Ιστορικό πλαίσιο – Γεωγραφικό εντοπισμός – Τυπολογία – Προτάσεις αξιοποίησης Η περιοχή της Φλώρινας που βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο της χώρας διαπερνάται κάθετα από την οροσειρά του Βαρνούντα, η οποία αποτελεί συνέχεια της βόρειας Πίνδου.
Αυτός ο ορεινός όγκος, ξεκινώντας από το πεδινό υψόμετρο των 660 μ., αγγίζει στην ελληνική πλευρά τα 2.200 μ., ενώ η κορυφογραμμή του χωρίζει την περιοχή σε δυτικό τμήμα, το οποίο είναι το οροπέδιο των Πρεσπών με μέσο υψόμετρο τα 850 μ., και σε ανατολικό, δηλαδή την πεδιάδα της πόλης της Φλώρινας σε υψόμετρο 650 μ.
Το έντονο ανάγλυφο και η εκτεταμένη περίοδος βροχοπτώσεων ενός ηπειρωτικού κλίματος τροφοδοτούν έξι λίμνες (το υψηλότερο σύνολο στη χώρα σε επίπεδο νομών), ένα πυκνό δίκτυο από ρέματα και έναν πλούσιο υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα. Η μεγάλη σημασία του υδάτινου στοιχείου, ιδιαίτερα κατά τους προηγούμενους αιώνες, δεν εκφράστηκε μόνο από την οικιστική χωροθέτηση, αλλά και από τη χρησιμοποίησή του για την εξυπηρέτηση βασικών καθημερινών αναγκών (σημ. 1).
Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η κατασκευή πληθώρας νερόμυλων που συναντάται τόσο στην εξεταζόμενη περιοχή που ορίζεται από τις δύο πλευρές της οροσειράς του Βαρνούντα, όσο και στο σύνολο της ευρύτερης περιοχής. Στο ανατολικό τμήμα του νομού, δηλαδή στην πεδιάδα από τους πρόποδες του όρους Βόρας (Καϊμακτσαλάν) μέχρι τον κάμπο του Αμυνταίου, νερόμυλοι υπήρχαν σχεδόν σε κάθε οικισμό που υπήρχαν τρεχούμενα νερά (σημ. 2).
Ιστορικό πλαίσιο της περιόδου ανέγερσης των νερόμυλων
Η κατασκευή του συνόλου σχεδόν των νερόμυλων της περιοχής με τη σημερινή τους μορφή, χρονολογείται από τον 19ο αιώνα μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού (σημ. 3). Είναι η περίοδος κατά την οποία η ενιαία οθωμανοκρατούμενη Μακεδονία βρισκόταν σε μία παρατεταμένη περίοδο έντονων συγκρούσεων και εθνικών διεκδικήσεων. Παράλληλα όμως με τη διαρκή εθνικοαπελευθερωτική μάχη του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, η περιοχή αναπτύσσει έναν τοπικό και ιδιαίτερα ενδιαφέροντα πολιτισμό που αποτυπώνεται στη λαϊκή παράδοση, στις περίτεχνες παραδοσιακές ενδυμασίες, στις γιορτές, στις μουσικές, στους χορούς και φυσικά στην αρχιτεκτονική. Σημαντικός παράγοντας για την πολιτισμική δραστηριότητα της περιοχής αποτελούσε η πρωτεύουσα του Βιλαετιού, η γειτνιάζουσα πόλη του Μοναστηρίου, η σημαντικότερη της εποχής μαζί με τη Θεσσαλονίκη για ολόκληρη τη Μακεδονία. Η εκπαιδευτική και οικονομική εμβέλεια της πόλης ώθησε προς τη σταδιακή ανάπτυξη ολόκληρης της περιοχής, καθώς αφενός πολλοί κάτοικοι μετέβαιναν στο Μοναστήρι για να συνεχίσουν τις σπουδές τους στα περίφημα σχολεία, αφετέρου ο σιδηρόδρομος και η ύπαρξη δρόμου καραβανιών βελτίωσε τις εμπορικές δραστηριότητες και την προμήθεια αγαθών (σημ. 4). Αξιοσημείωτο παράγοντα των πολιτισμικών χαρακτηριστικών της εποχής αποτελεί ο οργανωμένος κοινοτικός βίος των επιμέρους οικισμών και η πολύπλευρη έκφρασή του σε διάφορες εκφάνσεις της ζωής.
Ο γεωγραφικός εντοπισμός των νερόμυλων και η ερμηνεία του
Η πόλη της Φλώρινας με τους γύρω οικισμούς, αποτελούν το οικιστικό δίκτυο στους ανατολικούς πρόποδες του όρους του Βαρνούντα. Σε καθέναν από αυτούς τους οικισμούς, έχει εντοπιστεί πληθώρα νερόμυλων με ποικίλη τυπολογία. Στη δυτική πλευρά του Βαρνούντα βρίσκεται το οροπέδιο των Πρεσπών με τις δύο λίμνες, τη Μικρή και τη Μεγάλη Πρέσπα. Το ελληνικό τμήμα των Πρεσπών αριθμεί 13 οικισμούς, ενώ είναι χαρακτηρισμένο ως Εθνικό Πάρκο και αποτελεί ίσως τον σημαντικότερο βιότοπο της ελληνικής επικράτειας, με ιδιαίτερα σπάνια χλωρίδα και πανίδα (σημ. 5).
Μετά από προσεκτική ανάγνωση του «Γαλλικού Χάρτη» της πόλης της Φλώρινας του 1919 (σημ. 6), διαπιστώθηκε η ύπαρξη 6 νερόμυλων, ενώ είναι πιθανή η επισήμανση άλλων 6. Από αυτό το σύνολο σήμερα εντοπίστηκαν μόνο οι δύο, οι οποίοι σώζονται σε μορφή ερειπίων (σημ. 7). Για τους γειτονικούς μικρότερους οικισμούς της ανατολικής πλευράς του Βαρνούντα, οι πληροφορίες για τους μύλους στηρίζονται σε μαρτυρίες των κατοίκων, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις οδήγησαν στον εντοπισμό τους. Οι μύλοι καταγράφηκαν λεπτομερώς ανά οικισμό και ταξινομήθηκαν ανάλογα με τον τύπο τους αλλά και με την κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Συνοπτικά αναφέρεται ότι στην υδρολεκάνη της Φλώρινας και συγκεκριμένα στους οικισμούς Αλώνων, Πρώτης, Κλαδοράχης, Άνω και Κάτω Κλεινών, Ακρίτα, Παρωρίου, Αγίας Παρασκευής, Εθνικού, Κρατερού, Νίκης, Σκοπιάς, Τροπαιούχου, Πολυποτάμου, Ατραπού, Περάσματος, Κολχικής, Φλάμπουρου, Άνω και Κάτω Υδρούσας, Αμμοχωρίου, Λεπτοκαρυάς, Κολχικής, Φλαμπούρου, Δροσοπηγής, Μαρίνας, Παπαγιάννη, Ιτέας, Νεοχωρακίου, Τριποτάμου, Μελίτης, Αχλάδας, Σκοπού, και Παλαίστραςσυνολικά εντοπίστηκαν 205 νερόμυλοι με 263 μηχανισμούς. Από αυτούς τους νερόμυλους οι 156 είναι μονοί (6 σε καλή κατάσταση και 24 σε κρίσιμη, οι υπόλοιποι σε ερειπιώδη κατάσταση), οι 43 διπλοί (4 σε καλή κατάσταση, 5 σε κρίσιμη και οι υπόλοιποι σε ερειπιώδη κατάσταση), οι 3 τριπλοί (όλοι σε καλή κατάσταση) και οι 3 τετραπλοί (οι δύο σε κρίσιμη κατάσταση και ο ένας σε ερειπιώδη κατάσταση). Πέραν των μηχανισμών των αλευρόμυλων, έχουν εντοπιστεί οι θέσεις από συνολικά 7 μαντάνια και νεροτριβές, από τα οποία όμως σώζεται μόνο μία νεροτριβή σε μέτρια κατάσταση στο μύλο της Δροσοπηγής.
Στη δυτική πλευρά της οροσειράς, και ειδικότερα στους πρόποδες του Βαρνούντα όπου αφθονούν τα ρέματα, υπήρχε ένας αξιοσημείωτος αριθμός υδρόμυλων. Η λαογραφία μάλιστα συνδυάζει τη λειτουργία των νερόμυλων της Πρέσπας με τη μεταφορά των σιτηρών με τις παραδοσιακές πλάβες, προς τους οικισμούς που είχαν μύλους. Σύμφωνα με τον Γάλλο ερευνητή Le Bras, ο οποίος έχει κάνει πρόσφατα μία πρώτη καταγραφή των μύλων της περιοχής, στο σύνολο της τριεθνούς Πρέσπας έχουν καταγραφεί 92 κτίρια νερόμυλων, στους οποίους λειτουργούσαν 126 μηχανισμοί (σημ. 8). Πολλοί από αυτούς ήταν διπλοί ή τριπλοί, ενώ άλλοι είχαν μαντάνια και νεροτριβές. Στην ελληνική πλευρά, ο μεγαλύτερος αριθμός μύλων συγκεντρώνονταν στους οικισμούς του Αγίου Γερμανού (όπου λειτουργούσαν 9 μύλοι με δύο μαντάνια και νεροτριβές, ενώ σήμερα εντοπίζονται οι 4 – όλοι σε ερειπιώδη κατάσταση, πλην αυτού που αποκαταστάθηκε πρόσφατα) και του Λαιμού (5 μύλοι, οι δύο σε σχετικά καλή κατάσταση και ο ένας σε κρίσιμη), που βρίσκονται στην πορεία του ποταμού του Αγίου Γερμανού, ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της λεκάνης της Πρέσπας. Στους υπόλοιπους οικισμούς καταγράφεται ένας διώροφος μύλος στον οικισμό της Καλλιθέας, που σώζεται σε κρίσιμη κατάσταση και ένας στον οικισμό του Λευκώνα, από τον οποίο σώζονται λίγα ίχνη.
Το γεγονός της πληθώρας των νερόμυλων στην περιοχή οφείλεται στην ύπαρξη μεγάλου όγκου διερχόμενων υδάτων υπό κλίση και αποτελεί ένα αν μη τι άλλο αξιόλογο δείγμα ακόμα και για την ελληνική επικράτεια. Ο σημαντικότερος λόγος της ύπαρξης πληθώρας νερών σε ολόκληρη την οροσειρά του Βαρνούντα είναι ότι τα βουνά αποτελούνται κυρίως από γρανιτικά πετρώματα που, ως αδιαπέρατα από το νερό, το αναγκάζουν να ρέει επιφανειακά. Από την έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην περιοχή, μπορούν να εξαχθούν κάποιες αξιοσημείωτες παρατηρήσεις. Μία πρώτη διαπίστωση, χωρίς να ισχύει όμως κατ’ αποκλειστικότητα, είναι ότι στους ορεινότερους οικισμούς, όπως για παράδειγμα ο Ακρίτας, το Κρατερό και ο Πολυπόταμος, υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός νερόμυλων, αλλά σχεδόν στο σύνολό τους είναι μικρές κατασκευές με έναν μηχανισμό. Στους οικισμούς οι οποίοι βρίσκονται στους πρόποδες της οροσειράς, όπως είναι οι Άνω Κλεινές και το Εθνικό, υπήρχαν μεγαλύτεροι μύλοι, με δύο ή και τρεις μηχανισμούς. Το γεγονός αυτό σχετίζεται με το ότι σε μεγαλύτερα υψόμετρα δεν έχουν συγκεντρωθεί όλα τα καθοδικά ρέματα της οροσειράς, σε αντίθεση με τους κατώτερους οικισμούς, όπου βρίσκεται η κατάληξη όλων των καθοδικών υδρορροών. Επίσης, μόλις απομακρυνόμαστε προς την πεδιάδα, όπως είναι ο οικισμός της Αγίας Παρασκευής, οι Κάτω Κλεινές, το Πέρασμα κ.ά. οι νερόμυλοι είναι ελάχιστοι, αλλά συναντώνται ευμεγέθεις κατασκευές, όπως ο τριπλός μύλος του Αμμοχωρίου, ή οι τετραπλοί σε Μελίτη, Νεοχωράκι και Παπαγιάννη. Ασφαλώς όμως, σημαντικός παράγοντας για τον αριθμό των μύλων ήταν και ο πληθυσμός του εκάστοτε οικισμού. Ένα επιπλέον στοιχείο που σχετίζεται με την ύπαρξη μεγαλύτερων ή «πολυτελέστερων» μύλων, είναι η εγκατάσταση ή μη στον εκάστοτε οικισμό Τούρκων κατοίκων κατά την περίοδο της Οθωμανοκρατίας και κατά συνέπεια η ύπαρξη ή μη τούρκικων ιδιοκτησιών μύλων (σημ.9). Από τις μαρτυρίες και από τα τυπολογικά στοιχεία εξάγεται ένα βέβαιο συμπέρασμα: οι μονοί μύλοι είναι οικογενειακοί και εξυπηρετούν αποκλειστικά τις ανάγκες της οικογένειας ή και των συγγενικών οικογενειών (σημ. 10), ενώ οι μεγαλύτεροι, αυτοί με δύο ή τρεις μηχανισμούς, χρησίμευαν κυρίως για εμπορικούς σκοπούς. Αξιόλογο θέμα έρευνας είναι και η τοποθέτηση των μύλων ως προς τον οικισμό. Η τοποθέτησή τους γίνεται κατ’ αρχάς σε κοντινά σημεία ως προς τους ποταμούς, ενώ στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν λίγοι μύλοι σε αριθμό, βρίσκονται σχεδόν πάντα εντός των οικισμών, και σε περιπτώσεις πολλών κτισμάτων, η τοποθέτηση εντός και εκτός οικισμού μοιράζεται (σημ. 11). Ασφαλώς, οι περιπτώσεις αυτές μπορεί να συνδυάζονται (να μην αποκλείει η μία την άλλη), ανάλογα με τα τοπικά και ιστορικοκοινωνικά στοιχεία της κάθε περιοχής.
Η σημασία των μύλων δεν περιορίζεται απλώς στην εξυπηρέτηση καθημερινών αναγκών, όπως η παραγωγή αλευριού. Η όλη διαδικασία του αλέσματος κατείχε καίρια θέση στη ζωή των κατοίκων και είναι σημάδι της κοινωνικής, κοινοτικής και οικογενειακής οργάνωσης, αλλά και του δεσμού που συνέδεε τα μέλη αυτής της κοινωνίας. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, όπως σε αυτές των μεγαλύτερων εμπορικών μύλων, εμφανίζεται ακόμα και ως επικερδής επιχείρηση. Αξιοσημείωτη όμως είναι και η τεχνολογική τους σημασία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι βρίσκονται σε επαρχιακούς οικισμούς και σε μία εποχή (μέχρι τις αρχές 20ού αι.) όπου η βιομηχανοποίηση και τα παράγωγά της καθυστέρησαν να διαδοθούν. Αν και η όλη λειτουργία του μύλου ήταν ευρέως διαδεδομένη ήδη από την αρχαιότητα (σημ. 12), οι λεπτομέρειες των εξαρτημάτων, καθώς και οι ιδιαιτερότητες που εμφανίζουν σε ορισμένα σημεία, αποτελούν τοπικές θαυμαστές επινοήσεις.
Τυπολογία κτισμάτων και μηχανισμοί
Όσον αφορά στην τυπολογία των κτισμάτων των υδρόμυλων –αν και ο όρος ίσως να μην είναι ο πλέον δόκιμος για την πρώτη κατάταξη που επιχειρείται με τα υπάρχοντα στοιχεία– μπορούν να ξεχωρίσουν τρεις τύποι μύλων: ο πρώτος είναι αυτός με έναν μηχανισμό και με σχετικά τετράγωνες διαστάσεις, περίπου 4,0-5,0 μέτρα. Ο δεύτερος τύπος είναι με δύο μηχανισμούς, όπου η αναλογία των διαστάσεων ανέρχεται περίπου σε 4,0-8,0 μέτρα. Τέλος, δεν λείπουν και οι περιπτώσεις κτισμάτων με ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις και με περισσότερους μηχανισμούς, όπως τρεις ή τέσσερις, αλλά είναι αρκετά σπάνιες. Εντός των κτισμάτων υπήρχε ένας χώρος διημέρευσης για τον μυλωνά, γεγονός που σε ορισμένες περιπτώσεις μονών και διπλών μύλων δημιούργησε έναn επιπλέον διακριτό όγκο, διασπώντας την τετράπλευρη κανονικότητα. Για αυτήν τη συγκεκριμένη χρήση, στον τριπλό μύλο δημιουργήθηκε ένας εσωτερικός χωριστός υποχώρος. Σε μερικές περιπτώσεις, σε διπλούς ή τριπλούς μύλους, η κατοικία του μυλωνά είναι ανεξάρτητη και προσκολλημένη στο κυρίως κτίριο του μύλου (όπως για παράδειγμα στην Αγία Παρασκευή, στις Κάτω Κλεινές, στη Σκοπιά και στο Πέρασμα), ενώ εντοπίστηκαν και ορισμένα διώροφα κτίσματα με το μύλο στο ισόγειο και την κατοικία στον όροφο (Τριανταφυλλιά, Μελίτη, Καλλιθέα).
Η τυπική κατασκευή του υδρόμυλου της περιοχής αποτελείται από δύο επίπεδα, τη βάση και τον κύριο χώρο. Στην κατώτερη στάθμη του μύλου γίνεται η είσοδος του νερού υπό πίεση, μέσω ενός μεταλλικού σωλήνα (βαράρι), το οποίο θέτει σε περιστροφική κίνηση την οριζόντια μεταλλική φτερωτή. Στη συνέχεια, το νερό απομακρύνεται από το μύλο μέσω ενός ανοίγματος, το οποίο βρίσκεται στην απέναντι πλευρά από την οπή εισόδου, όπου θα συνεχίσει την πορεία του για τον επόμενο μύλο ή θα επιστρέψει στον υδροδότη ποταμό. Στο κέντρο της φτερωτής, είναι κάθετα τοποθετημένος ο ξύλινος άξονας, που θέτει σε κίνηση την πάνω από τις δύο μυλόπετρες, οι οποίες βρίσκονται στην ανώτερη στάθμη. Πάνω από αυτές, είναι τοποθετημένη η ξύλινη κοφίνα, η οποία γεμίζεται με τα σιτηρά. Από το κάτω τμήμα της και στη μέση από τις δύο μυλόπετρες διοχετεύονται οι καρποί, όπου και γίνεται η σύνθλιψή τους. Μπροστά από τις μυλόπετρες υπάρχει η ξύλινη αλευροθήκη ώστε να συσσωρεύεται το τελικό προϊόν, το αλεύρι.
Μοναδικής μορφής για ολόκληρη την περιοχή και πιθανότατα ο αρχαιότερος σωζόμενος υδρόμυλος (19ος αιώνας) της περιοχής της Φλώρινας είναι ο μύλος της Δροσοπηγής. Πρόκειται για λιθόκτιστο και καμαροσκεπές κτίσμα, όπου η επικάλυψή του γίνεται από σχιστόπλακες (σημ. 13). Στο μύλο υπήρχαν τρεις αλεστικοί μηχανισμοί, μαντάνι και νεροτριβή, ενώ στο εσωτερικό του υπάρχει ιδιαίτερος χώρος για τον μυλωνά και τους πελάτες του.
Οι μεταλλικές κατασκευές των μηχανισμών, όπως η φτερωτή και ορισμένα βαράρια, είναι πιθανόν να ανάγονται στους Γάλλους, οι οποίοι βρίσκονταν στην περιοχή κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα. Αυτό συμπεραίνεται από την ιδιαίτερη συνδεσμολογία και τη λεπτομέρεια των κατασκευών, οι οποίες ταυτίζονται με την κατασκευαστική τεχνολογία των μεταλλικών στοιχείων που διέδοσαν οι Γάλλοι. Από τον μεγάλο αριθμό παρόμοιων τέτοιων κατασκευών οδηγούμαστε στη διαπίστωση ότι υπήρχε οργανωμένη παραγωγή και εμπορία μεταλλικών στοιχείων, εξειδικευμένων για τους μύλους. Σε αυτή την εμπορικότητα συνέβαλε καθοριστικά, ήδη από το 1893, η σιδηροδρομική σύνδεση Μοναστηρίου-Θεσσαλονίκης, οπότε τα αγαθά από τις δύο μεγαλουπόλεις της περιοχής έφθαναν ευκολότερα στις ενδιάμεσες μικρότερες πόλεις και σε κάθε οικισμό. Αντίστοιχη εμπορική διακίνηση παρατηρείται και για τους λίθους που χρησίμευαν για τις μυλόπετρες, οι οποίοι φθάνοντας στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης κατέληγαν σε ολόκληρη τη Μακεδονία. Μία τέτοια περίπτωση είναι οι περίφημες ποιοτικές μυλόπετρες από τη Φώκαια της Μικράς Ασίας, όπου ο τόπος προέλευσής τους τους έδωσε την ονομασία «φόκα». Από τις αρχές του 20ού αιώνα, την περίοδο της διάδοσης της εκβιομηχάνισης, εμφανίζονται αντίστοιχα και οι βιομηχανοποιημένες μυλόπετρες, οι οποίες προέρχονται κατά κύριο λόγο από τη Θεσσαλονίκη.
Προτάσεις ανάδειξης-αξιοποίησης
Για την εξεταζόμενη περιοχή έχουν πραγματοποιηθεί δύο μελέτες, οι οποίες, παρά το γεγονός ότι αποτελούν κατά βάση δύο διαφορετικούς και ανεξάρτητους χειρισμούς, εντάσσονται ωστόσο σε μία γενικότερη αντίληψη για την ανάδειξη του ορεινού πολιτισμού, μέσω της αξιοποίησης του «κοιμώμενου» κτιριακού και φυσικού υπόβαθρου (σημ. 14). Είναι δύο προτάσεις που έρχονται να συμβάλουν στη σύγχρονη προβληματική για τη διάσωση των ιστορικών οικισμών, την αναβίωση της υπαίθρου, τη δημιουργία κινήτρων για την επιστροφή κατοίκων και, γιατί όχι, μία ήπια και εναλλακτική αναπτυξιακή πρόταση, στο δυσμενές οικονομικό περιβάλλον.
Όσον αφορά στην ανατολική πλευρά του όρους Βαρνούντα, βασικό κορμό της μελέτης«Διαδρομές σύνδεσης και ανάδειξης νερόμυλων Κρατερού» αποτελεί το κτιριακό σύνολο των νερόμυλων και ο μεταξύ τους κοινόχρηστος χώρος. Η δημιουργία περιηγητικής διαδρομής και η εκμετάλλευση κάθε φυσικού και πολιτισμικού στοιχείου έχει σαν αποτέλεσμα τον μουσειακό χαρακτήρα των μύλων, συνδυαζόμενο με δράσεις όπως οι περιβαλλοντολογικές ξεναγήσεις, η φυσιολατρική ορειβασία, η ορεινή ποδηλασία κ.ά. Η πρόταση επιπλέον στοχεύει στο να καταστήσει τους μύλους επίκεντρο για την ολική αναβάθμιση του οικισμού. Οι παλαιότερες επεμβάσεις ανάπλασης που έγιναν στην πλατεία και στο σχολείο, προτείνεται να επεκταθούν σε ολόκληρο τoν οικισμό με την επέμβαση και σε άλλα τμήματα, όπως με την ανάπλαση μικρών τμημάτων, τη λιθόστρωση μονοπατιών κ.ά. Το μικρό μέγεθος του οικισμού, άλλωστε, ενδείκνυται για παρόμοιους ολικούς χειρισμούς, καθώς ένας σχετικά περιορισμένος προϋπολογισμός μπορεί να αναπλάσει το σύνολό του. Επιπλέον, η εν εξελίξει μελέτη αποκατάστασης του ναού του Αγίου Νικολάου, μία αξιόλογη μεταβυζαντινή τρίκλιτη βασιλική του 1836, με ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αξίας ζωγραφικό διάκοσμο, ολοκληρώνει την οικιστική αναβάθμιση, προσφέροντας σημαντικούς λόγους επίσκεψης και διαμονής.
Στη δυτική πλευρά του Βαρνούντα ολοκληρώθηκε πρόσφατα το έργο αποκατάστασης και ανάδειξης ενός ιδιαίτερου μύλου με τρεις διαφορετικούς μηχανισμούς, αλευρόμυλου, νεροτριβής και μαντανιού. Οι μηχανισμοί του είναι πλήρως λειτουργικοί και σύντομα ο μύλος θα είναι επισκέψιμος και θα λειτουργεί παράλληλα και ως μουσειακός χώρος, ως ένα «ζωντανό» μνημείο της προβιομηχανικής μας ιστορίας.
Ο δασικός δρόμος, που διανοίχτηκε πριν από περίπου 15 χρόνια και συνδέει το Κρατερό με τον Άγιο Γερμανό, διασχίζοντας την οροσειρά του Βαρνούντα, δίνει προφανή ώθηση στη σύνδεση των δύο οικισμών και των δύο περιοχών. Πέραν της δεδομένης πλέον δυναμικής της περιοχής του Πάρκου των Πρεσπών, δημιουργείται μία επιπλέον θεματική διασύνδεση των δύο οικισμών μέσω της αποκατάστασης και επανάχρησης του υδρόμυλου του Αγίου Γερμανού. Οι επισκέπτες φτάνοντας στον Άγιο Γερμανό θα έχουν τη δυνατότητα να επισκεφθούν έναν λειτουργικό μύλο (αλευρόμυλο, νεροτριβή και μαντάνι) και να πάρουν αναλυτικές πληροφορίες για την ιστορία των μύλων, τη λειτουργία τους και για τον τρόπο με τον οποίο ο εν λόγω μύλος συνδέεται με το μοναδικό φυσικό οικοσύστημα του υδροδότη ποταμού του Αγίου Γερμανού.
Σοφοκλής Κωτσόπουλος, Δρ Αρχιτέκτονας Μηχανικός
Αχιλλέας Στόιος-Χριστόπουλος, Διπλ. Αρχιτέκτονας Μηχανικός
Αγγέλα Γεωργαντά, Διπλ. Αρχιτέκτονας Μηχανικός
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Η χωροθέτηση των οικισμών εξαρτάται από ένα σύνολο παραγόντων, όπως η αμυντική προστασία, το έδαφος, η επικοινωνία με άλλους οικισμούς κ.ά. Ωστόσο καταλυτικός παράγοντας για τη χωροθέτηση ήταν η ύπαρξη νερού και η εκμετάλλευσή του.
2. Αξιοσημείωτη είναι η ύπαρξη ακόμα και ανεμόμυλου, στον οικισμό του Αγίου Παντελεήμονα, στην περιοχή του Αμυνταίου, η οποία στερείται τρεχούμενα νερά αλλά όχι και ανέμους.
3. Ο 19ος αιώνας και η αρχή του 20ού ήταν η περίοδος της μεγάλης ανάπτυξης των νερόμυλων για την περιοχή της Μακεδονίας και της Θράκης: Φ. Οικονομίδου / Ζ. Σκαμπάλης, Στους μύλους της Μακεδονίας και της Θράκης, ΥΠΠΟ – Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας Θράκης, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 4.
4. Για την πόλη του Μοναστηρίου: Σοφοκλής Κωτσόπουλος, Η αρχιτεκτονική του Μοναστηρίου (Βιτώλια). Εθνοτική συνύπαρξη και αστικοί μετασχηματισμοί (1863-1912), Διδακτορική Διατριβή – Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2014.
5. Παράλληλα με το φυσικό περιβάλλον, το ιστορικό παρελθόν της περιοχής της Πρέσπας αποτυπώνεται στην πλούσια παρακαταθήκη της βυζαντινής και μεταβυζαντινής ναοδομίας, καθώς και στη λαϊκή παραδοσιακή αρχιτεκτονική των δύο περασμένων αιώνων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα οικισμών αποτελούν οι Ψαράδες και ο Άγιος Γερμανός. Ενδεικτικά για την Πρέσπα: Νίκος Μουτσόπουλος, Εκκλησίες του Νομού Φλώρινας, Μαλλιάρης παιδεία, Θεσσαλονίκη 2003. Επίσης, Γ. Καραδέδος / Π. Τσολάκης, «Πρέσπες», στο Γ. Λάββας (επιμ.), Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Τόμος 7: Μακεδονία Α’, Μέλισσα, Αθήνα 1998, σ. 160-198.
6. Για τον Γαλλικό Χάρτη της Φλώρινας: Ευθαλία Τσαπάνου-Κωτσοπούλου, Η πορεία του ρυμοτομικού σχεδίου πόλης Φλώρινας, Φλώρινα 2002.
7. Για το θέμα των μύλων της Φλώρινας έχει κάνει δημοσιευμένες αναφορές στον τοπικό και ηλεκτρονικό τύπο και ο λαογράφος της Φλώρινας Δημήτρης Μεκάσης.
8. Gwenael Le Bras, Παραδοσιακοί Φούρνοι και Μύλοι στην Πρέσπα, Λαιμός Πρεσπών 2007.
9. Στους οικισμούς του κάμπου εντοπίζονται κατά κύριο λόγο διπλοί ή τριπλοί μύλοι, κάποιοι από τους οποίους αποτελούσαν τούρκικες ιδιοκτησίες, ενώ μετά την απελευθέρωση του 1912 και την ανταλλαγή των πληθυσμών οι εν λόγω μύλοι πέρασαν στην κυριότητα Ελλήνων. Αρκετοί από αυτούς κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου ανήκαν σε επιχειρηματίες της εποχής, κατοίκους της πόλης της Φλώρινας, οι οποίοι ανέθεταν τη λειτουργία του μύλου σε τοπικούς μυλωνάδες.
10. Είναι χαρακτηριστικό ότι σχεδόν όλοι οι οικογενειακοί μύλοι είναι γνωστοί με το όνομα ή τα ονόματα των οικογενειών που τους χρησιμοποιούσαν.
11. Χαρακτηριστική είναι σημείωση σε έρευνα για τους μύλους της Μακεδονίας, όπου εντοπίζεται το 45% αυτών εκτός των οικισμών και το 55% εντός: Αναστασία Βαλαβανίδου, Οι υδρόμυλοι της Μακεδονίας, Διδακτορική Διατριβή – Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Α.Π.Θ., Τόμος Β’, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 732.
12. Για την πρώτη εμφάνιση των μύλων έχουν διατυπωθεί ποικίλες θεωρίες, ωστόσο, η τεχνολογία του υδρόμυλου και του ελληνικού τύπου της οριζόντιας φτερωτής ανάγεται στην αρχαία Ελλάδα, περί τον 1ο αιώνα μ.Χ. και αναπτύχθηκε ιδιαίτερα κατά τα βυζαντινά χρόνια: Χαρίκλεια Σιαξαμπάνη-Στεφάνου, Νερόμυλοι Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών χρόνων στην πέριξ της Θεσσαλονίκης περιοχή, Διδακτορική Διατριβή – Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2014, σ. 24-31.
13. Επισημαίνεται μάλιστα ότι μαζί με τον ναό του Αγίου Δημητρίου στο Παρώρι είναι πιθανό να αποτελούν τα μοναδικά καμαροσκεπή κτίσματα σε ολόκληρο το νομό. Η λιθόκτιστη καμάρα κατασκευασμένη με την ακτινωτή τοποθέτηση των λίθων είναι μία τεχνική που σπανίζει σε ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή. Μία εξήγηση για την ύπαρξη μιας τέτοιας κατασκευής στη Δροσοπηγή είναι ότι ο οικισμός αποτελούσε ένα από τα περίφημα μαστοροχώρια της περιοχής.
14. Οι δύο μελέτες παρουσιάστηκαν από τους συγγραφείς σε ειδική ημερίδα που διοργάνωσε το Ινστιτούτο των Ελληνικών Μύλων με θέμα «Οι παραδοσιακοί Μύλοι στους οικισμούς Αγίου Γερμανού και Κρατερού του όρους Βαρνούντας στο νομό Φλώρινας», στις 15/12/2012. Επιπλέον, η μελέτη του Αγ. Γερμανού παρουσιάστηκε σε συνέδριο: Α. Γεωργαντά / Α. Στόιος, Μελέτη αποκατάστασης και ανάδειξης του Παραδοσιακού Μύλου του Αγ. Γερμανού Πρεσπών (αλευρόμυλος, νεροτριβή και μαντάνι), στο Συνέδριο: Βιομηχανική κληρονομιά: αναβίωση και βιωσιμότητα, Αθήνα 2013.
2. Αξιοσημείωτη είναι η ύπαρξη ακόμα και ανεμόμυλου, στον οικισμό του Αγίου Παντελεήμονα, στην περιοχή του Αμυνταίου, η οποία στερείται τρεχούμενα νερά αλλά όχι και ανέμους.
3. Ο 19ος αιώνας και η αρχή του 20ού ήταν η περίοδος της μεγάλης ανάπτυξης των νερόμυλων για την περιοχή της Μακεδονίας και της Θράκης: Φ. Οικονομίδου / Ζ. Σκαμπάλης, Στους μύλους της Μακεδονίας και της Θράκης, ΥΠΠΟ – Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας Θράκης, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 4.
4. Για την πόλη του Μοναστηρίου: Σοφοκλής Κωτσόπουλος, Η αρχιτεκτονική του Μοναστηρίου (Βιτώλια). Εθνοτική συνύπαρξη και αστικοί μετασχηματισμοί (1863-1912), Διδακτορική Διατριβή – Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2014.
5. Παράλληλα με το φυσικό περιβάλλον, το ιστορικό παρελθόν της περιοχής της Πρέσπας αποτυπώνεται στην πλούσια παρακαταθήκη της βυζαντινής και μεταβυζαντινής ναοδομίας, καθώς και στη λαϊκή παραδοσιακή αρχιτεκτονική των δύο περασμένων αιώνων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα οικισμών αποτελούν οι Ψαράδες και ο Άγιος Γερμανός. Ενδεικτικά για την Πρέσπα: Νίκος Μουτσόπουλος, Εκκλησίες του Νομού Φλώρινας, Μαλλιάρης παιδεία, Θεσσαλονίκη 2003. Επίσης, Γ. Καραδέδος / Π. Τσολάκης, «Πρέσπες», στο Γ. Λάββας (επιμ.), Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Τόμος 7: Μακεδονία Α’, Μέλισσα, Αθήνα 1998, σ. 160-198.
6. Για τον Γαλλικό Χάρτη της Φλώρινας: Ευθαλία Τσαπάνου-Κωτσοπούλου, Η πορεία του ρυμοτομικού σχεδίου πόλης Φλώρινας, Φλώρινα 2002.
7. Για το θέμα των μύλων της Φλώρινας έχει κάνει δημοσιευμένες αναφορές στον τοπικό και ηλεκτρονικό τύπο και ο λαογράφος της Φλώρινας Δημήτρης Μεκάσης.
8. Gwenael Le Bras, Παραδοσιακοί Φούρνοι και Μύλοι στην Πρέσπα, Λαιμός Πρεσπών 2007.
9. Στους οικισμούς του κάμπου εντοπίζονται κατά κύριο λόγο διπλοί ή τριπλοί μύλοι, κάποιοι από τους οποίους αποτελούσαν τούρκικες ιδιοκτησίες, ενώ μετά την απελευθέρωση του 1912 και την ανταλλαγή των πληθυσμών οι εν λόγω μύλοι πέρασαν στην κυριότητα Ελλήνων. Αρκετοί από αυτούς κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου ανήκαν σε επιχειρηματίες της εποχής, κατοίκους της πόλης της Φλώρινας, οι οποίοι ανέθεταν τη λειτουργία του μύλου σε τοπικούς μυλωνάδες.
10. Είναι χαρακτηριστικό ότι σχεδόν όλοι οι οικογενειακοί μύλοι είναι γνωστοί με το όνομα ή τα ονόματα των οικογενειών που τους χρησιμοποιούσαν.
11. Χαρακτηριστική είναι σημείωση σε έρευνα για τους μύλους της Μακεδονίας, όπου εντοπίζεται το 45% αυτών εκτός των οικισμών και το 55% εντός: Αναστασία Βαλαβανίδου, Οι υδρόμυλοι της Μακεδονίας, Διδακτορική Διατριβή – Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Α.Π.Θ., Τόμος Β’, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 732.
12. Για την πρώτη εμφάνιση των μύλων έχουν διατυπωθεί ποικίλες θεωρίες, ωστόσο, η τεχνολογία του υδρόμυλου και του ελληνικού τύπου της οριζόντιας φτερωτής ανάγεται στην αρχαία Ελλάδα, περί τον 1ο αιώνα μ.Χ. και αναπτύχθηκε ιδιαίτερα κατά τα βυζαντινά χρόνια: Χαρίκλεια Σιαξαμπάνη-Στεφάνου, Νερόμυλοι Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών χρόνων στην πέριξ της Θεσσαλονίκης περιοχή, Διδακτορική Διατριβή – Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2014, σ. 24-31.
13. Επισημαίνεται μάλιστα ότι μαζί με τον ναό του Αγίου Δημητρίου στο Παρώρι είναι πιθανό να αποτελούν τα μοναδικά καμαροσκεπή κτίσματα σε ολόκληρο το νομό. Η λιθόκτιστη καμάρα κατασκευασμένη με την ακτινωτή τοποθέτηση των λίθων είναι μία τεχνική που σπανίζει σε ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή. Μία εξήγηση για την ύπαρξη μιας τέτοιας κατασκευής στη Δροσοπηγή είναι ότι ο οικισμός αποτελούσε ένα από τα περίφημα μαστοροχώρια της περιοχής.
14. Οι δύο μελέτες παρουσιάστηκαν από τους συγγραφείς σε ειδική ημερίδα που διοργάνωσε το Ινστιτούτο των Ελληνικών Μύλων με θέμα «Οι παραδοσιακοί Μύλοι στους οικισμούς Αγίου Γερμανού και Κρατερού του όρους Βαρνούντας στο νομό Φλώρινας», στις 15/12/2012. Επιπλέον, η μελέτη του Αγ. Γερμανού παρουσιάστηκε σε συνέδριο: Α. Γεωργαντά / Α. Στόιος, Μελέτη αποκατάστασης και ανάδειξης του Παραδοσιακού Μύλου του Αγ. Γερμανού Πρεσπών (αλευρόμυλος, νεροτριβή και μαντάνι), στο Συνέδριο: Βιομηχανική κληρονομιά: αναβίωση και βιωσιμότητα, Αθήνα 2013.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βαλαβανίδου Αναστασία, Οι υδρόμυλοι της Μακεδονίας, Διδακτορική Διατριβή – Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2008.
Καραδέδος Γ. / Τσολάκης Π., «Πρέσπες», στο Γ. Λάββας (επιμ.), Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Τόμος 7: Μακεδονία Α’, Μέλισσα, Αθήνα 1998.
Κωτσόπουλος Σοφοκλής, Η αρχιτεκτονική του Μοναστηρίου (Βιτώλια). Εθνοτική συνύπαρξη και αστικοί μετασχηματισμοί (1863-1912), Διδακτορική Διατριβή – Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2014.
Le Bras Gwenael, Παραδοσιακοί Φούρνοι και Μύλοι στην Πρέσπα, Λαιμός Πρεσπών 2007.
Μουτσόπουλος Νίκος, Εκκλησίες του Νομού Φλώρινας, Μαλλιάρης παιδεία, Θεσσαλονίκη 2003.
Νομικός Στέφανος, «Η λειτουργία των υδροκίνητων και ανεμοκίνητων εγκαταστάσεων στον ελληνικό χώρο», Αρχαιολογία και Τέχνες 97 (2006).
Οικονομίδου Φ. / Σκαμπάλης Ζ., Στους μύλους της Μακεδονίας και της Θράκης, ΥΠΠΟ – Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας Θράκης, Θεσσαλονίκη 2003.
Σιαξαμπάνη-Στεφάνου Χαρίκλεια, Νερόμυλοι Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών χρόνων στην πέριξ της Θεσσαλονίκης περιοχή, Διδακτορική Διατριβή – Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2014.
Τσαπάνου-Κωτσοπούλου Ευθαλία, Η πορεία του ρυμοτομικού σχεδίου πόλης Φλώρινας, Φλώρινα 2002. Πηγή
Καραδέδος Γ. / Τσολάκης Π., «Πρέσπες», στο Γ. Λάββας (επιμ.), Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Τόμος 7: Μακεδονία Α’, Μέλισσα, Αθήνα 1998.
Κωτσόπουλος Σοφοκλής, Η αρχιτεκτονική του Μοναστηρίου (Βιτώλια). Εθνοτική συνύπαρξη και αστικοί μετασχηματισμοί (1863-1912), Διδακτορική Διατριβή – Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2014.
Le Bras Gwenael, Παραδοσιακοί Φούρνοι και Μύλοι στην Πρέσπα, Λαιμός Πρεσπών 2007.
Μουτσόπουλος Νίκος, Εκκλησίες του Νομού Φλώρινας, Μαλλιάρης παιδεία, Θεσσαλονίκη 2003.
Νομικός Στέφανος, «Η λειτουργία των υδροκίνητων και ανεμοκίνητων εγκαταστάσεων στον ελληνικό χώρο», Αρχαιολογία και Τέχνες 97 (2006).
Οικονομίδου Φ. / Σκαμπάλης Ζ., Στους μύλους της Μακεδονίας και της Θράκης, ΥΠΠΟ – Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας Θράκης, Θεσσαλονίκη 2003.
Σιαξαμπάνη-Στεφάνου Χαρίκλεια, Νερόμυλοι Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών χρόνων στην πέριξ της Θεσσαλονίκης περιοχή, Διδακτορική Διατριβή – Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2014.
Τσαπάνου-Κωτσοπούλου Ευθαλία, Η πορεία του ρυμοτομικού σχεδίου πόλης Φλώρινας, Φλώρινα 2002. Πηγή