ΙΔΑΝΙΚΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΥΨΟΜΕΤΡΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΑΣ
Ο καρπός της κινόα, ενός φυτού που καλλιεργείται ψηλά στις Άνδεις, έχει εξαιρετική διατροφική αξία και πλησιάζει όλο και περισσότερο το δυτικό τραπέζι. Γνωστή ως «τσισάγια μάμα», ή «μητέρα όλων των δημητριακών», η κινόα ήταν τόσο σημαντική για τους Ίνκας, ώστε η πρώτη σπορά του έτους γινόταν συνήθως από τον αυτοκράτορα, χρησιμοποιώντας ειδικά εργαλεία από χρυσό. Οι Ισπανοί κατακτητές αρχικά περιφρόνησαν την κινόα. Αργότερα απαγόρευσαν την καλλιέργειά της, επειδή οι σπόροι χρησιμοποιούνταν σε «παγανιστικές» τελετές», και ανάγκασαν τους αυτόχθονες να καλλιεργούν σιτηρά στη θέση της.
Η κινόα ή χηνοπόδιο (Chenopodium quinoa, ένθετη αριστερά) κατατάσσεται συνήθως σταδημητριακά, στην πραγματικότητα όμως δεν ανήκει στην οικογένεια των αγρωστωδών. Συγγενεύει περισσότερο με τον αμάραντο, ο οποίος επίσης έχει υψηλή διατροφική αξία. Το μεγάλο πλεονέκτημα της κινόα είναι η υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνεσ, που κυμαίνονται από 12 έως 18 τοις εκατό. Σε αντίθεση με τις πρωτεΐνες των σιτηρών και του ρυζιού, οι πρωτεΐνες της κινόα έχουν μεγάλη και ισορροπημένη περιεκτικότητα σε λυσίνη και άλλα απαραίτητα αμινοξέα.
«Οι επιστήμονες της NASA την έχουν χαρακτηρίσει εξαιρετικά ισορροπημένη και πλήρη τροφή» υπερηφανεύεται στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Επιφάνιο Μουράνα, επικεφαλής της Ένωσης Παραγωγών Κινόα της Βολιβίας. Πράγματι, η NASA εξετάζει τη χρήση της κινόα στο Ελεγχόμενο Οικολογικό Σύστημα Υποστήριξης Ζωής, ένα ερευνητικό πρόγραμμα για μακροχρόνιες επανδρωμένες αποστολές. Μετά την κουζίνα της NASA, οι θρεπτικοί σπόροι φτάνουν τώρα στο πιάτο της μέσης δυτικής οικογένειας, συχνά ως υποκατάστατο των ζυμαρικών και γενικά των σιτηρών και του ρυζιού. Οι σπόροι έχουν αφράτη, μαλακή υφή και γεύση που θυμίζει ξηρούς καρπούς.
Μεγαλύτερος εξαγωγέας κινόα είναι η Βολιβία, η φτωχότερη χώρα της Νοτίου Αμερικής, στην οποία αντιστοιχεί σήμερα το 46% της παγκόσμιας παραγωγής. Το ποσοστό της καλλιεργήσιμης γης στη χώρα περιορίζεται στο 10%, ωστόσο η κινόα δεν έχει μεγάλες απαιτήσεις σε νερό καιλίπασμα. Τα πάει καλά σε αμμώδη, φτωχά εδάφη και σε υψόμετρα άνω των 4.000 μέτρων. Τα αγρωστώδη δεν θα άντεχαν εύκολα σε τέτοιες συνθήκες. Λόγω καιρού, η φετινή σοδειά στη Βολιβία αναμένεται περιορισμένη. Κατά τα άλλα, όμως, οι ντόπιοι γεωργοί έχουν κάθε λόγο να τρίβουν τα χέρια τους: Η τιμή εξαγωγής έχει τριπλασιαστεί από το 2007 και φτάνει σήμερα τα 2,9 δολάρια το κιλό. Δεύτερη χώρα σε παραγωγή είναι το Περού, με μερίδιο 42%, και τρίτες έρχονται οι ΗΠΑ με 6%.
Η κινόα ή χηνοπόδιο (Chenopodium quinoa, ένθετη αριστερά) κατατάσσεται συνήθως σταδημητριακά, στην πραγματικότητα όμως δεν ανήκει στην οικογένεια των αγρωστωδών. Συγγενεύει περισσότερο με τον αμάραντο, ο οποίος επίσης έχει υψηλή διατροφική αξία. Το μεγάλο πλεονέκτημα της κινόα είναι η υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνεσ, που κυμαίνονται από 12 έως 18 τοις εκατό. Σε αντίθεση με τις πρωτεΐνες των σιτηρών και του ρυζιού, οι πρωτεΐνες της κινόα έχουν μεγάλη και ισορροπημένη περιεκτικότητα σε λυσίνη και άλλα απαραίτητα αμινοξέα.
«Οι επιστήμονες της NASA την έχουν χαρακτηρίσει εξαιρετικά ισορροπημένη και πλήρη τροφή» υπερηφανεύεται στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Επιφάνιο Μουράνα, επικεφαλής της Ένωσης Παραγωγών Κινόα της Βολιβίας. Πράγματι, η NASA εξετάζει τη χρήση της κινόα στο Ελεγχόμενο Οικολογικό Σύστημα Υποστήριξης Ζωής, ένα ερευνητικό πρόγραμμα για μακροχρόνιες επανδρωμένες αποστολές. Μετά την κουζίνα της NASA, οι θρεπτικοί σπόροι φτάνουν τώρα στο πιάτο της μέσης δυτικής οικογένειας, συχνά ως υποκατάστατο των ζυμαρικών και γενικά των σιτηρών και του ρυζιού. Οι σπόροι έχουν αφράτη, μαλακή υφή και γεύση που θυμίζει ξηρούς καρπούς.
Μεγαλύτερος εξαγωγέας κινόα είναι η Βολιβία, η φτωχότερη χώρα της Νοτίου Αμερικής, στην οποία αντιστοιχεί σήμερα το 46% της παγκόσμιας παραγωγής. Το ποσοστό της καλλιεργήσιμης γης στη χώρα περιορίζεται στο 10%, ωστόσο η κινόα δεν έχει μεγάλες απαιτήσεις σε νερό καιλίπασμα. Τα πάει καλά σε αμμώδη, φτωχά εδάφη και σε υψόμετρα άνω των 4.000 μέτρων. Τα αγρωστώδη δεν θα άντεχαν εύκολα σε τέτοιες συνθήκες. Λόγω καιρού, η φετινή σοδειά στη Βολιβία αναμένεται περιορισμένη. Κατά τα άλλα, όμως, οι ντόπιοι γεωργοί έχουν κάθε λόγο να τρίβουν τα χέρια τους: Η τιμή εξαγωγής έχει τριπλασιαστεί από το 2007 και φτάνει σήμερα τα 2,9 δολάρια το κιλό. Δεύτερη χώρα σε παραγωγή είναι το Περού, με μερίδιο 42%, και τρίτες έρχονται οι ΗΠΑ με 6%.