Την ημέρα του Πάσχα ένα ξωτικό βγήκε από τα έγκατα της γης σε ένα πάρκο, εκεί περιπλανήθηκε για αρκετή ώρα ώσπου βρήκε το ιδανικό μέρος με σκοπό να ενοχλεί τους ανθρώπους, ήταν πειραχτήρι του άρεσε να κάνει φάρσες στους διαβάτες το συνήθιζε κάθε χρόνο την ίδια μέρα.
Μύρισε το έδαφος κοίταξε γύρω έσκυψε και έσκαψε με τα χέρια του ένα μεγάλο λάκκο, μετά πήρε την μορφή ενός γλυκύτατου γέροντα και έπεσε μέσα.
Μύρισε το έδαφος κοίταξε γύρω έσκυψε και έσκαψε με τα χέρια του ένα μεγάλο λάκκο, μετά πήρε την μορφή ενός γλυκύτατου γέροντα και έπεσε μέσα.
Οι διαβάτες ακούγοντας αυτά τα λόγια και βλέποντας τον γέροντα μέσα στον λάκκο ανυποψίαστοι έσκυβαν και έδιναν το χέρι τους να τον τραβήξουν έξω, την στιγμή όμως που τον έπιαναν ο γέροντας μεταμορφωνόταν πάλι σε ξωτικό και τους τραβούσε μέσα, μετά ως δια μαγείας εξαφανιζόταν με ασταμάτητα δυνατά γέλια.
Έτσι διασκέδαζε το ξωτικό ώσπου έπεσε σε ένα περίεργο διαβάτη, ήταν κακός δεν έδινε ούτε του αγγέλου του νερό, μόλις τον άκουσε να ικετεύει τον πλησίασε και του είπε: Παππούλη άπλωσε το χέρι σου στην άκρη του λάκκου να σε τραβήξω έξω, μόλις ο γέροντας το άπλωσε ο κακός άνθρωπος του πάτησε τα δάχτυλα με το πόδι με τόση δύναμη που τα έσπασε, το ξωτικό έβαλε γοερά κλάματα και μονομιάς εξαφανίστηκε, από τότε δεν τόλμησε να ξανά βγει τσακίστηκαν οι «φτερούγες» της επιβολής του, χρόνια τώρα παραμένει στα έγκατα της γης φοβούμενος τους ανθρώπους.
Ηθικό δίδαγμα: Κάποιες φορές είναι απαραίτητοι οι «κακοί» άνθρωποι, είναι ωφέλιμοι σε ειδικές περιπτώσεις.