι ευλογημένον το όνομά του. Διό δηλούμεν ότι θα είμεθα οι πιστότεροι υπήκοοι του βασιλέως Γεωργίου. Ζήτω ο Βασιλεύς Γεώργιος ο Α΄». Σημειωτέον ότι ο Μουφτής εξεπαιδεύθη εν Λαρίση τυχόν του απολυτηρίου του Γυμνασίου. Μετά την ανωτέρω σκηνήν της καταλήψεως, εγώ απέστειλα και ειδοποίησα τον Διοικητήν μου ότι «η επιχείρησίς μου επέτυχεν και ήδη εξακολουθών την πορείαν μου σπεύδω εις καταδίωξιν του εχθρού προς ολοκλήρωσιν της νίκης μου ευελπιζόμενος ως και εκ της καταστάσεως των οδών την κυρίευσιν του πυροβολικού του και την διασποράν του εχθρού. Αμέσως ίππευσα προς εκτέλεσιν του σκοπού μου αναμένων και την έλευσιν του Διοικητού μου όστις όφειλε να με ακολουθήση. Μόλις ίππευσα σπεύσας ο αείμνηστος Μητροπολίτης εκράτησε τους χαλινούς του ίππου και μετά τρόμου με ηρώτησε συμβουλεύων με «που πας; είναι χιλιάδες στρατός μέσα». Του απάντησα «το ξέρω αλλ΄ αυτό αφορά εμέ σεις μεταβήτε στην Μητρόπολιν και υψώσατε την Ελληνικήν σημαίαν». Και κεντρίσας τον ίππον μου εισήλθον εις την πόλιν.
Οι πρώτοι τους οποίους συνήντησα εχθροί ήσαν 3 Αξιωματικοί έφιπποι. Εις Συνταγματάρχης μετά του υπασπιστού του, του διαχειριστού του και των εφίππων ιπποκόμων των. Τούτους ηχμαλώτησα όχι μετά πολλής δυσκολίας και καλέσας τον υπίλαρχον Νικολαϊδην τον διέταξα να κρατήση εκ των ιππέων μου 3 και να παραλάβη και φυλακίση τους αιχμαλώτους τούτους. Μετά ταύτα αφόπλισα πάντας τους περιφερομένους ενόπλους ίνα ελευθερωκοινωνήσουν οι κάτοικοι εν τη πλατεία και τους οδούς. Βλέπων δε ότι ο Διοικητής μου μετά του Συντάγματος δεν επαρουσιάζετο και εχάνετο πολύτιμος χρόνος δια την αποσυμπλήρωσιν του έργου μου, διήρεσα τους εναπομείνοντάς μοι 12 οπλίτας εις δύο ομάδας τοις συνέστησα να μη κάμωσι χρήσιν των όπλων των, παρά μόνον εν εσχάτη ανάγκη προς άμυναν, ίνα μη τους εξαγριώσωμεν. Και αφού τους έταξα εις δύο ομάδας αραιώς βαινούσας δεξιόθεν και αριστερόθεν μου εις τις πλαγιές της οδού εκράτησα δι΄ εμαυτόν το μέσον της οδού ως πλέον πολυάνθρωπον και ούτως ετέθημεν εις καταδίωξιν αφοπλίζοντες τους πάντας και μετά τον αφοπλισμόν των αποπέμποντες αυτούς. Πάντα δε ταύτα εγένοντο εν μεγάλη σπουδή με την ελπίδα να προλάβω τα πυροβόλα του εχθρού ένεκα της καταστάσεως των οδών. Ότε επλησιάζαμεν εις την γέφυραν η οποία ευρίσκεται άνωθεν του χωρίου ’ρμενσκο παρετήρησα μακρόθεν ότι προ της γεφύρας ευρίσκοντο αρκετά τηλεβόλα και διάφορα τροχοφόρα και πλησιάσας αντελήφθην ότι οι πυροβοληταί δια βραχιόνων έφερον τα τηλεβόλα επί της γεφύρας και εκείθεν τα ωθούσαν και τα εκρήμνιζαν εις το χάος της χαράδρας. Ειδόντες δε ημάς μακρόθεν εγκαταλείψαντες το έργον αυτό το τρίτον πυροβόλον ίππευσαν τους ίππους ελάσεως και απήλθον καλπάζοντες. Τούτους δεν ηδυνήθην να καταδιώξω διότι πριν να προβώ συνήντησα αξιωματικόν Τούρκον κρατούντα μαστίγιον και κτυπώντα τους στρατιώτας του ίνα τρέχουν και απομακρυνθώσι ούτος δε εις διαταγήν μου να παραδοθή μου απήντησε Γαλλιστί μετά θυμού: «πουρκουά» και ταυτοχρόνως έφερε την χείραν του εις το περί την οσφήν του κρεμάμενον περίστροφόν του. Αλλ΄ ευτυχώς τούτο ήτο κουμβομένον εις την θήκην του. Εγώ δε αμέσως τον ήρπασα εκ του τραχήλου του επενδύτου του και επειδή ήτο πολύ βραχύς και λεπτός τον ύψωσα και τον ετύναξα ταυτοχρόνως δε ξιέταξα τον ιπποκόμον μου να σπεύση και του αφαιρέση το πιστόλι του ενώ αυτός εφώναζεν καλών εις βοήθειαν τους στρατιώτας του ζητών να με πυροβολήσουν ενώ εγώ εξηκολούθην να τον τινάζω και φέρων το πρόσωπόν του μέχρι της εμπροσθίας αψίδος του εφιππίου μου εκτυπούσα την κεφαλήν του επ΄ αυτής και είχα κάμη καταματωμένον το πρόσωπόν του. Εν τω μεταξύ δε τούτου οι μεν στραττιώται του εβάδιζον αδιάφοροι ο δε ιπποκόμος μου επρόλαβε να του αφαιρέση το περίστροφόν του ότε τον ήκουσα να βλασφημή «άει συκτήρ» και ύστερα μου λέει «Και σκεβουλεβέ;» «Τεσλήμ» του απήντησα «Έ… Τεσλήμ, Τεσλήμ, Τεσλήμ» τρεις μου απήντησε. Και ούτω παρεδόθη. Αλλ΄ αφού τον αφήκα από τον γιακά του τόσον ήτο ζαλισμένος ώστε εκλονίσθη να πέση και τον συνεκράτησε ο ιπποκόμος μου. Το επεισόδιον αυτό το οποίον εγένετο με ταχύτητα κινηματογραφική ανέκοψε την ορμήν μας εις την καταδίωξιν άλλωστε και η ημέρα πλέον είχε κλίνει προς την δύσιν της αρκετά ώστε να σταματήση η καταδίωξις διότι ο αιχμάλωτος αυτός ήτο λίαν επικίνδυνος ώστε να μην δύναμαι να τον εμπιστευθώ εις οιονδήποτε, επειδή ο δρόμος ήτο γεμάτος όπλα και οι Τούρκοι έμεναν πλησίον των όπλων των περιφερόμενοι ή καθήμενοι εις τας όχθας του Λίγκου ποταμού. Τότε απέστειλα τον ιπποκόμον μου εις την πόλιν με την εντολήν να μεταβή εις την πόλιν και να σπεύση εάν εντός αυτής ανεύρη το Σύνταγμά μου να αναφέρει στον Διοικητήν μου ίνα στείλη τάχιστα άνδρας ίνα μαζεύσουν τα επί του εδάφους όπλα άλλως εάν οι πολίται αναθαρύσσαντες περιφέρονται εις τας οδούς νας καλέση κατά διαταγήν μου να εξέλθουν και να πάρουν όπλα.
Επανελθών ο ιπποκόμος μου εις την πόλιν δεν εύρε το Σύνταγμά μου διότι ακόμα δεν είχε εισέλθη. Ενώ εντός της πόλεως περιφέροντο πολλοί Σέρβοι και εκάλεσα τους πολίτας οίτινες με αστραπιαία ταχύτητα παρουσιάσθησαν πάνοπλοι ενώπιόν μου όπου τους ανέμενα πάντοτε παραμένων εν τη αυτή θέση αφού προηγουμένως εκανόνισα τους άνδρας μου ως προχείρους προφυλακάς και δια την εξασφάλισιν των τηλεβόλων, προολκαίων και βλητοφόρων. Όταν έφθασαν οι οπλοσυλλέκται πολίται διέταξα αυτούς να περιμαζέψουν από τους αφοπλισθέντας και καθήμενους εις τας όχθας Τούρκους όσον ηδύνατο περισσοτέρους και τους οδηγήσουν εις την πόλιν και εγκλείσουν εις κατάλληλα οικήματα. Εγώ παραλαβών τον αιχμάλωτόν μου αξιωματικόν εβαδίσαμεν προς την πόλιν μαζύ. Καθ΄ οδόν ο αιχμάλωτός μου αφού μου εδηκαιολόγησε την κατάστασιν του στρατού των «ερχόμεθα» μου είπε «από το Κουμάνοβο και τα Μπάμπουνα ύστερα από πενθήμερον σκληράν μάχην νήστεις χωρίς να σταματήσωμεν πουθενά». Ύστερα με ηρώτησεν «σεις δεν είσθε Έλληνες;» Και όταν του εδήλωσα ότι «ερχόμεθα από την Θεσ/νίκην» εταράχθη σφόδρα και ανεφώνησεν «ώστε τόσον μας γελούσαν;» «ημείς ερχόμεθα να σας θέσωμε μεταξύ του στρατού Θεσ/νίκης και ημών. Και ο Ταχσίν;» με ηρώτησεν «που ευρίσκεται;» Και όταν τον εβεβαίωσα ότι ο Ταχσίν είναι προ τόσων ημερών αιχμάλωτος τον κατέλαβον δάκρυα. Όταν εφθάσαμεν εις την πόλιν και τον έφερα εις συνάντησιν των λοιπών συναιχμαλώτων ο πρώτος λόγος που τους είπε ήταν να τους πληροφορήση ότι Θεσ/νίκη είναι Ελληνική και ο Ταχσίν αιχμάλωτος. Όλοι εταράχθησαν και μετά πολλής δυσπιστίας το εδέχθησαν. Όταν έφθασα εις την πόλιν αναζήτησα τον Διοικητήν και το Σύνταγμά μου και απληροφορήθην ότι ούτος μετ ατων αξιωματικών του Συντάγματος ευρίσκονται εις την Μητρόπολι, αδιαφορούντες δια τα γιγνόμενα. Τότε απεφάσισα να αναφέρω απευθείας εγώ προς το Γεν. Στρατηγείον παραμερίζων πλέον Διοικητήν μου ως μη αναμιχθέντα καθόλου και ανέφερα ως εξής: Ώρα 5 μ.μ. προ μιας ώρας κατέλαβον επισήμως πόλιν και περίχωρα Φλωρίνης συνέλαβον χιλιάδες αιχμαλώτων αξιωματικούς και οπλίτας εκυρίευσα τηλεβόλα πολλά του εχθρού διεσκόρπισα χιλιάδες εχθρών. Έχω ανάγκην επείγουσαν ενισχύσεώς μου δια μιας διλοχίας, όπως εγκαταστήσω προφυλακάς και εξασφαλίσω το έργον μου. Εχθρός κατέχει υψώματα Πισοδερίου όπερ εκ των πολλών πυρών παρουσιάζει πελωρίαν Μαρκίζαν.
Διατάξατε επίλαρχος ’ρτης.
Ως με εβεβαίουν κατόπιν η χαρά του Διαδόχου την οποίαν ησθάνθη από την ανάγνωσιν της αναφοράς μου, υπερέβαινε παν όριον. Κρατών ανά χείρας την αναφοράν έλεγεν συνεχώς «Μπράβο ’ρτη, μπράβο ’ρτη». Οι δε εργαζόμενοι εις τα γραφεία ως ο επιτελάρχης Δούσμανης κ.λπ. έσπευσαν και ηρώτησαν να πληροφορηθούν τι το απρόοπτον συνέβαινε και όταν επληροφορήθη ο επιτελάρχης ότι «ο ’ρτης κατέλαβε την Φλώριναν» εδήλωσε με απορίαν. «Πως την κατέλαβε ο ’ρτης και όχι ο Ζαχαρακόπουλος;» ο Διάδοχος του ενεχείρισε την αναφοράν εν η ενυπήρχον οι φράσεις περί Πισοδερίου αίτινες εσήμαινον δια τον Διάδοχον και τον ετήρουν επιφυλακτικόν, και είπε προς τον Δούσμανη. «Φαίνεται ότι πρόκειται περί μπραβούρας» στραφείς δε αμέσως προς τον παριστάμενον υπίλαρχον Στάικον διέταξεν αυτόν ως εξής: «Στάικο τρέξε αμέσως σκάσε το άλογό σου και όποια μονάδα συναντήσης στην Φλώρινα διέταξε να σταλή αμέσως στον ’ρτη μια διλοχία και να επιβλέψεις ο ίδιος την ταχείαν εκτέλεσιν. Τότε ο Δούσμανης επρότεινε να διαταχθή η 4η Μεραρχία που ευρίσκετο εισέτι καθ΄ οδόν. Αλλά ο Διάδοχος το απέρριψε ειπών «θα βραδύνη, μια διλοχία που ζητείται να του δοθή τρέξε». Ο Στάικος συνήντησεν ως πλησιέστερον τον\ Σύνταγμα του Καμπάνη εις το οποίον μετέδωκε την διαταγήν. Ο Καμπάνης απήντησε ότι μόλις έφθασαν και ακόμη δεν τους διενεμήθη ο άρτος. «Να διανεμηθή ο άρτος και να πάμε όλο το Σύνταγμα». Εις ταύτα ο Στάικος απήντησεν «να αναχωρήση αμέσως η διλοχία και να αρτοδοτηθή στη Φλώρινα». Ούτω και εγένετο.
Και η διλοχία έφθασε στην Φλωρινα την 12.30 και ο άρτος διενεμήθη εις τας προφυλακάς, αφού μαζί με την διλοχιάρχην Λοχαγόν Αντώνιον Πραντούναν ειδοποιήσαμεν να ετοιμάσουν αμέσως άρτον τον οποίον εις τας 3 μεσονύκτιον διανείμαμεν εις τας προφυλακάς. Τούτο ευχερώς θα το πληροφορηθήτε από τους επιζώντες (Και βεβαίως θα επιζώσιν) φουρνάρηδες. Ο ένας ήτο στην τότε πλατείαν. Όσον δ’ αφορά τον αείμνηστον Καμπάνην, τον οποίον ανακριβώς δημοσιεύετε ότι ήλθεν εις Φλώριναν εις τας 10 το βράδυ ενώ αυτός ήλθε την 9ην πρωϊνήν της επομένης. Τούτο το γνωρίζω καλώς διότι τον ανέμενα να του παραδώσω και η βραδύτης της ελεύσεώς του εστοίχισε εις την Καστορίαν μίαν ημέραν επιβράδυνσι της απελευθερώσεώς της. Ημέραν τρόμου και περιπετειών. Και κάμετε σύγχισιν με τον κ. Καλγεράν και Μάνον, επιτελάρχας της 4ης Μεραρχίας, οίτινες έπειδή διεδόθη αστραπιαίως εις όλας τας μονάδας ότι «ο ’ρτης με μπραβούρα πήρε προ των Σέρβων την Φλώριναν», εκ περιεργείας για να πληροφορηθούν θετικότερα, απεφάσισαν να έλθουν πεζή στην Φλωριναν καθ’ όσον οι καταυλισμοί των δεν απείχον πολύ. Και ελθόντες και μη συναντήσαντες προφυλακάς ούτε όταν έφθασαν εις την πόλιν αντίκρυσαν οικίαν τινα σημαιοστόλιστον, εφοβήθησαν μη ενέπεσαν εις Τουρκοκρατούμενον χωρίον και απεφάσισαν να επιστρέψουν επειδή σκότος πολύ επεκράτει καθ’ όλην την πόλιν, ότε εκ συμπτώσεως συνηντήθησαν μαζύ μου όστις διένειμα τους πολίτας εις τας προφυλακάς και αφού μου διεμαρτυρήθησαν δια την έλλειψιν προφυλακών και σημαιών, μοι διηγήθησαν το πάθημά τους και εγώ τους ωδήγησα εις την Μητρόπολιν, όπου υμείς κ. Σαπουντζή ουζάρατε και εορτάζατε μετά των αμερίμνων συναδέλφων μου, εγώ δε κατεγινόμην εις το να εξασφαλίσω την Φλώριναν από το πάθημα του Σόροβιτσ, το οποίον κατεστράφη από μίαν μπραβούρα ενός Ταγματάρχου. Καθ’ όλην την νύκτα της 7ης Νοεμβρίου ήμην πολύ ανήσυχος, την ανησυχία μου δε προκαλούσεν η κατάληψις και η παραμονή της στρατιάς επί των υψωμάτων του Πισοδερίου και οι λόγοι του αιχμαλώτου μου αξιωματικού (ειπόντος μοι «ερχόμεθα με την ιδέα να δώσωμεν μάχην)». Τούτο εν συνδυασμώ με τας πληροφορίας του κ. Γενηματά. Αλλά ως αντελήφθην, και τον Διάδοχον ανησυχούσε η κατάληψις των υψωμάτων και δια τον λόγον αυτόν δεν συνεφώνησεν με την γνώμην του Δούσμανη να έλθη εις Φλώριναν ολόκληρος η 4η Μεραρχία προ της συγκεντρώσεως των Μεραρχιών και απεφάσιζε μόνον με την διλοχίαν. Εγώ δε δια τον σκοπόν αυτόν ανέφερα την «πελωρίαν Μαρκίζαν». Εκείνο δε το οποίον με ησύχασεν ήτο ότι είδον Τούρκους να ρίπτουν τα τηλεβόλα των εις τον Καιάδα της γεφύρας Αρμένσκο. Ενώ αν εσκέπτοντο να επανέλθουν και να δώσουν μάχην θα τα άφηναν ίνα εν καιρώ τα ανακτήσουν. Πάντως επανελθών εις την πόλιν από της καταδιώξεως, εν πρώτοις διέταξα αφοπλισμόν καθ’ όσον εγώ δεν εγνώριζα τας σκέψεις του Τουρκικού πληθυσμού της πόλεως. Το μόνον που εγνώριζα ήτο ότι κατά τη ώραν της καταδιώξεώς μου, διερχόμενος έμπροσθεν οικίας τινός εκινδύνευσα να φονευθώ δια λιθοβολισμού από ένα παράθυρο ριφθέντος λίθου εναντίον μου, ο οποίος ευτυχώς απέτυχεν μεν του σκοπού το, αλλ’ εκτύπησεν τον ίππον μου, όστις και εχώλαινεν επί τοσούτον ώστε ηναγκάσθην προ της επιχειρήσεώς μου εις Καστορίαν να τον ανταλλάξω με τον αιχμαλωτισθέντα ίππον του αιχμαλώτου Συνταγματάρχου του ιππικού, τον οποίον ηχμαλώτησα άμα τη εισόδω μου εις την πλατείαν της πόλεως. Μετά τον αφοπλισμόν από τον οποίον εισέπραξα 10 χιλ. όπλα «Μαρτίνι» και τα παρέδωσα την επομένην εις τον αείμνηστον Συνταγματάρχην Καμπάνην, ως αναφέρει η ημερησία διαταγή του Γεν. Στρατηγείου, της 9ης Νοεμβρίου του 1912. Και εγέμισα δύο μεγάλας αποθήκας κειμένας εις τον περίβολον της Μητροπόλεως. Βραδύτερον εχρησιμοποιήθησαν αύται αι αποθήκαι ως δερματοπωλείον του αειμνήστου Αναστασίου Λουκίδη. Μετά τον αφοπλισμόν λέγω εκάλεσα δια του Κήρυκος εθελοντικήν επιστράτευσιν ίνα εξασφαλίσω την πόλιν εκ τυχόν κακοποιών και θέσω προφυλυκάς, και προσήλθον εντός της ώρας 154 ή 156 φιλότιμοι και φιλοπάτριδες νέοι (θα παρακαλέσω δημοσιεύων την παρούσαν όσοι εξ αυτών επιζώσιν και ασφαλώς θα είναι πόλλοί, να μου δώσουν τα ονόματά των δημοσιεύοντες αυτά και αποστέλλοντές μοι την εφημερίδα, εν ή να δημοσιεύεται εκτός του ονοματεπωνύμου των και εις ποίαν υπηρεσίαν εχρησιμοποιήθη υπ’ εμού. Ελπίζω ότι ότι πολύ προσεχώς θα δυνηθώ ώστε να δημοσιεύσω το ημερολόγιόν μου και θα λάβω την τιμήν να σημειώσω τα ονόματά των, ως και να θέσω τας εικόνας των ενά λάνω την τιμήν να μοι αποσταλλώσι τοιαύται).
Τους προσελθόντες, αφού τους συνεχάρην ως φέροντας την τιμήν να είναι οι πρώτοι Μακεδόνες στρατιώται, τους έταξα εν γραμμή, τους ωμίλησα δι’ ολίγων ίνα τους αναπτερώσω το φρόνημά των, τους διέταξα ολίγας στρατιωτικάς κινήσεις και κατόπιν άλλους έταξα ως περιπόλους εντός της πόλεως και τους λοιπούς ωδήγησα εις τας προφυλακάς, όπως υπερασπίσουν την πατρίδα τους και εξετέλεσαν ευόρκως το καθήκον των μέχρι του μεσονυκτίου, ότε η έλευσις της Διλοχίας μου επέτρεψε να τους αντικαστήσω δια στρατιωτών του πεζικού και αφού τους ηυχαρίστησα τους εχάρισα και το όπλον, με το οποίον τους είχα οπλίση ίνα το κρατήσουν εις ανάμνησιν της προς την πατρίδα προσφοράς των. Εστηρίχθητε κ. Σαπουντζή, εις την προώθησιν, νομίζοντες ότι η προώθησις ήτο αρκετή. Αλλά σας απέδειξα ότι η προώθησις έπρεπε να γίνη εις την Μεραρχίαν (εάν ο Διάδοχος το ενέκρινε), η οποία ήτο όπλον κρούσεως, ενώ το Ιππικόν ήτο όπλον ερεύνης και ως τοιούτον εδωκε την αναφοράν του και ο προορισμός του εξεπληρώθη, διότι αυτό στερείται των μέσων κρούσεως ούτε λόγχην φέρει παρά μόνον σπάθην, εναντίον ιππικού και μεμονωμένων φυγάδων, έρχεται εις κρούσιν και όχι εναντίον συγκεντρωμένου πεζικού. Εδόθη εις την Σερβικήν Μεραρχίαν ιππικού η προώθησι να καταλάβη την Φλώριναν και το ιππικόν εβάδιζεν όπως αυτοί που ωδήγουν και τρέφουν γαλλιά μόνον που δεν κρατούσαν το καλάμι. Και το επρόλαβα διότι δεν περιωρίσθην εις τα όρια του κανονισμών. Εδόθη προώθησις εις το Σερβικόν ιππικόν να καταλάβει την Καστορίαν αλλά καθ΄ οδόν επληροφορήθη ότι η Καστοριά κατέχεται υπό πεζικού. Εσταμάτησε στην Οχρίδα και εζήτησεν ενισχύσεις. Μου εδόθη η διαταγή να καταλάβω την Καστοριά με 25 ιππείς εάν την εύρω κενήν. Αλλά είχα κάτι μέσα μου που με ωθούσε όχι οι κανονισμοί αλλά κάτι άλλο που θαυματουργεί και εθαυματούργησεν ώστε να προλάβω και πάλιν τους Σέρβους και με μόνον 25 ιππείς να τρέψω εις φυγήν 5 χιλ. Στρατού ακμαίου ηθικού εν πλήρει ημέρα και να την κενώσω και καταλάβω. Εις παρόμοιες περιστάσεις μόνον αυτό το κάτι, αυτή η προώθησις φέρει αποτελέσματα αξιότιμε Κε Σαπουντζή. Αυτό το κάτ εξοχώτατε με ώθησε ν΄ απελευθερώσω την Φλώριναν και να την κάμω Ελληνικήν χωρίς ποσώς να μου το ζητήση αλλά μου το υπέδειξε το κάτι που έβραζε μέσα μου.
Πως λειτουργεί η προώθησις όταν λείπει το κάτι;
Η συμπεριφορά του Διοικητή μου μέχρι της στιγμής της καταλήψεως της Φλωρίνης υπήρξεν σύμφωνος προς τους κανόνας του ιππικού ερεύνης. Ανέφερε περί της ανακαλύψεως της δυνάμεως και των υπόπτων προθέσεων του εχθρού και συμφώνως προς τα αναφερθέντα ανέμενε διαταγάς του Γεν. Στρατηγείου προς το στράτευμα. Αλλ΄ από της στιγμής της καταλήψεως της Φλωρίνης φρονώ ότι αφού του εγνώσθη υπ΄ εμού ότι «η πόλις κατελήφθη και σπεύδω προς καταδίωξιν και διασκόρπισιν του εχθρού», επανέρχεται πλέο εις τον προορισμόν του και αυτός έπρεπε να ακολουθήση την εμπροσθοφυλακήν σύμφωνα με τον προορισμόν του ιππικού. Αλλά αυτός με εθεώρησεν ως αποστάτην των διαταγών του και εξηκολούθησε να παραμένη όπισθεν του Αρμενοχωρίου μέχρι της στιγμής καθ΄ ήν ενεφανίσθη το Σερβικόν ιππικόν και εμηδενίζετο πλέον η Τουρκική στρατιά όποτε απεφάσισε να εξέλθη της κρύπτης του και να βαδίση προς Φλώριναν οπότε ο Σέρβος ίλαρχος τον εσταμάτησεν λέγων «ημείς καταδιώκομεν και ημείς θα εισέλθωμεν πρώτοι».
Και τότε ο Διοικητής μου του εδήλωσε ότι προ πολλού εντός της Φλωρίνης ευρίσκεται ο Ελληνικός Στρατός. Αλλ΄ ο Σέρβος μη πειθόμενος ως μη βλέπων σημαίας Ελληνικάς εν τη πόλει λέγει «ας σταματήσουμε αμφότεροι» και απέστειλε προς τον Μητροπολίτην και τον Μουφτή πρόσκλησιν όπως εξέλθουν και του παραδώσουν την πόλιν. Η απάντησις εδόθη ευχερώς και ταχέως διότι αμφότεροι οι θρησκευτικοί αρχηγοί ευρίσκοντο εντός του ναού του Αγ. Γεωργίου και απήντησαν ότι «την πόλιν της Φλωρίνης προ πολλής ώρας παρεδώσαμεν και ευρίσκεται ήδη υπό την διοίκησην του Ελληνικού στρατού». Τότε ο ίλαρχος πεισθείς είπεν «ως σύμμαχός σας θα εισέλθω κι΄ εγώ» εις ταύτα του εδόθη η εξής απάντησις «Βεβαίως θα σας φιλοξενήσωμεν». Το επεισόδιον αυτό βεβαίως θα σας είναι γνωστόν κ. Σαπουντζή διότι εις εμέ μου το εγνώρισεν ο αείμνηστος και πολύ φίλος σας Μητροπολίτης Πολύκαρπος.
Αλλά και έτερον σοβαρώτερον επεισόδιον προυκάλεσε η αδράνεια του Διοικητού μου και το οποίον θα εστοίχιζε μεγάλας προστριβάς με άγνωστα αποτελέσματα, βς εξής: Μετά την διαπίστωσιν των θρησκευτικών αρχηγών, ως ανωτέρω εκθέτω, ο Διοικητής μου δεν εισήλθεν πρώτος και αμέσως εντός της πόλεως αλλ’ έμεινε έξωθεν αυτής, αφήσας τον Σέρβον ίλαρχον να εισέλθη. Ούτος εισελθών και μη συναντήσας Ελληνικόν στρατόν εντός της πόλεως (διότι εγώ μετά του μικρού τμήματός μου ευρισκόμεθα εις την καταδίωξιν) αλλά ούτε και σημαίαν ελληνικήν αντίκρυσεν και υποπτευθείς απάτην έσπευσε προς το τηλεγραφείον και ανέφερε προς τας προϊσταμένους του αρχάς ότι «κατέλαβε την Φλώριναν» και ούτω εθεωρείτο εις τους Σέρβους η Φλώρινα Σερβική. Ο δε πρίγκηψ Αρσένιος δεν ήλθεν με την Μεραρχίαν του να μας προσφέρη βοήθειαν αλλά με τον σκοπόν να εγκατασταθή εις Φλώριναν, πλην όμως μόλις έφθασεν αντελήφθη την υποδοχήν του Έλληνος Διαδόχου και αφ’ ετέρου τας οικίας σημαιοστολίστους δι’ Ελληνικών σημαιών, ουδαμού δε να κυματίζη Σερβικλη, όπερ εσήμαινε ότι κάποια παρεξήγησις εγένετο εις βάρος των Σέρβων. Ετληρησεν, λοιπόν, ο Πρίγκηψ επιφυλακτικότητα και εισήλθε και αυτός με το πρόσχημα του συμμάχου κράτους και εις πρώτην ευκαιρίαν παρεκάλεσε τον Διάδοχον Κωνσταντίνον, όπως διορίσουν αμφότερα τα κράτη επιτροπήν, η οποία να καθορίση τα σύνορα προχείρως και εις τα Σερβικά μέλη της επιτροπής έδωκεν διαταγήν όπως εξετάσουν επισταμένως το ζήτημα της προτεραιότητος. Εντός ελαχίστων ημερών ωρίσθη επιτροπή. Από της Ελληνικής πλευράς είχε διορισθή ως πρόεδρος ο αείμνηστος Συνταγματάρχης Γεώργιος Χατζηανέστης και μέλος ο Ταγματάρχης του πεζικού Γεώργιος Νικολαϊδης. Και εις πρώτην συνάντησίν των ο αείμνηστος Χατζηανέστης επρότεινε ως εξής: «Τα σύνορα αυτά θα είναι προσωρινά και προτείνω για να τελειώνουμε να λάβουμε τη εξής απόφασιν: Η Φλώρινα είναι ελληνική, το Μοναστήρι Σερβικός, να φέρωμεν μίαν γραμμήν εις το μέσον των δύο πόλεων».
Αλλ’ οι Σέρβοι αντέταξαν διαμαρτυρίας ότι η Φλώρινα ήτο σερβική. Και τότε την παρεξήγησιν αυτήν ευτυχώς έσωσεν η επισημος κατάληψις της Φλωρίνης, Ανεβλήθη αμέσως η συζήτησις και τα μέλη κατέφυγον εις τους θρησκευτικούς αρχηγούς και τους προκρίτους, Τούρκους και Βουλγάρους, οίτινες εβεβαίωσαν ότι πολλήν ώραν προτού εμφανισθεί το Σερβικόν ιππικόν, η πόλις είχε καταληφθεί υπό του Ελληνικού Στρατού και ούτως έληξεν η ανωμαλία αυτή. Ελπίζω, αξιότιμε κ. Σαπουντζή, ότι το ανωτέρω επεισόδιον να σας είναι γνωστόν και σας διέφυγε της μνήμης να το δημοσιεύσετε εις το δημοσίευμά σας. Εις εμέ το δεύτερον επεισόδιον μου το εγνώρισεν ο τότε ταγματάρχης Γ. Νικολαϊδης, που ήτο μέλος της επιτροπής.
Επίλογος
Ο σκοπός της ανωτέρω επιστολής θα παρακαλέσω ας μην θεωρηθή ως αποσκοπών να μειώση τας ευγενείς και πατριωτικάς προσπαθείας της υπό των θρησκευτικών αρχηγών Μητροπολίτην και Μουφτή Καλεσή επιτροπής, των οποίων θαυμάζω και εξυμνώ το θάρρος και την αυταπάρνησιν που επέδειξαν δια να επιτύχουν μέχρι τέλους του σκοπού των. Εάν δε η μοίρα, η οποία κανονίζει τα πάντα δεν ηθέλησε να τοις χαρίση την χαράν της επιτυχίας και ευρέθην εγώ τυχερότερός των, ας δοξάσωμεν τον Ύψιστον διότι το αποτέλεσμα υπήρξεν το αυτό με το επιδιωκόμενον.
Μετά βαθυτάτης εκτιμήσεως
υμέτερος Φίλος
Ι. ΑΡΤΗΣ
7 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1912
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ
ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ Ο ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΗΣ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΡΤΗΣ
Επιμέλεια: Σπύρος Παπαχαρίσης
για την Εβδομαδιαία Εφημερίδα
"Φωνή της Φλωρίνης"
Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα της Φλωρίνης «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΩΝΗ» το 1954 σε έντεκα συνέχειες. Είναι ουσιαστικά επιστολή – απάντηση του ε.α. τότε Στρατηγού Ιωάννου ’ρτη στα όσα είχε γράψει σχετικά με την απελευθέρωση της Φλώρινας από το Τουρκικό ζυγό ο πρώτος Δήμαρχος Φλώρινας Τέγος Σαπουντζής στο εκδοθέν εκείνο το έτος «Λεύκωμα Φλωρίνης». Συγχρόνως δε απαντά και στο Γεώργιο Μόδη για τα όσα είχε πει στον εκφωνηθέντα λόγο του για τα ελευθέρια της Φλώρινας του έτους 1953.
Επιστολή η οποία απαντούσε και πάλι στον Τέγο Σαπουντζή και στον Μητροπολίτη Πολύκαρπο (Μητροπολίτη της Φλώρινας κατά την ημέρα της απελευθέρωσης της Φλώρινας) είχε αποστείλει προς δημοσίευση στην εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ» της Φλώρινας ο Ιωάννης ’ρτης το 1936. Όμως λογοκριθείσα δεν δημοσιεύθηκε τότε. Αργότερα, το έτος 1981, αυτή η επιστολή δημοσιεύθηκε με επιμέλεια του κ. Λαζάρου Μέλλιου στο περιοδικό «Αριστοτέλης» του ομωνύμου συλλόγου στο τεύχος 150.
Η επιστολή του Ιωάννη ’ρτη που δημοσιεύθηκε το 1954 και αναδημοσιεύθηκε από την εφημερίδα «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ» το 2005 στο φύλλο 2162 της 4ης Νοεμβρίου έχει ως εξής:
Ανοικτή επιστολή
Προς
Τους κ.κ. Τον εξοχότατον πρώην υπουργό και ήδη επίλεκτον Βουλευτήν Κον Γεώργιον Μόδη και τον αξιότιμον πρώην Δήμαρχον κ. Τέγον Σαπουντζήν.
Αξιότιμοι κ.κ.
Προ ημερών ηξιώθην της τιμής παρά του ευγενεστάτου και αξιοτίμου Κυρίου Κωνσταντινίδου, Διευθυντού της εν Φλωρίνη εκδιδομένης εφημερίδος «Έθνος» να λάβω «Το Λεύκωμα της Φλωρίνης» εις το οποίον νομίζω ότι δικαιωματικώς θα έπρεπε να κληθώ και εγώ κατά την σύνταξίν του να μετάσχω ίνα εκθέσω πολλά άγνωστα γεγονότα τα οποία παρεπλάνησαν υμάς αι διάφοροι από σκοπού φήμαι των τριόδων ώστε ο κ. Σαπουντζής να δημοσιεύσει ότι η Φλώρινα απελευθερώθει υπό του ιππικού τη ενεργεία της συσταθείσης εκ προκρίτων επιτροπής και ο κ. Μόδης παρασυρθείς εβροντοφώνησεν εις τον λόγον του εκφωνηθέντα την 8ην Νοεμβρίου π.έ. ότι η Φλώρινα έγινε Ελληνική διότι «το ηθέλησεν και το εζήτησε και το επεδίωξε», τον οποίον λόγον του όταν ανέγνωσα εξεπλάγην και διερωτώμην εν εμαυτώ τι άραγε σημαίνουν οι λόγοι ούτοι; Αυτοί οι λόγοι όπως ελέχθησαν φαίνονται καθαρώς ως απάντησις αξιώσεως τινός και τότε ανεμνήσθην δημοσιεύματος τινός το οποίον εδημοσίευσε προ δύο έτών ο αξιότιμος κύριος και τα μάλα πατριώτης Κωνσταντινίδης εις την έγκριτον εφημερίδα του «Έθνος» σχετικώς με την υπέρ της Φλωρίνης δράσιν μου. Ταύτα δε τα υπαγόρευσε εις τον κον Κωνσταντινίδη η ευγένεια της ψυχής του, η συνείδησίς του, η αγάπη του προς την πατρίδα. Διότι περί υποχρεώσεων προς την Ελλάδα επρόκειτο. Πριν όμως προβώ εις λεπτομερείας θεωρώ ότι μοι επιβάλλεται να δηλώσω ότι ο σκοπός της παρούσης μου δεν έχει την έννοιαν να ζητήσω απόδοσιν ευγνωμοσύνης όπερ είναι τελείως αντίθετον προς τον χαρακτήρα μου και θεωρώ ότι ευγνωμοσύνη δεν ζητείται αλλά είναι κάτι που μόνον προσφέρεται από τας ευγενείς καρδίας. Ήδη δε αναγκάζομαι ν΄ αμυνθώ διότι με προκαλέσατε. Και δια να μην αμφιβάλλετε ευρίσκομαι εις την δυσάρεστον θέσιν να σας αναφέρω γεγονότα καταδεικνύοντα τον χαρακτήραν μου, τουτέστιν:
Κατά τον Νοέμβριον του 1915 ευρισκόμην εις Καστορίαν συνεορτάζων μετά των ευγενών Καστοριανών την επέτειον της απελευθερώσεως των και τότε επειδή επικειμένων βουλευτικών εκλογών ο αείμνηστος Δραγούμης, ενώ ο συνδυασμός του πιστός προς αυτόν τον ανέμενε να τον καταρτίση, αίφνης μανθάνει ότι Δραγούμης έλαβεν μίαν θέσιν εις τον αντίθετον συνδυασμόν Λιούμπη και ούτως ο εγκαταληφθείς συνδυασμός, μένων ακέφαλος εστράφη προς εμέ και μοι προσέφερε μετά παρακλήσεων και πίστεως την ηγεσίαν του.
Ηυχαρίστησα τούτους δια την τιμήν αλλά εδήλωσα ότι το τοιούτον αντέβαινε προς τον χαρακτήρα μου και εμείωνε την αξιοπρέπειάν μου το να ζητήσω αντάλλαγμα της εκτελέσεως του καθήκοντός μου. Εθεώρησα ότι ούτω θα εσπίλωνα την ηρωικήν μου αίγλη χάριν της πολιτικής. Παρίστατο δε η επιτυχία ασυναγώνιστός. Διότι οι παροτρύνοντές με ήσαν ο αείμνηστος Μητροπολίτης Καστορίας Ιωακείμ, ο Μουφτής Καστορίας εν συνεννοήσει μετά του Φλωρίνης, ο πρώτος παρακαλούσε δίδων μοι υποσχέσεις: «Δεν θα πάρετε ψήφο Τουρκική μαύρη. Θέλω να εκπληρώσω παραγγελία του πατέρα μου κ.λπ.». Ο Διοικητής της Χωροφυλακής Παπαγεωργίου οι αδελφοί Γκολογκίνα υποσχόμενοι δια τους Βουλγαρόφωνας. Και εν τέλει ολόκληρος η καλή κοινωνία της Καστορίας. Καθ΄ όσον τα γεγονότα της απελευθερώσεως ήσαν ακόμη νωπά και τούτο εβάρυνε την συνείδησίν μου. Αλλ΄ έμεινα αμετάπιστος διότι εθεώρησα κατάπτωσιν του ηθικού μου το να ζητήσω απόδοσιν της ευεργεσίας μου. Εκτός των ανωτέρω, έτερον γνώρισμα του χαρακτήρος μου μπορεί να ληφθεί και το εξής: Οι εκάστοτε Δήμαρχοι από του 1912 καλούντες με ίνα συνεορτάσω κατά την επέτειον της απελευθερώσεως εκ των Δημάρχων μόνον ο πρώτος Δήμαρχος ο αείμνηστος Αναστάσιος Ναούμ (ή Λουκίδης) τότε που τα γεγονότα ήσαν νωπά με εκάλεσεν με τον τίτλον του απελευθερωτού, όλοι δε οι λοιποί μεταγενεστέρως με καλούσαν με τον τίτλο πότε ως «συντελεστής» και πότε ότι «εισήλθα πρώτος» ουδέποτε δε έκαμα παρατήρησιν τινά, ή εχολώθην αλλά κατά περιόδους ηρχόμην διότι έχαιρεν η καρδιά μου να βλέπω ένα λαόν να χαίρη και να αισθάνωμαι ενδομύχως ότι ο αίτιος της γενικής αυτής χαράς με ηξίωσεν ο ύψιστος να είμαι εγώ. Κάποτε μάλιστα ένας Δήμαρχος εθεώρησεν καλόν να αφαιρέση από τον φερώνυμόν μου δρόμον την φερώνυμόν μου πινακίδα και να θέση άλλην με το όνομα συγγενούς του Μακεδονομάχου. Καίτοι τούτο μοι εγνώσθη εν τούτοις όχι μόνον δεν έκαμα παρατήρησιν τινά αλλά και κληθείς προς συνεορτασμόν μετέβην και η κατάστασις αυτή εξηκολούθη επί έτη πολλά χωρίς ποτέ να διαμαρτυρηθώ ή να δώσω προσοχήν, οπότε ξένοι προς εμέ αγανακτήσαντες εις την αγνωμοσύνην επεβλήθησαν και επανέφεραν την πινακίδα αλλ΄ όχι εις τον δρόμον, όστις δικαιωματικώς μου ανήκει. Διότι ο δρόμος μου είναι εκείνος επί του οποίου εξεδίωξα τον κατακτητήν.
Και τώρα εις το θέμα μου:
Εβροντοφωνήσατε εξοχώτατε (σ.σ. εννοεί τον Γ. Μόδη) ότι η Φλώρινα έγινεν Ελληνική διότι το ηθέλησε και το εζήτησε. Αλλά επί 5 αιώνας ήτο ευχαριστημένη και δεν το εζητούσε; Και από ποίον το εζήτησεν; Βέβαια όχι από εμένα ενώ εγώ είμαι εκείνος που την έκαμα Ελληνική. Αλλά θα μου πήτε από τον Διάδοχο. Είναι τόσο παιδαριώδης η απάντησις αυτή ώστε αρκεί να ερωτήσητε οιονδήποτε έχοντα ελαχίστην γνώσιν στρατιωτικήν και θα σας την απορρίψη όταν πληροφορηθή ότι απ΄ έξω από την Φλώρινα εστρατοπέδευον δύο Μεραρχίαι και δεν διέταξεν αυτάς να σπεύσουν και καταλάβουν με όλας τας δυνάμεις των, όπως έκαμεν αμέσως μετά την κατάληψιν αλλά θα περίμενε το ιππικόν ερεύνης να έλθη από το Γκορνίτσοβο που διέθετε μόνον 160 ιππείς να το ρίψη επάνω στην στρατιά να την εκδιώξη, να καταλάβη την πόλιν προ των Σέρβων;
Διολ΄ αυτά υπήρχεν λόγος σοβαρός τον οποίον σεις δεν γνωρίζετε και τον οποίον σας αποκαλύπτω κάτωθι:
Την πρωίαν της 6ης Νοεμβρίου ο Σέρβος αρχιστράτηγος ειδοποίησε την Α.Υ. τον Διάδοχόν μας Κωνσταντίνον με τον υπίλαρχο Γεώργιον Γενηματά όστις έμενε ως σύνδεσμός μας εις το Σερβικόν στρατόπεδον με την εξής πληροφορίαν. Ότι «οι Σέρβοι δεν συνέλαβον απολύτως αιχμαλώτους εκ της υποχωρούσης από Περλεπέ στρατιάς του Τζαβήτ, αλλ΄ ως πληροφορούνται ολόκληρος η στρατιά εξ 60 χιλιάδων έρχεται με την απόφασιν να επιπέση με λύσσα κατ΄ επάνω μας οι δε Σέρβοι είναι τόσον κατάκοποι ώστε επί 5 ημέρας δεν θα δύνανται να μας προσφέρουν βοήθειαν ούτε δι΄ ενός στρατιώτου και να λάβη τα μέτρα του». Φαντασθήτε την ανησυχίαν του Διαδόχου δια την τύχην της 5ης Μεραρχίας ήτις ευρίσκετο μόνη. Αυτός λοιπόν υπήρξεν ο λόγος που και ο κ. Γενάδης ηρνήθη να βαδίση προς κατάληψιν της Φλωρίνης. Διότι είχε λάβη διαταγήν να καταλάβη θέσεις αμύνης και να μην προχωρήση. Διότι ο Διάδοχος μετά την ανωτέρω πληροφορίαν εξέδωκεν διαταγήν προς όλας τας μονάδας να σταματήσουν και να αναμένουν νεωτέραν διαταγήν, η οποία εξεδόθη αμέσως με συγκεντρωτικόν σκοπόν.
Κατωτέρω κατά την εξιστόρησιν της δράσεως του ιππικού θα αντιληφθήτε ώστε να ομολογήσετε ότι η βάσις εφ΄ ης στηρίζετε τους συλλογισμούς σας είναι σαθρά. Και ότι δεν απελευθερώθη η Φλώρινα «διότι το ηθέλησεν και το εζήτησεν από τον Διάδοχον». Ούτε από την ώθησιν του Διαδόχου προς το ιππικόν, αλλά διότι η καλή μοίρα έφερεν εμέ και την απελευθέρωσα παραμερίσας όλας τας αντιξόους περιστάσεις και πάντα κίνδυνον.
Η ΔΡΑΣΙΣ ΤΟΥ ΙΠΠΙΚΟΥ ΕΡΕΥΝΗΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΩΣ
Το ανεξάρτητον ιππικόν ερεύνης δυνάμεως 160 ίππων ευρισκόμενον την 1ην Νοεμβρίου 1912 εν Λαγκαδά διετάχθη και ανεχώρησε δια Θεσσαλονίκην και την επομένην προς Φλώρινα και Μοναστήριον. Αλλά καθ΄ οδόν επληροφορήθη ότι το Μοναστήριον κατελήφθη υπό των Σέρβων οίτινες και αιχμαλώτισαν ολόκληρον την στρατιά του Τζαβήτ πασά δυνάμεως 40 χιλ. στρατού εν Περλεπέ. Αλλά την επομένην η είδησσις περί αιχμαλωσίας διεψεύσθη και το ιππικόν εξηκολούθησε την προς Φλώρινα κατεύθυνσίν του. Την 6ην Νοεμβρίου ευρίσκετο εις Γκορνίτσοβον ένθα διενυκτέρευσεν. Και την πρωίαν της 7ης Νοεμβρίου ανεχώρησεν με την αυτήν προς Φλώριναν κατεύθυνσίν του. Ίλη της εμπροσθοφυλακής δια την ημέραν της 7ης ωρίσθη ίλη ανήκουσα εις την επιλαρχίαν μου, και επειδή εις τας περιστάσεις αυτάς εγώ εσυνείθιζα να τίθεμαι καθ΄ όλην την πορείαν με την κεφαλήν της εμπροσθοφυλακής ίνα κατευθύνω εγώ την πορείαν εβάδιζα με την κεφαλήν. Καθ΄ οδόν συνηντήθημεν μετά του υπιλάρχου κ. Γ Γενηματά, επιστρέφων εις την θέσιν του όστις μας εγνώρισεν τας πληροφορίας τας οποίας μετέδοκεν εις τον Διάδοχον και τας οποίας ανωτέρω αναφέρω. Και μας προσέθεσεν ότι πράγματι οι Σέρβοι είναι κατάκοποι, αλλά προ παντός έχουν ανάγκην ανασυντάξεως. Όταν δε εφθάσαμεν εις τα υψώματα της Ρόσνας παρετήρησα εκείθεν ότι εις τον σταθμόν Φλωρίνης εστάθμευον πολλαί αμαξοστοιχίαι με τας μηχανάς υπό ατμόν και με κατεύθυνσιν προς Μοναστήριον.
Αι αμαξοστοιχίαι δε αυταί καταλαμβανόμεναι θ΄ αποτέλουν πολύτιμον προσφοράν εις τον στρατόν μας. Διότι η κατάστασις των οδών και η εξάντλησις των ίππων μας έφεραν πολλάς δυσχερίας εις την κίνησιν των Μεραρχιών μας. Διό και αμέσως εγκατέλειπον την θέσιν μου παρά τη κεφαλή της εμπροσθοφυλακής αντικατασταθείς υπό του ιλάρχου εις τον οποίον έδοκα την διαταγήν να βαδίση προς Φλώριναν ενώ εγώ παραλαβών 10 οπλίτας έσπευσα προς κατάληψιν του σταθμού τον οποίον και κατέλαβον ευκόλως και αφού ενήργησα την σχετικήν επιθεώρησιν και αντικατέστησα την φρουράν εξασφαλίσεως αμαξοστοιχιών κ.λπ. έσπευσα προς συνάντησιν της εμπροσθοφυλακής. Καθ΄ όσον επλησιάζαμεν εις την Φλώρινας και παρά του προσωπικού του σταθμού επληροφορήθην ότι ο Τουρκικός στρατός έρχεται προς Φλώριναν. Όταν επλησίασα προς το Αρμενοχώριον παρετήρησα μετ΄ εκπλήξεως ότι κατά το διάστημα της απουσίας μου το Σύνταγμα είχε φθάσει και έμενεν ιστάμενον όπισθεν του χωρίου. Αλλά μόλις προσπέρασα το χωρίον συνήντησα όλην την εμπροσθοφυλακή ισταμένην έμπροσθεν του χωρίου και εις ερώτησίν μου προς τον ίλαρχον περί του αιτίου της στάσεώς των, αντί άλλης απαντήσεως μου υπέδειξεν δια κινήσεως της κεφαλής του και δια του βλέμματός του την προ αυτών οδόν Μοναστηρίου Φλωρίνης, προσθέσας ότι ανέφερεν εις τον διοικητήν την παρουσίαν και τα κινήσεις του εχθρού, όστις και ανέφερεν εις το Γεν. Στρατηγείον. Η παρουσιαζομένη περίστασις παρουσιάζετο άκρως σοβαρά. Κατά τους κανονισμούς ο ρόλος του ιππικού ετελείωσε δια της αναφοράς την οποίαν ο Διοικητής μου υπέβαλεν εις το Γεν. Στρατηγείον και δια της οποίας ανέφερεν ότι ο εχθρός δυνάμεως περί τας 70 χιλ. πάνοπλος με πολλά τηλεβόλα (ως υπό χωρικών επληροφορείτο) διέρχεται την πόλιν της Φλωρίνης καταλαμβάνων τα περί το Πισοδέρι υψώματα. Το ιππικόν ερεύνης δεν ηδύνατο άλλην υπηρεσίαν να προσφέρη. Αλλ΄ εις εμέ ενεποίησε μεγάλην αίσθησιν το ότι ο στρατός αυτός (όστις και μοι τον παρουσίαζαν ότι ήρχετο να πέση με λύσσα επάνω μας) και ενώ διέρχεται τόσον πλησίον μας και αντιλαμβάνεται τον στρατόν μας ιστάμενον τόσον πλησίον και τον ανέχεται δεν θα είναι τόσον επίφοβοι. Και στραφείς προς τον ίλαρχον τον ηρώτησα «αυτός ο στρατός σας έφερεν καμμίαν αντίστασιν; σας επυροβόλλησεν;» ο ίλαρχος μοι απάντησεν αρνητικώς. Εις την απάντησιν αυτήν έλαβα την απόφασίν μου. «Να δοκιμάσω το ηθικόν του εχθρού». Και επειδή η επιχείρισις ήτο λίαν επικίνδυνος δεν παρέλαβον μαζύ μου ολόκληρον την εμπροσθοφυλακήν ίνα μη πέσω εις παγίδα. Αλλά εκάλεσα μόνον την κεφαλήν αυτής του δε άνδρας του κορμού διέταξα των ίλαρχον, μόλις απομακρυνθώσι ελάχιστα βήματα να διατάξη αυτούς να ετοιμασθώσι προς πυροβόλησιν και να αναμένουν έτοιμοι ώστε εις πρώτην βολήν του εχθρού καθ΄ ημών να αρχίσουν ταχύ πυρ εναντίον των βαλόντων καθ΄ ημών ίνα τους απασχολήσουν. Και τεθείς εμπρός διέταξα τους άνδρας της κεφαλής να με ακολουθήσουν ξιφήρεις.
Οι χωρικοί και εν γένει οι βλέποντες ημάς να βαδίζοντες προς την πόλιν προσπαθούσαν να μας αναχαιτίσουν εις τον σκοπόν μας, ικετεύοντες να μη προχωρήσωμεν. «Που πάτε, είναι χιλιάδες στρατός Τουρκικός μέσα». Ενώ ουδεμία ανάγκη τοιαύτης βεβαιώσεως υπήρχεν καθ΄ όσον ενώπιον και πέριξ ημών ευρίσκοντο και Τουρκικός στρατός και εναντίον αυτών εβαδίζομεν.
Τέλος επλησίασα εις την είσοδο της πόλεως και προς τους πρώτους που επλησίασαν διέταξα μετά σοβαρότητος να σταματήσουν και να καταθέσουν τα όπλα των και μετά πολλής χαράς είδον να τα καταθέτουν και τότε τους διέταξα να αποσυρθώσι και να μεταβώσι όπου ήθελαν και χωρίς να δείξουν ουδεμίαν δυσαρέσκειαν το έπραξαν. Και οι δεύτεροι ερχόμενοι ήταν έτοιμοι να συμμορφωθούν με τους πρώτους και άμα τη διαταγή μου προθύμως συνεμορφώθησαν και οι τρίτοι επίσης κ.λπ. Τότε ανέφερα επειγόντως προς τον Διοικητήν μου ότι «η πόλις της Φλωρίνης είναι πλήρης Τουρκικού στρατού αλλ΄ ο στρατός αυτός είναι τελείως αποτεθαρρημένος και θα τον προσβάλω ίνα καταλάβω την πόλιν προ των Σέρβων οίτινες είμαι πλέον ή βέβαιος ότι από στιγμής εις στιγμήν θα παρουσιασθώσιν. Και δια την επιτυχίαν της επιχειρήσεώς μου έχω ανάγκην ενισχύσεως ενός ουλαμού». Αλλ΄ ο Διοικητής μου όχι μόνον δεν με ενίσχυσε αλλ΄ απέκρουσε τον σκοπόν μου ανακαλέσας εν ταυτώ και ολόκληρον την εμπροσθοφυλακήν οραματιζόμενος πλέον την βεβαίαν απώλειαν της Φλωρίνης ως και τα ενδότερα αυτής χωρία και πόλεις της Δυτικής Μακεδονίας. Ηναγκάσθην να εγκαταλείψω την ενέργειαν του αφοπλισμού και να μεταβώ αυτοπροσώπως και παριστών τα τελούμενα προ της πόλεως κατορθώσω να μεταπείσω τον Διοικητήν μου. Και να μην διακοπή το τόσον καλώς λειτουργούν έργον του αφοπλισμού των επερχομένων. Εκάλεσα τον αξιωματικόν της κεφαλής και με αντεκατέστησε, εγώ δε σπεύσας όσον ηδυνάμην ταχύτερον (διότι σε κάθε στιγμή που παρήρχετο εφοβούμην την παρουσίαν Σερβικού ιππικού). Ο Διοικητής μου μεθ΄ όλας τας παραστάσεις και τας ικεσίας μου έμενεν ανένδοτος θεωρών ωε άφρονα επιχείρισιν την υπ΄ εμού μελετωμένην και δια να μη παρέρχονται μέτην αι πολύτιμοι στιγμαί επέστρεψα με την ελπίδα να αποφασίσω την εκτέλεσιν μετά της εμπροσθοφυλακής μου. Αλλά επανελθών παρετήρησα ότι ο ίλαρχος μετά του κορμού αυτής είχεν επιστρέψη και ενωθή με το Σύνταγμα όπισθεν του Αρμενοχωρίου. Φαντάζεσθε κύριοι την απελπισίαν μου.
Αλλά δεν απελπίζομαι και αποφασίζω έχων πάντοτε υπ΄ όψει τον εχθρόν ότι με τοιούτον εχθρόν δεν έπρεπε να χάσω την ευκαιρίαν. Και καλέσας τους ελαχίστους αυτούς παρόντας άνδρας της κεφαλής (15 τον αριθμόν) ήρχισα να τους ομιλώ ίνα τους ενθουσιάσω και δεχθώσι να με βοηθήσουν. Αλλά πρωτού εκφράσω τον σκοπόν μου καθαρώς διακόψας με ο αξιωματικός των υπίλαρχος Παναγιώτης Νικολαϊδης είπε: «Κε επίλαρχε μην κεφαλοπονάς πολύ γιατί όλοι μας είμεθα σύμφωνοι μαζύ σας και μη βραδύνετε, τεθήτε εμπρός και ημείς κοντά σου όπου μας πας». «Και στην φωτιά θα πέσωμε μαζύ σου».
Αλλά ο αριθμός των οπαδών μου ήτο τελείως μη υπολογίσιμος. Πλην δε τούτου έπρεπε να προβώ εις καταδίωξιν αφού αφοπλίσω τους εντός της πόλεως ατάκτους ίνα εξασφαλίσω την πόλιν εκ τυχόν επαναστροφής του εχθρού και κυριεύσω και τα τηλεβόλα του εχθρού τα οποία ασφαλώς ένεκα της καταστάσεως των οδών μετά πολλών δυσχερειών θα προχωρούσαν. Διό αμέσως κατά κανόνα έπρεπε να αποστείλω ανιχνευτάς αλλά τοιούτοι ήσαν εντελώς περιττοί καθ΄ όσον μας ήταν πλέον ή γνωστόν ότι η πόλις έβριθε Τουρκικού στρατού, διό και αμέσως έστειλα ένα δεκανέα μετά δύο ιππέων εις τους οποίους εσύστησα να βαδίζουν ξιφήρεις και σωβαροί να μεταβώσιν εις τον Μητροπολίτην ίνα του αναγγείλωσιν ότι «ο αξιωματικός του Ελληνικού στρατού σας αναμένουν εις την είσοδον της πόλεως να του την παραδώσητε». Και αυτός άνευ ελαχίστου δισταγμού επροχώρησεν. Διότι επί τόσας ώρας επιδίδοντο εις τον αφοπλισμόν και μετέδωκαν της προς την Μητρόπολιν αίτησίν μου. Αλλ΄ ο Μητροπολίτης βλέπων την προ της Μητροπόλεως Τουρκοπλημμύραν εδειλίασε και μου απήντησε δια παρακλήσεως να αναβάλω δια την επομένην το έργον μου αυτό της παραδόσεως, οπότε ο Τουρκικός στρατός θα έχει πλέον διέλθη ίνα μη τυχόν προκληθή σύρραξις και σφαγαί. Η απάντησις αυτή του Μητροπολίτου με ετάραξε υπερβολικά όχι δι άλλον λόγο αλλά διότι ήμουν πλέον ή βέβαιος ότι από στιγμής εις στιγμήν θα ενεφανίζετο το Σερβικόν ιππικόν και η Φλώρινα θα απόλετο. (Καθ΄ όσον όρος απαράβατος των ηττημένων παρακολουθεί ο νικητής και παρενοχλεί ώστε αι δυσχέρειαι αι συναντόμεναι καθ΄ οδόν ν΄ αποβαίνουν εις όφελός του.) Και δια να επιτύχω εις τον σκοπόν μου ηναγκάσθην να καταφύγω εις την απάτην και καλέσας δύο υπαξιωματικούς τους επιλοχίαν Δήμου Δήμον και νυν υποστράτηγον ε.α. και τον αείμνηστον λοχίαν Γεώρ. Ριζόπουλον τους διέταξα να σπεύσουν προς τον Μητροπολίτην και του μεταδόσουν την παράκλησίν μου, ότι «εάν δεν σπεύση να εξέλθη θα με αναγκάση να απέλθω μαζύ με τον στρατό μου και εις ότι συμβεί ο υπαίτιος θα είναι αυτός». Ούτως εξαπάτησα τον Μητροπολίτην ότι δεν εσκόπουν να εισέλθω. Και ως μου έλεγε κατόπιν την επομένην εν ομιλία μεταξύ μας «όταν από το παράθυρόν του είδε τους στρατιώτας μου ξιφήρεις να διέρχονται σοβαροί μέσω των Τούρκων και αυτούς να παραμερίζουν και ανοίγουν διάβασιν καταβιβάζοντες τας κάννας των όπλων του, τότε ανεθάρρυσε και παρήγγειλε και του Μουφτή όστις εις το άκουσμα ότι Έλλην αξιωματικός μας καλεί έξω να του παραδώσωμε την πόλιν «Αμάν» είπε και έπεσε λιπόθυμος και γι΄ αυτό εβραδύναμε». Πράγματι είχον βραδύνη πλέον της μιας ώρας εγώ δε έτρεμα από τον τρόμον μου μη δια της παρελεύσεως της ώρας εμφανισθώσιν οι Σέρβοι. Αλλ΄ η μοίρα της Ελλάδος και της Φλωρίνης εβοήθησεν και ενεφανίσθησαν όχι μετά τρίωρον που δημοσιεύετε αλλά νομίζω όχι πλέον της μιας ώρας μετά την κατάληψιν υπ΄ εμού. Και επιτέλους προσήλθον οι θρησκευτικοί αρχηγοί συνοδευόμενοι όχι κ. Σαπουντζή υπό όχλου μετά σημαιών και ασμάτων θουρίων και με ψαλμωδίες «Χριστός ανέστη» αλλά μόνον υπό 5 ατόμων οίτινες επειδή εφοβούντο ερχόμενοι άνευ λευκής σημαίας στο δρόμο που περνούσαν διότι δεν ήλθον από δημοσίους δρόμους και από την πλατείαν αλλά από στενά σοκάκια, στο σοκάκι λοιπόν που περνούσαν βρήκαν ένα παράθυρο ανοικτό και αφαιρέσαντες τον λευκόν του μπερντέ τον εκρέμασε ο γραμματεύς της Δημαρχίας όπως μπόρεσε στο μπαστούνι του ως σύμβολον ειρήνης όλοι δε οι κάτοικοι όταν επληροφορήθησαν την εμφάνισιν του Ελληνικού στρατού, και έχοντες υπ΄ όψιν τας σφαγάς των Σερβίων φοβηθέντες σύρραξιν και σφαγάς εκρύβησαν.
Ως προς δε τα θούρια άσματα και τον σημαιοστολισμόν ουδεμία σημαία ενεφανίσθη. Και ήτο τούτο φυσικόν αφού ως και υμείς οι ίδιοι παραδέχεσθε, ότι η τύχη της καταλήψεως της Φλωρίνης ήτο αμφίβολος εάν θα ήτο Ελληνική και μάλλον διεφαίνετο ως κλίνουσα υπέρ της Σερβίας όπως ασφαλώς θα συνέβαινε εάν το Σερβικόν ιππικόν εβάδιζεν ως εβάδιζα εγώ αφού μάλιστα οι τούρκοι εβάδιζαν άνευ οπισθοφυλακής (πρωτοφανές).
Σεις δε κύριε Σαπουντζή βεβαίως δεν είσθε μεταξύ των 5 συνοδών, ίσως δεν είχατε ακόμη επανέλθη εκ της αποστολής σας μετά της επιτροπής, άλλως θα εγνωρίζατε και τα δημοσιευόμενά σας τα οποία είναι παρεξήγησις και σύγχισις των παραστάσεων, δεν θα ήσαν ως τα δημοσιεύετε διότι συγχίζουν ασφαλώς την ημέραν και τας εορτάς με την υποδοχήν του Διαδόχου. Φαντάζομαι δε ότι η επιτροπή δεν είχεν επανέλθη καθ’ όσον αν όχι όλα τα μέλη αυτής τουλάχιστον μερικοί εξ αυτών θα παρίσταντο κατά την παράδοσιν της πόλεως ενώ οι παριστάμενοι ήσαν αάνθρωποι του λαού και μόνος σημαίνων ήτο ο γραμματεύς της Δημαρχίας (νομίζω Γκέσκος ονομαζόμενος). Υμάς δε κ. Σαπουντζή σας γνώρισα το πρώτον την πρωίαν της 8ης Νοεμβρίου μόλις εξήλθον του δωματίου μου όπου και είχα φιλοξενηθή εις την Μητρόπολιν ευρισκόμενον μετά του αδελφού του Μητροπολίτου και μιάς γυναικός και εις το αντρέ του μεγάρου της Μητροπόλεως ένθα ησχολήσθο, δια την κατασκευή της σημαίας της Μητροπόλεως αφού επρόκειτο να φιλοξενηθή ο διάδοχος. Όταν λοιπόν προσήλθον οι θρησκευτικοί αρχηγοί ο ομιλήσας πρώτος είμην εγώ και είπον ότι: «εν ονόματι του Βασιλέως Γεωργίου του Α΄ καταλαμβάνω την πόλιν της Φλωρίνης μετά της περιοχής αυτής, πάντες δε οι κάτοικοι αυτών έσονται ίσοι απέναντι των Ελληνικών νόμων». Δεν εγνώριζα ότι έπρεπε να κηρύξω τον στρατιωτικόν νόμον. Και μετ΄ εμέ ωμίλησεν δι ολίγων ο αείμνηστος Πολύκαρπος, ότι παραδίδει την πόλιν και δοξάζει τον Θεόν ότι η Φλώρινα γίνεται Ελληνική και υπόσχεται υποταγήν εις τους νόμους και τον Βασιλέα ζητωκραυγάσας τόσον χαμηλήν την φωνήν που ενεποίησεν εντύπωσιν εις τους ιππείς μου. Και μετά τούτων ωμίλησεν ο Μουφτής έναν εμπνευσμένον λόγον ειπών τα εξής: «Ημείς οι Τούρκοι ηυνοήθημεν απ΄ τον Κύριον και εδεσπόσαμεν του κόσμου όλου. Αλλά παρεκλίναμεν και ηθελήσαμεν να γίνωμεν κατακτηταί και τύραννοι. Και ο Θεός ωργίσθη καθ΄ ημών. Αλλά και πάλιν μετά πολλής επιεικείας μας έκρινε και μας δίδει σε καλά χέρια. Ας είναι ευλογημένον το όνομά του. Διό δηλούμεν ότι θα είμεθα οι πιστότεροι υπήκοοι του βασιλέως Γεωργίου. Ζήτω ο Βασιλεύς Γεώργιος ο Α΄». Σημειωτέον ότι ο Μουφτής εξεπαιδεύθη εν Λαρίση τυχόν του απολυτηρίου του Γυμνασίου. Μετά την ανωτέρω σκηνήν της καταλήψεως, εγώ απέστειλα και ειδοποίησα τον Διοικητήν μου ότι «η επιχείρησίς μου επέτυχεν και ήδη εξακολουθών την πορείαν μου σπεύδω εις καταδίωξιν του εχθρού προς ολοκλήρωσιν της νίκης μου ευελπιζόμενος ως και εκ της καταστάσεως των οδών την κυρίευσιν του πυροβολικού του και την διασποράν του εχθρού. Αμέσως ίππευσα προς εκτέλεσιν του σκοπού μου αναμένων και την έλευσιν του Διοικητού μου όστις όφειλε να με ακολουθήση. Μόλις ίππευσα σπεύσας ο αείμνηστος Μητροπολίτης εκράτησε τους χαλινούς του ίππου και μετά τρόμου με ηρώτησε συμβουλεύων με «που πας; είναι χιλιάδες στρατός μέσα». Του απάντησα «το ξέρω αλλ΄ αυτό αφορά εμέ σεις μεταβήτε στην Μητρόπολιν και υψώσατε την Ελληνικήν σημαίαν». Και κεντρίσας τον ίππον μου εισήλθον εις την πόλιν.
Οι πρώτοι τους οποίους συνήντησα εχθροί ήσαν 3 Αξιωματικοί έφιπποι. Εις Συνταγματάρχης μετά του υπασπιστού του, του διαχειριστού του και των εφίππων ιπποκόμων των. Τούτους ηχμαλώτησα όχι μετά πολλής δυσκολίας και καλέσας τον υπίλαρχον Νικολαϊδην τον διέταξα να κρατήση εκ των ιππέων μου 3 και να παραλάβη και φυλακίση τους αιχμαλώτους τούτους. Μετά ταύτα αφόπλισα πάντας τους περιφερομένους ενόπλους ίνα ελευθερωκοινωνήσουν οι κάτοικοι εν τη πλατεία και τους οδούς. Βλέπων δε ότι ο Διοικητής μου μετά του Συντάγματος δεν επαρουσιάζετο και εχάνετο πολύτιμος χρόνος δια την αποσυμπλήρωσιν του έργου μου, διήρεσα τους εναπομείνοντάς μοι 12 οπλίτας εις δύο ομάδας τοις συνέστησα να μη κάμωσι χρήσιν των όπλων των, παρά μόνον εν εσχάτη ανάγκη προς άμυναν, ίνα μη τους εξαγριώσωμεν. Και αφού τους έταξα εις δύο ομάδας αραιώς βαινούσας δεξιόθεν και αριστερόθεν μου εις τις πλαγιές της οδού εκράτησα δι΄ εμαυτόν το μέσον της οδού ως πλέον πολυάνθρωπον και ούτως ετέθημεν εις καταδίωξιν αφοπλίζοντες τους πάντας και μετά τον αφοπλισμόν των αποπέμποντες αυτούς. Πάντα δε ταύτα εγένοντο εν μεγάλη σπουδή με την ελπίδα να προλάβω τα πυροβόλα του εχθρού ένεκα της καταστάσεως των οδών. Ότε επλησιάζαμεν εις την γέφυραν η οποία ευρίσκεται άνωθεν του χωρίου ’ρμενσκο παρετήρησα μακρόθεν ότι προ της γεφύρας ευρίσκοντο αρκετά τηλεβόλα και διάφορα τροχοφόρα και πλησιάσας αντελήφθην ότι οι πυροβοληταί δια βραχιόνων έφερον τα τηλεβόλα επί της γεφύρας και εκείθεν τα ωθούσαν και τα εκρήμνιζαν εις το χάος της χαράδρας. Ειδόντες δε ημάς μακρόθεν εγκαταλείψαντες το έργον αυτό το τρίτον πυροβόλον ίππευσαν τους ίππους ελάσεως και απήλθον καλπάζοντες. Τούτους δεν ηδυνήθην να καταδιώξω διότι πριν να προβώ συνήντησα αξιωματικόν Τούρκον κρατούντα μαστίγιον και κτυπώντα τους στρατιώτας του ίνα τρέχουν και απομακρυνθώσι ούτος δε εις διαταγήν μου να παραδοθή μου απήντησε Γαλλιστί μετά θυμού: «πουρκουά» και ταυτοχρόνως έφερε την χείραν του εις το περί την οσφήν του κρεμάμενον περίστροφόν του. Αλλ΄ ευτυχώς τούτο ήτο κουμβομένον εις την θήκην του. Εγώ δε αμέσως τον ήρπασα εκ του τραχήλου του επενδύτου του και επειδή ήτο πολύ βραχύς και λεπτός τον ύψωσα και τον ετύναξα ταυτοχρόνως δε ξιέταξα τον ιπποκόμον μου να σπεύση και του αφαιρέση το πιστόλι του ενώ αυτός εφώναζεν καλών εις βοήθειαν τους στρατιώτας του ζητών να με πυροβολήσουν ενώ εγώ εξηκολούθην να τον τινάζω και φέρων το πρόσωπόν του μέχρι της εμπροσθίας αψίδος του εφιππίου μου εκτυπούσα την κεφαλήν του επ΄ αυτής και είχα κάμη καταματωμένον το πρόσωπόν του. Εν τω μεταξύ δε τούτου οι μεν στραττιώται του εβάδιζον αδιάφοροι ο δε ιπποκόμος μου επρόλαβε να του αφαιρέση το περίστροφόν του ότε τον ήκουσα να βλασφημή «άει συκτήρ» και ύστερα μου λέει «Και σκεβουλεβέ;» «Τεσλήμ» του απήντησα «Έ… Τεσλήμ, Τεσλήμ, Τεσλήμ» τρεις μου απήντησε. Και ούτω παρεδόθη. Αλλ΄ αφού τον αφήκα από τον γιακά του τόσον ήτο ζαλισμένος ώστε εκλονίσθη να πέση και τον συνεκράτησε ο ιπποκόμος μου. Το επεισόδιον αυτό το οποίον εγένετο με ταχύτητα κινηματογραφική ανέκοψε την ορμήν μας εις την καταδίωξιν άλλωστε και η ημέρα πλέον είχε κλίνει προς την δύσιν της αρκετά ώστε να σταματήση η καταδίωξις διότι ο αιχμάλωτος αυτός ήτο λίαν επικίνδυνος ώστε να μην δύναμαι να τον εμπιστευθώ εις οιονδήποτε, επειδή ο δρόμος ήτο γεμάτος όπλα και οι Τούρκοι έμεναν πλησίον των όπλων των περιφερόμενοι ή καθήμενοι εις τας όχθας του Λίγκου ποταμού. Τότε απέστειλα τον ιπποκόμον μου εις την πόλιν με την εντολήν να μεταβή εις την πόλιν και να σπεύση εάν εντός αυτής ανεύρη το Σύνταγμά μου να αναφέρει στον Διοικητήν μου ίνα στείλη τάχιστα άνδρας ίνα μαζεύσουν τα επί του εδάφους όπλα άλλως εάν οι πολίται αναθαρύσσαντες περιφέρονται εις τας οδούς νας καλέση κατά διαταγήν μου να εξέλθουν και να πάρουν όπλα.
Επανελθών ο ιπποκόμος μου εις την πόλιν δεν εύρε το Σύνταγμά μου διότι ακόμα δεν είχε εισέλθη. Ενώ εντός της πόλεως περιφέροντο πολλοί Σέρβοι και εκάλεσα τους πολίτας οίτινες με αστραπιαία ταχύτητα παρουσιάσθησαν πάνοπλοι ενώπιόν μου όπου τους ανέμενα πάντοτε παραμένων εν τη αυτή θέση αφού προηγουμένως εκανόνισα τους άνδρας μου ως προχείρους προφυλακάς και δια την εξασφάλισιν των τηλεβόλων, προολκαίων και βλητοφόρων. Όταν έφθασαν οι οπλοσυλλέκται πολίται διέταξα αυτούς να περιμαζέψουν από τους αφοπλισθέντας και καθήμενους εις τας όχθας Τούρκους όσον ηδύνατο περισσοτέρους και τους οδηγήσουν εις την πόλιν και εγκλείσουν εις κατάλληλα οικήματα. Εγώ παραλαβών τον αιχμάλωτόν μου αξιωματικόν εβαδίσαμεν προς την πόλιν μαζύ. Καθ΄ οδόν ο αιχμάλωτός μου αφού μου εδηκαιολόγησε την κατάστασιν του στρατού των «ερχόμεθα» μου είπε «από το Κουμάνοβο και τα Μπάμπουνα ύστερα από πενθήμερον σκληράν μάχην νήστεις χωρίς να σταματήσωμεν πουθενά». Ύστερα με ηρώτησεν «σεις δεν είσθε Έλληνες;» Και όταν του εδήλωσα ότι «ερχόμεθα από την Θεσ/νίκην» εταράχθη σφόδρα και ανεφώνησεν «ώστε τόσον μας γελούσαν;» «ημείς ερχόμεθα να σας θέσωμε μεταξύ του στρατού Θεσ/νίκης και ημών. Και ο Ταχσίν;» με ηρώτησεν «που ευρίσκεται;» Και όταν τον εβεβαίωσα ότι ο Ταχσίν είναι προ τόσων ημερών αιχμάλωτος τον κατέλαβον δάκρυα. Όταν εφθάσαμεν εις την πόλιν και τον έφερα εις συνάντησιν των λοιπών συναιχμαλώτων ο πρώτος λόγος που τους είπε ήταν να τους πληροφορήση ότι Θεσ/νίκη είναι Ελληνική και ο Ταχσίν αιχμάλωτος. Όλοι εταράχθησαν και μετά πολλής δυσπιστίας το εδέχθησαν. Όταν έφθασα εις την πόλιν αναζήτησα τον Διοικητήν και το Σύνταγμά μου και απληροφορήθην ότι ούτος μετ ατων αξιωματικών του Συντάγματος ευρίσκονται εις την Μητρόπολι, αδιαφορούντες δια τα γιγνόμενα. Τότε απεφάσισα να αναφέρω απευθείας εγώ προς το Γεν. Στρατηγείον παραμερίζων πλέον Διοικητήν μου ως μη αναμιχθέντα καθόλου και ανέφερα ως εξής: Ώρα 5 μ.μ. προ μιας ώρας κατέλαβον επισήμως πόλιν και περίχωρα Φλωρίνης συνέλαβον χιλιάδες αιχμαλώτων αξιωματικούς και οπλίτας εκυρίευσα τηλεβόλα πολλά του εχθρού διεσκόρπισα χιλιάδες εχθρών. Έχω ανάγκην επείγουσαν ενισχύσεώς μου δια μιας διλοχίας, όπως εγκαταστήσω προφυλακάς και εξασφαλίσω το έργον μου. Εχθρός κατέχει υψώματα Πισοδερίου όπερ εκ των πολλών πυρών παρουσιάζει πελωρίαν Μαρκίζαν.
Διατάξατε επίλαρχος ’ρτης.
Ως με εβεβαίουν κατόπιν η χαρά του Διαδόχου την οποίαν ησθάνθη από την ανάγνωσιν της αναφοράς μου, υπερέβαινε παν όριον. Κρατών ανά χείρας την αναφοράν έλεγεν συνεχώς «Μπράβο ’ρτη, μπράβο ’ρτη». Οι δε εργαζόμενοι εις τα γραφεία ως ο επιτελάρχης Δούσμανης κ.λπ. έσπευσαν και ηρώτησαν να πληροφορηθούν τι το απρόοπτον συνέβαινε και όταν επληροφορήθη ο επιτελάρχης ότι «ο ’ρτης κατέλαβε την Φλώριναν» εδήλωσε με απορίαν. «Πως την κατέλαβε ο ’ρτης και όχι ο Ζαχαρακόπουλος;» ο Διάδοχος του ενεχείρισε την αναφοράν εν η ενυπήρχον οι φράσεις περί Πισοδερίου αίτινες εσήμαινον δια τον Διάδοχον και τον ετήρουν επιφυλακτικόν, και είπε προς τον Δούσμανη. «Φαίνεται ότι πρόκειται περί μπραβούρας» στραφείς δε αμέσως προς τον παριστάμενον υπίλαρχον Στάικον διέταξεν αυτόν ως εξής: «Στάικο τρέξε αμέσως σκάσε το άλογό σου και όποια μονάδα συναντήσης στην Φλώρινα διέταξε να σταλή αμέσως στον ’ρτη μια διλοχία και να επιβλέψεις ο ίδιος την ταχείαν εκτέλεσιν. Τότε ο Δούσμανης επρότεινε να διαταχθή η 4η Μεραρχία που ευρίσκετο εισέτι καθ΄ οδόν. Αλλά ο Διάδοχος το απέρριψε ειπών «θα βραδύνη, μια διλοχία που ζητείται να του δοθή τρέξε». Ο Στάικος συνήντησεν ως πλησιέστερον τον\ Σύνταγμα του Καμπάνη εις το οποίον μετέδωκε την διαταγήν. Ο Καμπάνης απήντησε ότι μόλις έφθασαν και ακόμη δεν τους διενεμήθη ο άρτος. «Να διανεμηθή ο άρτος και να πάμε όλο το Σύνταγμα». Εις ταύτα ο Στάικος απήντησεν «να αναχωρήση αμέσως η διλοχία και να αρτοδοτηθή στη Φλώρινα». Ούτω και εγένετο.
Και η διλοχία έφθασε στην Φλωρινα την 12.30 και ο άρτος διενεμήθη εις τας προφυλακάς, αφού μαζί με την διλοχιάρχην Λοχαγόν Αντώνιον Πραντούναν ειδοποιήσαμεν να ετοιμάσουν αμέσως άρτον τον οποίον εις τας 3 μεσονύκτιον διανείμαμεν εις τας προφυλακάς. Τούτο ευχερώς θα το πληροφορηθήτε από τους επιζώντες (Και βεβαίως θα επιζώσιν) φουρνάρηδες. Ο ένας ήτο στην τότε πλατείαν. Όσον δ’ αφορά τον αείμνηστον Καμπάνην, τον οποίον ανακριβώς δημοσιεύετε ότι ήλθεν εις Φλώριναν εις τας 10 το βράδυ ενώ αυτός ήλθε την 9ην πρωϊνήν της επομένης. Τούτο το γνωρίζω καλώς διότι τον ανέμενα να του παραδώσω και η βραδύτης της ελεύσεώς του εστοίχισε εις την Καστορίαν μίαν ημέραν επιβράδυνσι της απελευθερώσεώς της. Ημέραν τρόμου και περιπετειών. Και κάμετε σύγχισιν με τον κ. Καλγεράν και Μάνον, επιτελάρχας της 4ης Μεραρχίας, οίτινες έπειδή διεδόθη αστραπιαίως εις όλας τας μονάδας ότι «ο ’ρτης με μπραβούρα πήρε προ των Σέρβων την Φλώριναν», εκ περιεργείας για να πληροφορηθούν θετικότερα, απεφάσισαν να έλθουν πεζή στην Φλωριναν καθ’ όσον οι καταυλισμοί των δεν απείχον πολύ. Και ελθόντες και μη συναντήσαντες προφυλακάς ούτε όταν έφθασαν εις την πόλιν αντίκρυσαν οικίαν τινα σημαιοστόλιστον, εφοβήθησαν μη ενέπεσαν εις Τουρκοκρατούμενον χωρίον και απεφάσισαν να επιστρέψουν επειδή σκότος πολύ επεκράτει καθ’ όλην την πόλιν, ότε εκ συμπτώσεως συνηντήθησαν μαζύ μου όστις διένειμα τους πολίτας εις τας προφυλακάς και αφού μου διεμαρτυρήθησαν δια την έλλειψιν προφυλακών και σημαιών, μοι διηγήθησαν το πάθημά τους και εγώ τους ωδήγησα εις την Μητρόπολιν, όπου υμείς κ. Σαπουντζή ουζάρατε και εορτάζατε μετά των αμερίμνων συναδέλφων μου, εγώ δε κατεγινόμην εις το να εξασφαλίσω την Φλώριναν από το πάθημα του Σόροβιτσ, το οποίον κατεστράφη από μίαν μπραβούρα ενός Ταγματάρχου. Καθ’ όλην την νύκτα της 7ης Νοεμβρίου ήμην πολύ ανήσυχος, την ανησυχία μου δε προκαλούσεν η κατάληψις και η παραμονή της στρατιάς επί των υψωμάτων του Πισοδερίου και οι λόγοι του αιχμαλώτου μου αξιωματικού (ειπόντος μοι «ερχόμεθα με την ιδέα να δώσωμεν μάχην)». Τούτο εν συνδυασμώ με τας πληροφορίας του κ. Γενηματά. Αλλά ως αντελήφθην, και τον Διάδοχον ανησυχούσε η κατάληψις των υψωμάτων και δια τον λόγον αυτόν δεν συνεφώνησεν με την γνώμην του Δούσμανη να έλθη εις Φλώριναν ολόκληρος η 4η Μεραρχία προ της συγκεντρώσεως των Μεραρχιών και απεφάσιζε μόνον με την διλοχίαν. Εγώ δε δια τον σκοπόν αυτόν ανέφερα την «πελωρίαν Μαρκίζαν». Εκείνο δε το οποίον με ησύχασεν ήτο ότι είδον Τούρκους να ρίπτουν τα τηλεβόλα των εις τον Καιάδα της γεφύρας Αρμένσκο. Ενώ αν εσκέπτοντο να επανέλθουν και να δώσουν μάχην θα τα άφηναν ίνα εν καιρώ τα ανακτήσουν. Πάντως επανελθών εις την πόλιν από της καταδιώξεως, εν πρώτοις διέταξα αφοπλισμόν καθ’ όσον εγώ δεν εγνώριζα τας σκέψεις του Τουρκικού πληθυσμού της πόλεως. Το μόνον που εγνώριζα ήτο ότι κατά τη ώραν της καταδιώξεώς μου, διερχόμενος έμπροσθεν οικίας τινός εκινδύνευσα να φονευθώ δια λιθοβολισμού από ένα παράθυρο ριφθέντος λίθου εναντίον μου, ο οποίος ευτυχώς απέτυχεν μεν του σκοπού το, αλλ’ εκτύπησεν τον ίππον μου, όστις και εχώλαινεν επί τοσούτον ώστε ηναγκάσθην προ της επιχειρήσεώς μου εις Καστορίαν να τον ανταλλάξω με τον αιχμαλωτισθέντα ίππον του αιχμαλώτου Συνταγματάρχου του ιππικού, τον οποίον ηχμαλώτησα άμα τη εισόδω μου εις την πλατείαν της πόλεως. Μετά τον αφοπλισμόν από τον οποίον εισέπραξα 10 χιλ. όπλα «Μαρτίνι» και τα παρέδωσα την επομένην εις τον αείμνηστον Συνταγματάρχην Καμπάνην, ως αναφέρει η ημερησία διαταγή του Γεν. Στρατηγείου, της 9ης Νοεμβρίου του 1912. Και εγέμισα δύο μεγάλας αποθήκας κειμένας εις τον περίβολον της Μητροπόλεως. Βραδύτερον εχρησιμοποιήθησαν αύται αι αποθήκαι ως δερματοπωλείον του αειμνήστου Αναστασίου Λουκίδη. Μετά τον αφοπλισμόν λέγω εκάλεσα δια του Κήρυκος εθελοντικήν επιστράτευσιν ίνα εξασφαλίσω την πόλιν εκ τυχόν κακοποιών και θέσω προφυλυκάς, και προσήλθον εντός της ώρας 154 ή 156 φιλότιμοι και φιλοπάτριδες νέοι (θα παρακαλέσω δημοσιεύων την παρούσαν όσοι εξ αυτών επιζώσιν και ασφαλώς θα είναι πόλλοί, να μου δώσουν τα ονόματά των δημοσιεύοντες αυτά και αποστέλλοντές μοι την εφημερίδα, εν ή να δημοσιεύεται εκτός του ονοματεπωνύμου των και εις ποίαν υπηρεσίαν εχρησιμοποιήθη υπ’ εμού. Ελπίζω ότι ότι πολύ προσεχώς θα δυνηθώ ώστε να δημοσιεύσω το ημερολόγιόν μου και θα λάβω την τιμήν να σημειώσω τα ονόματά των, ως και να θέσω τας εικόνας των ενά λάνω την τιμήν να μοι αποσταλλώσι τοιαύται).
Τους προσελθόντες, αφού τους συνεχάρην ως φέροντας την τιμήν να είναι οι πρώτοι Μακεδόνες στρατιώται, τους έταξα εν γραμμή, τους ωμίλησα δι’ ολίγων ίνα τους αναπτερώσω το φρόνημά των, τους διέταξα ολίγας στρατιωτικάς κινήσεις και κατόπιν άλλους έταξα ως περιπόλους εντός της πόλεως και τους λοιπούς ωδήγησα εις τας προφυλακάς, όπως υπερασπίσουν την πατρίδα τους και εξετέλεσαν ευόρκως το καθήκον των μέχρι του μεσονυκτίου, ότε η έλευσις της Διλοχίας μου επέτρεψε να τους αντικαστήσω δια στρατιωτών του πεζικού και αφού τους ηυχαρίστησα τους εχάρισα και το όπλον, με το οποίον τους είχα οπλίση ίνα το κρατήσουν εις ανάμνησιν της προς την πατρίδα προσφοράς των. Εστηρίχθητε κ. Σαπουντζή, εις την προώθησιν, νομίζοντες ότι η προώθησις ήτο αρκετή. Αλλά σας απέδειξα ότι η προώθησις έπρεπε να γίνη εις την Μεραρχίαν (εάν ο Διάδοχος το ενέκρινε), η οποία ήτο όπλον κρούσεως, ενώ το Ιππικόν ήτο όπλον ερεύνης και ως τοιούτον εδωκε την αναφοράν του και ο προορισμός του εξεπληρώθη, διότι αυτό στερείται των μέσων κρούσεως ούτε λόγχην φέρει παρά μόνον σπάθην, εναντίον ιππικού και μεμονωμένων φυγάδων, έρχεται εις κρούσιν και όχι εναντίον συγκεντρωμένου πεζικού. Εδόθη εις την Σερβικήν Μεραρχίαν ιππικού η προώθησι να καταλάβη την Φλώριναν και το ιππικόν εβάδιζεν όπως αυτοί που ωδήγουν και τρέφουν γαλλιά μόνον που δεν κρατούσαν το καλάμι. Και το επρόλαβα διότι δεν περιωρίσθην εις τα όρια του κανονισμών. Εδόθη προώθησις εις το Σερβικόν ιππικόν να καταλάβει την Καστορίαν αλλά καθ΄ οδόν επληροφορήθη ότι η Καστοριά κατέχεται υπό πεζικού. Εσταμάτησε στην Οχρίδα και εζήτησεν ενισχύσεις. Μου εδόθη η διαταγή να καταλάβω την Καστοριά με 25 ιππείς εάν την εύρω κενήν. Αλλά είχα κάτι μέσα μου που με ωθούσε όχι οι κανονισμοί αλλά κάτι άλλο που θαυματουργεί και εθαυματούργησεν ώστε να προλάβω και πάλιν τους Σέρβους και με μόνον 25 ιππείς να τρέψω εις φυγήν 5 χιλ. Στρατού ακμαίου ηθικού εν πλήρει ημέρα και να την κενώσω και καταλάβω. Εις παρόμοιες περιστάσεις μόνον αυτό το κάτι, αυτή η προώθησις φέρει αποτελέσματα αξιότιμε Κε Σαπουντζή. Αυτό το κάτ εξοχώτατε με ώθησε ν΄ απελευθερώσω την Φλώριναν και να την κάμω Ελληνικήν χωρίς ποσώς να μου το ζητήση αλλά μου το υπέδειξε το κάτι που έβραζε μέσα μου.
Πως λειτουργεί η προώθησις όταν λείπει το κάτι;
Η συμπεριφορά του Διοικητή μου μέχρι της στιγμής της καταλήψεως της Φλωρίνης υπήρξεν σύμφωνος προς τους κανόνας του ιππικού ερεύνης. Ανέφερε περί της ανακαλύψεως της δυνάμεως και των υπόπτων προθέσεων του εχθρού και συμφώνως προς τα αναφερθέντα ανέμενε διαταγάς του Γεν. Στρατηγείου προς το στράτευμα. Αλλ΄ από της στιγμής της καταλήψεως της Φλωρίνης φρονώ ότι αφού του εγνώσθη υπ΄ εμού ότι «η πόλις κατελήφθη και σπεύδω προς καταδίωξιν και διασκόρπισιν του εχθρού», επανέρχεται πλέο εις τον προορισμόν του και αυτός έπρεπε να ακολουθήση την εμπροσθοφυλακήν σύμφωνα με τον προορισμόν του ιππικού. Αλλά αυτός με εθεώρησεν ως αποστάτην των διαταγών του και εξηκολούθησε να παραμένη όπισθεν του Αρμενοχωρίου μέχρι της στιγμής καθ΄ ήν ενεφανίσθη το Σερβικόν ιππικόν και εμηδενίζετο πλέον η Τουρκική στρατιά όποτε απεφάσισε να εξέλθη της κρύπτης του και να βαδίση προς Φλώριναν οπότε ο Σέρβος ίλαρχος τον εσταμάτησεν λέγων «ημείς καταδιώκομεν και ημείς θα εισέλθωμεν πρώτοι».
Και τότε ο Διοικητής μου του εδήλωσε ότι προ πολλού εντός της Φλωρίνης ευρίσκεται ο Ελληνικός Στρατός. Αλλ΄ ο Σέρβος μη πειθόμενος ως μη βλέπων σημαίας Ελληνικάς εν τη πόλει λέγει «ας σταματήσουμε αμφότεροι» και απέστειλε προς τον Μητροπολίτην και τον Μουφτή πρόσκλησιν όπως εξέλθουν και του παραδώσουν την πόλιν. Η απάντησις εδόθη ευχερώς και ταχέως διότι αμφότεροι οι θρησκευτικοί αρχηγοί ευρίσκοντο εντός του ναού του Αγ. Γεωργίου και απήντησαν ότι «την πόλιν της Φλωρίνης προ πολλής ώρας παρεδώσαμεν και ευρίσκεται ήδη υπό την διοίκησην του Ελληνικού στρατού». Τότε ο ίλαρχος πεισθείς είπεν «ως σύμμαχός σας θα εισέλθω κι΄ εγώ» εις ταύτα του εδόθη η εξής απάντησις «Βεβαίως θα σας φιλοξενήσωμεν». Το επεισόδιον αυτό βεβαίως θα σας είναι γνωστόν κ. Σαπουντζή διότι εις εμέ μου το εγνώρισεν ο αείμνηστος και πολύ φίλος σας Μητροπολίτης Πολύκαρπος.
Αλλά και έτερον σοβαρώτερον επεισόδιον προυκάλεσε η αδράνεια του Διοικητού μου και το οποίον θα εστοίχιζε μεγάλας προστριβάς με άγνωστα αποτελέσματα, βς εξής: Μετά την διαπίστωσιν των θρησκευτικών αρχηγών, ως ανωτέρω εκθέτω, ο Διοικητής μου δεν εισήλθεν πρώτος και αμέσως εντός της πόλεως αλλ’ έμεινε έξωθεν αυτής, αφήσας τον Σέρβον ίλαρχον να εισέλθη. Ούτος εισελθών και μη συναντήσας Ελληνικόν στρατόν εντός της πόλεως (διότι εγώ μετά του μικρού τμήματός μου ευρισκόμεθα εις την καταδίωξιν) αλλά ούτε και σημαίαν ελληνικήν αντίκρυσεν και υποπτευθείς απάτην έσπευσε προς το τηλεγραφείον και ανέφερε προς τας προϊσταμένους του αρχάς ότι «κατέλαβε την Φλώριναν» και ούτω εθεωρείτο εις τους Σέρβους η Φλώρινα Σερβική. Ο δε πρίγκηψ Αρσένιος δεν ήλθεν με την Μεραρχίαν του να μας προσφέρη βοήθειαν αλλά με τον σκοπόν να εγκατασταθή εις Φλώριναν, πλην όμως μόλις έφθασεν αντελήφθη την υποδοχήν του Έλληνος Διαδόχου και αφ’ ετέρου τας οικίας σημαιοστολίστους δι’ Ελληνικών σημαιών, ουδαμού δε να κυματίζη Σερβικλη, όπερ εσήμαινε ότι κάποια παρεξήγησις εγένετο εις βάρος των Σέρβων. Ετληρησεν, λοιπόν, ο Πρίγκηψ επιφυλακτικότητα και εισήλθε και αυτός με το πρόσχημα του συμμάχου κράτους και εις πρώτην ευκαιρίαν παρεκάλεσε τον Διάδοχον Κωνσταντίνον, όπως διορίσουν αμφότερα τα κράτη επιτροπήν, η οποία να καθορίση τα σύνορα προχείρως και εις τα Σερβικά μέλη της επιτροπής έδωκεν διαταγήν όπως εξετάσουν επισταμένως το ζήτημα της προτεραιότητος. Εντός ελαχίστων ημερών ωρίσθη επιτροπή. Από της Ελληνικής πλευράς είχε διορισθή ως πρόεδρος ο αείμνηστος Συνταγματάρχης Γεώργιος Χατζηανέστης και μέλος ο Ταγματάρχης του πεζικού Γεώργιος Νικολαϊδης. Και εις πρώτην συνάντησίν των ο αείμνηστος Χατζηανέστης επρότεινε ως εξής: «Τα σύνορα αυτά θα είναι προσωρινά και προτείνω για να τελειώνουμε να λάβουμε τη εξής απόφασιν: Η Φλώρινα είναι ελληνική, το Μοναστήρι Σερβικός, να φέρωμεν μίαν γραμμήν εις το μέσον των δύο πόλεων».
Αλλ’ οι Σέρβοι αντέταξαν διαμαρτυρίας ότι η Φλώρινα ήτο σερβική. Και τότε την παρεξήγησιν αυτήν ευτυχώς έσωσεν η επισημος κατάληψις της Φλωρίνης, Ανεβλήθη αμέσως η συζήτησις και τα μέλη κατέφυγον εις τους θρησκευτικούς αρχηγούς και τους προκρίτους, Τούρκους και Βουλγάρους, οίτινες εβεβαίωσαν ότι πολλήν ώραν προτού εμφανισθεί το Σερβικόν ιππικόν, η πόλις είχε καταληφθεί υπό του Ελληνικού Στρατού και ούτως έληξεν η ανωμαλία αυτή. Ελπίζω, αξιότιμε κ. Σαπουντζή, ότι το ανωτέρω επεισόδιον να σας είναι γνωστόν και σας διέφυγε της μνήμης να το δημοσιεύσετε εις το δημοσίευμά σας. Εις εμέ το δεύτερον επεισόδιον μου το εγνώρισεν ο τότε ταγματάρχης Γ. Νικολαϊδης, που ήτο μέλος της επιτροπής.
Επίλογος
Ο σκοπός της ανωτέρω επιστολής θα παρακαλέσω ας μην θεωρηθή ως αποσκοπών να μειώση τας ευγενείς και πατριωτικάς προσπαθείας της υπό των θρησκευτικών αρχηγών Μητροπολίτην και Μουφτή Καλεσή επιτροπής, των οποίων θαυμάζω και εξυμνώ το θάρρος και την αυταπάρνησιν που επέδειξαν δια να επιτύχουν μέχρι τέλους του σκοπού των. Εάν δε η μοίρα, η οποία κανονίζει τα πάντα δεν ηθέλησε να τοις χαρίση την χαράν της επιτυχίας και ευρέθην εγώ τυχερότερός των, ας δοξάσωμεν τον Ύψιστον διότι το αποτέλεσμα υπήρξεν το αυτό με το επιδιωκόμενον.
Μετά βαθυτάτης εκτιμήσεως
υμέτερος Φίλος
Ι. ΑΡΤΗΣ