Του Γιώργου Νικολάου*
Μην πείτε ότι δεν τα έχουμε ξαναζήσει! Η κρατική βία, η οποία δεν διστάζει να μετατρέψει σε πεδίο μάχης το κέντρο των ελληνικών μεγαλουπόλεων, σε συνδυασμό με την αδιάλλακτη στάση στο θέμα Ρωμανού, αλλά και τα σενάρια αποστασίας για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, είναι η τρανή απόδειξη ότι ο κοινοβουλευτικός «Φρανκενστάιν» σχηματισμός που κυβερνά τη χώρα δεν είναι διατεθειμένος να παραδεχθεί την πολιτική του ήττα και να προχωρήσει σε ομαλές για τη δημοκρατία επιλογές.
Θα ήταν λάθος να εκληφθεί ως πανικός των κυβερνώντων. Βεβαίως και φοβούνται ότι έχουν απολέσει τη δημοκρατική νομιμοποίηση για να κυβερνούν τη χώρα και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο έχουν επιλέξει την οδό της πολιτικής ανωμαλίας. Είναι το ήδη δοκιμασμένο και ψύχραιμα μελετημένο σενάριο του εκφοβισμού του μέσου «νοικοκύρη» πολίτη, που δεν θέλει τις ακρότητες, τρέμει για την περιουσία του και το αυτοκίνητό του, αγωνιά για τη σωματική ακεραιότητα του παιδιού του που κυκλοφορεί στους δρόμους όπου ίπτανται βόμβες μολότοφ και πέτρες. Στήνεται το ίδιο σκηνικό τρομοκρατίας, το οποίο έχουμε δει δεκάδες φορές στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της χώρας, προκειμένου ο μέσος Ελληνας να υποκύψει γιατί φοβάται τα χειρότερα. Οι κυβερνητικοί εταίροι δεν πρόκειται να παραδώσουν τόσο εύκολα την εξουσία.
Σ’ αυτή τη συγκυρία, η ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ καθίσταται ακόμη μεγαλύτερη και κρίσιμα σημαντική. Είναι σαφές ότι είναι ο μοναδικός εκφραστής της αριστερής πρότασης για τη διακυβέρνηση της χώρας και θα είναι λάθος, χάριν του προσδοκώμενου εκλογικού αποτελέσματος, να απομακρυνθεί από αυτήν. Συνάμα, όμως, ενσαρκώνει -μόνος αυτός πάλι- την ελπίδα για τη δημοκρατική επαναφορά του πολιτικού συστήματος στην πατρίδα μας, την απελευθέρωση του λαού μας από τα δεσμά των μνημονίων, την αποκατάσταση του κοινωνικού κράτους και την πορεία προς την πρόοδο.
Αυτός ο αγώνας, στο εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας, δεν μπορεί να δοθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ χωρίς ευρύτατες κοινωνικές συμμαχίες και συμφωνίες. Διατηρώντας τον αδιαπραγμάτευτο, κεντρικό ιδεολογικό πυρήνα ενός κόμματος της Αριστεράς, οφείλει ταυτόχρονα να εκφράσει τη βούληση του λαού μας για αλλαγή πλεύσης, να εμπνεύσει εμπιστοσύνη και να πείσει ότι μπορεί να λειτουργήσει ως κυβέρνηση εθνικής ανακούφισης και σωτηρίας.
Είναι σαφές ότι αύριο η ψήφος προς τον ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είναι μόνο ψήφος αποδοχής των θέσεών του. Θα είναι, ταυτόχρονα, ψήφος αποδοκιμασίας της ακολουθούμενης από τη συγκυβέρνηση πολιτικής. Υπό την έννοια αυτήν, απαιτείται να βρεθούν και να τηρηθούν εκείνες οι πολιτικές ισορροπίες μεταξύ της αριστερής ιδεολογικής του συνέπειας και της ετερογενούς σύνθεσης της εκλογικής βάσης του. Εγχείρημα διόλου εύκολο, θα έλεγα μάλιστα εξαιρετικού ρίσκου.
Είναι πιθανό κάποιος να προβάλει το παράδειγμα του ΠΑΣΟΚ το 1981, όταν ο Α. Παπανδρέου συσπείρωσε μεγάλες λαϊκές μάζες ψηφοφόρων με το πρόταγμα της «Αλλαγής». Η σύγκριση, ωστόσο, θα ήταν ατυχής, τόσο όσον αφορά το ιστορικό συγκείμενο και τις διαφορές της κάθε εποχής όσο και τη διαφορετική φυσιογνωμία των δύο κομμάτων. Το ΠΑΣΟΚ του ’81 ήταν ένα κόμμα αρχηγικό, δίχως εσωτερικές διαδικασίες ιδεολογικού διαλόγου και αντιπαράθεσης, στο οποίο επιβαλλόταν η χαρισματική φυσιογνωμία του αρχηγού του. Το πρώτο του Συνέδριο το έκανε αρκετά χρόνια μετά την άνοδό του στην εξουσία και όποιος διατύπωνε αντίθετη άποψη απλώς «κατέβαινε από το τρένο».
Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εμπεδώσει τόσο την εσωκομματική του δημοκρατία όσο και μια κουλτούρα ιδεολογικού προβληματισμού, διαλόγου, αντιπαράθεσης και σύγκλισης των διάφορων συνιστωσών του, ενώ ταυτόχρονα αισθάνεται αρκετά άβολα με ενδεχόμενους «πολιτικάντικους συμβιβασμούς» στον δρόμο προς την κυβέρνηση.
Τελικά, όμως, ίσως δεν είναι και τόσο «απαραίτητοι» οι συμβιβασμοί αυτοί. Αρκεί να γίνει ξεκάθαρο, μέσα και έξω από το κόμμα, ότι οι πόρτες του δεν είναι κλειστές. Οποιος, όμως, στοιχίζεται μαζί του, το κάνει με τους όρους του ΣΥΡΙΖΑ, ως πολιτικής πλατφόρμας της Αριστεράς, και με τις προγραμματικές του θέσεις για την άσκηση της εξουσίας.
Θεμιτοί και κατανοητοί οι φόβοι των ιστορικών μελών του κόμματος για ιδεολογική αλλοτρίωση και υφαρπαγή της «σφραγίδας» του από τυχοδιωκτικά στοιχεία, που «είδαν πόρτα» εξουσίας και μπήκαν. Αρκεί οι φόβοι να μη μετατραπούν σε φοβίες, παθολογικές, δηλαδή, καταστάσεις, οι οποίες θα ακυρώσουν το μεγάλο εγχείρημα, που σήμερα είναι εθνική προτεραιότητα: τη δημοκρατική επαναφορά, την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και την αποκατάσταση της σχέσης εμπιστοσύνης ανάμεσα στο κράτος και τον πολίτη. Είναι μια μεγάλη ευθύνη, την οποία η Ιστορία φαίνεται ότι αναθέτει στην Αριστερά και στον ΣΥΡΙΖΑ, και την οποία ουδείς από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει το δικαίωμα να αποποιηθεί.
* Αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Μην πείτε ότι δεν τα έχουμε ξαναζήσει! Η κρατική βία, η οποία δεν διστάζει να μετατρέψει σε πεδίο μάχης το κέντρο των ελληνικών μεγαλουπόλεων, σε συνδυασμό με την αδιάλλακτη στάση στο θέμα Ρωμανού, αλλά και τα σενάρια αποστασίας για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, είναι η τρανή απόδειξη ότι ο κοινοβουλευτικός «Φρανκενστάιν» σχηματισμός που κυβερνά τη χώρα δεν είναι διατεθειμένος να παραδεχθεί την πολιτική του ήττα και να προχωρήσει σε ομαλές για τη δημοκρατία επιλογές.
Θα ήταν λάθος να εκληφθεί ως πανικός των κυβερνώντων. Βεβαίως και φοβούνται ότι έχουν απολέσει τη δημοκρατική νομιμοποίηση για να κυβερνούν τη χώρα και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο έχουν επιλέξει την οδό της πολιτικής ανωμαλίας. Είναι το ήδη δοκιμασμένο και ψύχραιμα μελετημένο σενάριο του εκφοβισμού του μέσου «νοικοκύρη» πολίτη, που δεν θέλει τις ακρότητες, τρέμει για την περιουσία του και το αυτοκίνητό του, αγωνιά για τη σωματική ακεραιότητα του παιδιού του που κυκλοφορεί στους δρόμους όπου ίπτανται βόμβες μολότοφ και πέτρες. Στήνεται το ίδιο σκηνικό τρομοκρατίας, το οποίο έχουμε δει δεκάδες φορές στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της χώρας, προκειμένου ο μέσος Ελληνας να υποκύψει γιατί φοβάται τα χειρότερα. Οι κυβερνητικοί εταίροι δεν πρόκειται να παραδώσουν τόσο εύκολα την εξουσία.
Σ’ αυτή τη συγκυρία, η ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ καθίσταται ακόμη μεγαλύτερη και κρίσιμα σημαντική. Είναι σαφές ότι είναι ο μοναδικός εκφραστής της αριστερής πρότασης για τη διακυβέρνηση της χώρας και θα είναι λάθος, χάριν του προσδοκώμενου εκλογικού αποτελέσματος, να απομακρυνθεί από αυτήν. Συνάμα, όμως, ενσαρκώνει -μόνος αυτός πάλι- την ελπίδα για τη δημοκρατική επαναφορά του πολιτικού συστήματος στην πατρίδα μας, την απελευθέρωση του λαού μας από τα δεσμά των μνημονίων, την αποκατάσταση του κοινωνικού κράτους και την πορεία προς την πρόοδο.
Αυτός ο αγώνας, στο εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας, δεν μπορεί να δοθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ χωρίς ευρύτατες κοινωνικές συμμαχίες και συμφωνίες. Διατηρώντας τον αδιαπραγμάτευτο, κεντρικό ιδεολογικό πυρήνα ενός κόμματος της Αριστεράς, οφείλει ταυτόχρονα να εκφράσει τη βούληση του λαού μας για αλλαγή πλεύσης, να εμπνεύσει εμπιστοσύνη και να πείσει ότι μπορεί να λειτουργήσει ως κυβέρνηση εθνικής ανακούφισης και σωτηρίας.
Είναι σαφές ότι αύριο η ψήφος προς τον ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είναι μόνο ψήφος αποδοχής των θέσεών του. Θα είναι, ταυτόχρονα, ψήφος αποδοκιμασίας της ακολουθούμενης από τη συγκυβέρνηση πολιτικής. Υπό την έννοια αυτήν, απαιτείται να βρεθούν και να τηρηθούν εκείνες οι πολιτικές ισορροπίες μεταξύ της αριστερής ιδεολογικής του συνέπειας και της ετερογενούς σύνθεσης της εκλογικής βάσης του. Εγχείρημα διόλου εύκολο, θα έλεγα μάλιστα εξαιρετικού ρίσκου.
Είναι πιθανό κάποιος να προβάλει το παράδειγμα του ΠΑΣΟΚ το 1981, όταν ο Α. Παπανδρέου συσπείρωσε μεγάλες λαϊκές μάζες ψηφοφόρων με το πρόταγμα της «Αλλαγής». Η σύγκριση, ωστόσο, θα ήταν ατυχής, τόσο όσον αφορά το ιστορικό συγκείμενο και τις διαφορές της κάθε εποχής όσο και τη διαφορετική φυσιογνωμία των δύο κομμάτων. Το ΠΑΣΟΚ του ’81 ήταν ένα κόμμα αρχηγικό, δίχως εσωτερικές διαδικασίες ιδεολογικού διαλόγου και αντιπαράθεσης, στο οποίο επιβαλλόταν η χαρισματική φυσιογνωμία του αρχηγού του. Το πρώτο του Συνέδριο το έκανε αρκετά χρόνια μετά την άνοδό του στην εξουσία και όποιος διατύπωνε αντίθετη άποψη απλώς «κατέβαινε από το τρένο».
Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εμπεδώσει τόσο την εσωκομματική του δημοκρατία όσο και μια κουλτούρα ιδεολογικού προβληματισμού, διαλόγου, αντιπαράθεσης και σύγκλισης των διάφορων συνιστωσών του, ενώ ταυτόχρονα αισθάνεται αρκετά άβολα με ενδεχόμενους «πολιτικάντικους συμβιβασμούς» στον δρόμο προς την κυβέρνηση.
Τελικά, όμως, ίσως δεν είναι και τόσο «απαραίτητοι» οι συμβιβασμοί αυτοί. Αρκεί να γίνει ξεκάθαρο, μέσα και έξω από το κόμμα, ότι οι πόρτες του δεν είναι κλειστές. Οποιος, όμως, στοιχίζεται μαζί του, το κάνει με τους όρους του ΣΥΡΙΖΑ, ως πολιτικής πλατφόρμας της Αριστεράς, και με τις προγραμματικές του θέσεις για την άσκηση της εξουσίας.
Θεμιτοί και κατανοητοί οι φόβοι των ιστορικών μελών του κόμματος για ιδεολογική αλλοτρίωση και υφαρπαγή της «σφραγίδας» του από τυχοδιωκτικά στοιχεία, που «είδαν πόρτα» εξουσίας και μπήκαν. Αρκεί οι φόβοι να μη μετατραπούν σε φοβίες, παθολογικές, δηλαδή, καταστάσεις, οι οποίες θα ακυρώσουν το μεγάλο εγχείρημα, που σήμερα είναι εθνική προτεραιότητα: τη δημοκρατική επαναφορά, την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και την αποκατάσταση της σχέσης εμπιστοσύνης ανάμεσα στο κράτος και τον πολίτη. Είναι μια μεγάλη ευθύνη, την οποία η Ιστορία φαίνεται ότι αναθέτει στην Αριστερά και στον ΣΥΡΙΖΑ, και την οποία ουδείς από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει το δικαίωμα να αποποιηθεί.
* Αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων