Ἄκουσα μὲ προσοχὴ ὅσα εἶπε ὁ Ἀθανάσιος Ῥακοβαλῆς στὴν προχθεσινὴ ὁμιλία του «Ἐμπειρίες καὶ διδαχὲς ἀπὸ τὸ ἅγιο Παΐσιο». Ἦταν μιὰ ἀτελείωτη ἀφήγησι γιὰ ἕναν ἄνθρωπο , ποὺ κατ᾿ αὐτόν, ἡ ζωή του ἦταν ὑπερφυσικὴ καὶ ἀνθρωπίνως ἀνεξήγητη. Διέβλεπε τὶς σκἐψεις τῶν ἄλλων, ἤξερε τὴ ζωὴ ἀγνώστων σ’αὐτόν, θεράπευε ἀσθένειες, ἔστελνε καὶ λάμβανε μηνύματα, ἐξέπεμπε φῶς, αἴρονταν πάνω ἀπὸ τὸ ἔδαφος, προφήτευε ἐπὶ ἐθνικῶν οἰκονομικῶν καὶ ἄλλων βιοτικῶν...
καὶ ἰδιωτικῶν ζητημάτων , καὶ ἄλλα πολλά. Κάθε φορὰ ποὺ ἀφηγοῦνταν ἕνα ἀφήγημα, ἐπεδίωκε νὰ καταπλήξῃ τοὺς ἀκροατὰς ῥωτώντας῾ «Πῶς ἐξηγεῖται αὐτὸ μὲ τὴν ἀνθρώπινη λογική;». Κάποτε τὰ παραλλήλιζε μὲ τὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀποστόλων μὲ ἀναφορὲς ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή.
Ἔχω ὅμως πολλὲς ἐνστάσεις στὰ λεχθέντα του· θ᾿ ἀναφέρω ἐνδεικτικά μόνο λίγες .
1. Τ᾿ ἀναφερθέντα στὴν ὁμιλία δὲν εἶχαν χριστοκεντρικὸ χαρακτῆρα, γιὰ νὰ ὠφελήσουν τὸ λαό. Ἦταν ἀλλεπάλληλες ἀφηγήσεις, ἀνεξέλεγκτης ἀξιοπιστίας, ποὺ συνετέλεσαν νὰ θαυμαστῇ ἀπὸ τοὺς ἀκούοντες ὁ Παΐσιος, κι ὄχι ὁ Χριστός. Ἦταν μιὰ ἀκατάσχετη παϊσιολογία. Οἱ ἀναφορές του στὸ Χριστὸ ἢ σὲ ἄλλες προσωπικότητες τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης ἐλάχιστες, ἀναιμικές, ἀτυχεῖς, πρόχειρες, ἀνακριβεῖς, καὶ μὲ μοναδικὸ σκοπὸ νὰ στηριχθῇ ὁ Παΐσιος ὡς θεοκίνητος, διότι οἱ ἀφηγήσεις ἄφηναν παγερὰ ἐρωτηματικὰ ὡς πρὸς αὐτὀ, ἀκόμη καὶ στὸν ἴδιο τὸν ἀφηγητή, ὁ ὁποῖος ἔκανε προσπάθεια νὰ πείσῃ τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς ἄλλους. Κατὰ κάποιο τρόπο ἔκανε ἀπολογία.
2. Ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστὸς στέλνοντας τοὺς μαθητὰς στὸ κήρυγμα τοὺς εἶπε νὰ διδάσκουν τοὺς ἀνθρώπους· «πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Μθ 28,20). Ὁ κήρυκας, ὁ ἐντολοδόχος καὶ χρισμένος κήρυκας, ὀφείλει νὰ διδάσκῃ μόνο ὅσα ἔδωσε ἐντολὴ ὁ Κύριος στοὺς μαθητάς του, δηλαδὴ ὀφείλει νὰ περιφέρῃ στὸ στόμα του τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Οὔτε νὰ προσθέτῃ οὔτε ν᾿ ἀφαιρῇ οὔτε νὰ λέῃ ἄλλα χριστιανοφανῆ καὶ χριστώνυμα. Ὅποιος τὸ κάνει αὐτό, λέει ὁ Κύριος, «ἐλάχιστος κληθήσεται» (Μθ 5,19), ὁ δὲ Παῦλος στοὺς Γαλάτες δύο φορὲς εἶπε᾿ «ἀνάθεμα ἔστω» (1,8-9). Γιατί τόση αὐστηρότητα; Διότι ἡ διολίσθησι σὲ «ἐθελοθρησκεία» (Κλ 2,23) εἶναι πολὺ εὔκολη, συνεργεῖ δὲ πάντα καὶ ὁ πονηρὸς στὴν παρέκκλισι καὶ παρεπιλογή. Οἱ Κολοσσαεῖς λ.χ. ἀπὸ « χρηστολόγους» (= «καλολόγους») ἰουδαΐζοντες διδάχτηκαν ὅτι εἶναι τολμηρὸ νὰ προσεύχωνται οἱ Χριστιανοὶ κατ῾ εὐθεῖαν στὸ Χριστό. Θὰ πρέπει νὰ προσεύχωνται, κατ᾿ αὐτούς, στοὺς ἀγγέλους, διότι αὐτοὶ εἶναι προσβευταὶ τῶν ἀνθρώπων στὸ Θεό, αὐτοὶ οὐσιαστικὰ μᾶς σῴζουν (2,18), ὄχι ὁ Χριστός. Κι ἔκανε μεγάλη προσπάθεια ὁ Παῦλος νὰ τοὺς πάρῃ ἀπὸ τὴν ἀγγελολατρεία καὶ νὰ τοὺς φέρῃ πίσω στὸ Χριστό.
3. Ὁ Παΐσιος δὲν ἀπέκτησε ἐχθρούς. Τὸ γνήσιο κήρυγμα τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας γίνεται αἰτία διωγμοῦ μέχρι θανάτου. Ὁ Χριστός, ὁ Παῦλος, ὁ Πέτρος, οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, ὁ Στέφανος, ὁ Ἰγνάτιος, ὁ Πολύκαρπος, ὁ Ἀθανάσιος , ὁ Χρυσόστομος, ὁ Κοσμᾶς, εἶχαν κόστος ἢ τὴ ζωἠ ἢ τὶς φυλακίσεις ἢ τὶς ἀπειλὲς ἢ τὶς ἐξορίες ἢ τὸν ἀποκλεισμὸ ἢ ὅ,τιδήποτε ἄλλο. Ἀντιθέτως ὁ Παΐσιος ἦταν ἀποδεκτὸς ἀπὸ ὅλους. Κοσμικοὶ καὶ ἀνεκκλησίαστοι καὶ ἄγευστοι πίστεως τὸν προσκυνοῦσαν καὶ τὸν ἐγκωμίαζαν καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ τὸν ἐγκωμιάζουν ὡς αὐτοδύναμο γέροντα, καὶ θαυματοποιό, καὶ ἅγιο, καὶ προφήτη, ἐρήμην τοῦ σωτῆρος Χριστοῦ. Τἰ συνέβη καὶ δὲν ὑπἐστη οὔτε τὸν παραμικρὸ διωγμό; Προφανῶς κάποιος συμβιβασμὸς σὰν αὐτὸν ποὺ ἐλέγχεται ἀπὸ τὸν προφήτη Ἠλία᾿ «Ἕως πότε χωλαινεῖτε ἐπ᾿ ἀμφοτέραις ταῖς ἰγνύαις» (Γ΄Βα 18,21), ἢ κάποια ἑτεροζυγία, σὰν ἐκείνη ποὺ ἐλέγχει ὁ Παῦλος᾿ «Τίς συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαλ ἢ τἰς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου» (Β΄ Κο 6, 15).
4. Ὁ Παΐσιος προβλήθηκε ἀπὸ τὸν ὁμιλητή, ὄχι μόνο ὡς ἐνάρετος, ἀλλὰ καὶ ὡς ἀναμάρτητος. Ἐρωτᾶται᾿ Δὲν εἶχε στὴ ζωή του λάθη, ἁμαρτίες, πτώσεις; Δὲν ἀναφέρθηκε τίποτε. Ὁ Παῦλος ἔλεγε κλαίγονας, «Ἐγὼ ἐδίωξα τὴν ἐκκλησίαν», καὶ πάλι «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς καλεῖσθαι ἀπόστολος» (Α΄Κο 15,9) . Ὁ Πέτρος ἀρνήθηκε τὸ Χριστό (26,69-75). Ὁ Θωμᾶς καὶ οἱ ἄλλοι δυσπίστησαν (Ἰω 20, 19-29). Ὁ Παΐσιος δὲν εἶχε τίποτε; Οὔτε μιὰ ἁμαρτία; Ἡ ἀποσιώπησι καὶ ἀπολυτοποίησι δὲν μαρτυροῦν ἀντικειμενικότητα.
5. Ὁ Παΐσιος «θαυματοποιοῦσε» χωρὶς ν᾿ ἀποδίδῃ τὴ δόξα στὸ Θεό. Ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης, ὅταν ἀνεβαίνοντας στὸ ἱερὸ θεράπευσε τὸ χωλὸ «ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου» καὶ θαυμάστηκε ἀπὸ τοὺς παρευρισκόμενους, διαμαρτυρήθηκε τὴν ἴδια στιγμή· «Ἄνδρες Ἰσραηλῖται, εἶπε, τί θαυμάζετε γι᾿ αὐτό ἢ τί ἀτενίζετε σ᾿ ἐμᾶς, ὡσὰν νὰ κάναμε νὰ περπατήσῃ αὐτὸς μὲ δική μας δύναμι ἢ εὐσέβεια;». Καὶ ἐξηγεῖ· «Ἐπὶ τῇ πίστει τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ τοῦτον, ὅν θεωρεῖτε καὶ οἴδατε, ἐστερέωσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ, καὶ ἡ πίστις ἡ δι᾿ αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτῷ τὴν ὁλοκληρίαν (= ἀρτιμέλεια) ταύτην ἀπέναντι πάντων ὑμῶν» (Πρξ 3,12· 16).
Ὁ Παῦλος, ὅταν στὴ Δέρβη μετὰ ἀπὸ θεραπεία χωλοῦ ἀποκλήθηκε Ἑρμῆς καὶ ὁ Βαρνάβας Δίας, ταράχτηκε μὴ τυχὸν τοὺς ἀποδοθῇ θεϊκὴ τιμὴ μὲ θυσίες, ὥρμησε μέσα στὰ πλήθη καὶ εἶπε ὅτι δὲν εἶναι θεοί, ἀλλὰ «ἄνθρωποι ὁμοιοπαθεῖς μὲ αὐτούς», καὶ ὅτι τὴ θεραπεία τὴν ἔκανε ὁ ζῶν Θεὸς ποὺ ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν (Πρξ 14,15). Αὐτὴ ἡ ἄμεση ἀντίδρασι τοῦ Παύλου μετέστρεψε τὰ αἰσθήματα τοῦ λαοῦ, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὸν λιθοβολήσουν καὶ σύρουν τὸ πτῶμα του στὰ σκουπίδια, νομίζοντας ὅτι εἶναι νεκρός. Ὅταν τὴν ἄλλη μέρα ἐνώπιον τῶν ὀλίγων Χριστιανῶν συνῆλθε καὶ δὲν ἐξέφρασε οὔτε τὸ παραμικρὸ παράπονο γιὰ τοὺς λιθοβολητάς του, οἱ παρευρισκόμενοι θαύμασαν τὴν ἀνεξικακία του. Μεταξὺ αὐτῶν καὶ ὁ Τιμόθεος, ὁ ὁποῖος ἔπειτα τὸν ἀκολούθησε, ἀκριβῶς γι᾿ αὐτήν, καὶ ἔγινε πιστὸς μαθητὴς καὶ συνεργάτης του (Πρξ 14,8-28).
Ὁ Μωϋσῆς τιμωρήθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ μὴν μπῇ στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, διότι ἔκανε κάτι αὐτάρεσκο. Ἀντὶ νὰ «λαλήσῃ πρὸς τὴν πέτραν», ποὺ θὰ ἔδινε νερὸ στὴν ἔρημο, ὅπως τοῦ εἶπε ὁ Θεός, αὐτὸς «ἐπάταξε τὴν πέτραν ῥάβδῳ», πρᾶγμα ποὺ δυσαρέστησε τὸ Θεό (Ἀρ 20,7-12 ).
Ἀκούσαμε ἀπὸ τὸν ὁμιλητὴ ὅτι ὁ Παΐσιος εἶπε στὸν πατέρα τῆς μικρῆς ποὺ ἔπασχε ἀπὸ ψωρίασι (;)᾿ «Ἄφησα τὸ γόνατο μόνο ἀθεράπευτο γι᾿ αὐτὸν καὶ γι᾿ αὐτὸν τὸ λόγο». Ἀνακοίνωσε «ἱεροκρυφίως» στὸν πατέρα ὅτι αὐτὸς ἔκανε τὴν ἴασι, αὐτὸς ἄφησε κάτι ἀθεράπευτο, αὐτὸς ἔχει τὴν ἐξουσία καὶ τὴ δόξα! Μὴν τυχὸν καὶ πάει ἀλλοῦ τὸ μυαλὸ τοῦ πατέρα! Ἀντὶ νὰ τοῦ πῇ᾿ Δόξαζε τὸ Θεό, παιδί μου, ποὺ εὐδόκησε καὶ θεράπευσε τὴν κόρη σου!
Ἄλλοτε πάλι εἶπε στὸν ὁμιλητή· «Ἐγώ, Θανάση, ξέρω τί θέλουν, ξέρω τί σκέφτονται, ξέρω ἀπὸ τί πάσχουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ποὺ ἦρθαν νὰ μὲ δοῦν». Πάλι τὸ ἴδιο᾿ Αὐτὸς ξέρει, αὐτὸς θεραπεύει, αὐτὸς δοξάζεται ὡς αὐτεπάγγελτος καὶ αὐτοδύναμος θεραπευτής! Ὁ Θεός;; Στὴν ἄκρη ὁ Θεός.
Τὸ «ἐγώ», πρέπει νὰ πῶ ὅτι κανένας πιστὸς δὲν πρέπει νὰ τὸ λέῃ, διότι ἔχει ἄμεση σχέσι μὲ τὸν ἐγωισμό. Δυστυχῶς τὸ ἀκούσαμε ἀρκετὲς φορὲς καὶ ἀπὸ τὸν ὁμιλητὴ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ὁ Παῦλος ἁρπάχθηκε στὸν τρίτο οὐρανό, καὶ μόνο μετὰ ἀπὸ δεκατέσσερα χρόνια τὸ φανέρωσε, τὸ φανέρωσε δἐ, ἐπειδὴ τὸν ἀνάγκασαν οἱ Κορίνθιοι (Β΄Κο 12,1-10).
6. Ὁ ὁμιλητὴς χρησιμοποίησε 3-4 φορὲς κρσμικὲς καὶ ἀνάρμοστες ἐκφράσεις γιὰ τέτοιο ἀκροατήριο, ὅπως «τἄπαιξε». Καὶ φαίνεται πὼς συνηθίζει τέτοιες ἐκφράσεις, διότι ζήτησε τὴν προσευχὴ τοῦ ἀκροατηρίου, γιὰ νὰ μὴν τοῦ φύγῃ καμμιὰ «στραβή», ὅπως εἶπε, λέξι. Κάποιες λέξεις μπορεῖ νὰ εἶναι ἐνδεικτικὲς ὑποκρυπτόμενου ὑφάλου.
7. Ὁ ἴδιος στὴν ἀρχὴ καὶ στὸ τέλος τῆς ὁμιλίας του ζήτησε οἱ ἀκροαταὶ νὰ προσεύχωνται στὸν Παΐσιο. Ὅταν οἱ μαθηταὶ ζήτησαν ἀπὸ τὸν Κύριο πῶς νὰ προσεύχωνται, τοὺς εἶπε᾿ Νὰ ἔτσι νὰ προσεύχεσθε; «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» κλπ. Καὶ πράγματι, ὅσες φορὲς προσεύχονται, ἀποτείνονται στὸ Θεὸ Πατέρα, ἀποκαλώντας τον ἄλλοτε καρδιογνώστη (Πρξ 1,24), καὶ ἄλλοτε ἀλλιῶς. Κάποιος ἐπικαλοῦνταν ἀπὸ τὴν Ἰνδία τὸν Παΐσιο, καὶ ὁ Παΐσιος τοῦ μιλοῦσε, ὄχι μὲ κινητό, χωρὶς νὰ φαίνεται, σὰν νὰ ἦταν δίπλα του. Ξέρει ὁ ὁμιλητής. Ὑπάρχει στὴ βιβλικὴ καὶ πατερικὴ γραμματεία τέτοιο φαινόμενο; ἢ εἶναι μεταφυσικὸ φαινόμενο ἄλλου κόσμου;
8. Ὁ Θεὸς μόνο εἶναι καρδιογνώστης , κανένας ἄλλος, οὔτε βέβαια καὶ ὁ Παΐσιος, ὅπως τὸν ἀποκάλεσε καταχρηστικά, γιὰ νὰ μὴ χρησιμοποιήσω ἄλλη ἁρμοδιώτερη λέξι, πολλὲς φορὲς ὁ ὁμιλητής. Τὰ παντοδύναμος, παντοκράτωρ, παντογνώστης, καρδιογνώστης, Κύριος, ποιητής, κλπ, δὲν ἀπαιτοῦν ἰδιαίτερη κατάρτισι γιὰ νὰ ξέρῃ ἕνας ὅτι προσιδιάζουν στὸ Θεό.
9. Σταματῶ, γιὰ νὰ μὴν κουράσω. Δὲν ἔχω τίποτε μὲ τὸν ἄνθρωπο. Φυσικὸς εἶναι. Προφανῶς ἀπὸ καλὴ προαίρεσι κάνει ὅ,τι κάνει. Ἀλλ᾿ αὐτὸ δὲ φτάνει. Θυμίζω μόνο τὴν προτροπὴ τοῦ Ἰακώβου (3,1).
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης
ἀρχιμανδρίτης
ΠΗΓΗ