Σ. Ηλιάδου-Τάχου,
Καθηγήτριας Νέας Ελληνικής Ιστορίας Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
Η σημερινή δημόσια παρέμβασή μου θα πρέπει να αποδοθεί στην ενασχόλησή μου με το Μακεδονικό Ζήτημα, το οποίο και διδάσκω στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, στη Φλώρινα, μια πήχυ τόπο πριν από τα σύνορα Ελλάδας-FYROM . Στόχος του κειμένου μου είναι να καταθέσω μια νηφάλια προσέγγιση των δεδομένων που δημιουργεί η συμφωνία των Τσίπρα-Ζάεφ, μέσα από την ανάγνωση των θετικών-αρνητικών της διαστάσεων, αλλά και των οπτικών των άλλων που έχουν δικαίωμα να διαφωνούν μαζί μου.
Στα θετικά κατά την άποψή μου σημεία συμπεριλαμβάνονται τα εξής α) η αλλαγή του συνταγματικού ονόματος της χώρας, το οποίο είχε αναγνωριστεί από πολλές χώρες και μάλιστα από ΗΠΑ, Σοβιετική Ένωση και Κίνα β) η αποδοχή εκ μέρους της FYROM του erga omnes, δηλαδή της χρήσης του νέου ονόματος της χώρας, τόσο στους πολυμερείς οργανισμούς, όσο και στο εσωτερικό της γ) η απαλοιφή του αλυτρωτισμού από το σύνταγμα δ) η αποσύνδεση του εθνικιστικού αλυτρωτισμού της χώρας από το ιδεολόγημα της αναγωγής της κουλτούρας της στην ελληνική αρχαιότητα ε) η δημιουργία των προϋποθέσεων για σταθερότητα στην περιφέρεια των Δυτικών Βαλκανίων και η διεύρυνση των προοπτικών των εμπορικών συναλλαγών και της οικονομικής ανάπτυξης. Ωστόσο για κάποιους, η αλλαγή του ονόματος που συμπεριέλαβε τον όρο «Μακεδονία», συνεπάγεται «την απεμπόληση ενός αναπόσπαστου στοιχείου της ταυτότητάς μας». Οπωσδήποτε η ελληνική πολιτική ελίτ, με την διαφορετική κατά περιόδους σύνθεσή της επέλεξε ως ζητούμενο τη σύνθετη ονομασία, επιλογή που δεν συνιστά μειοδοσία, αλλά εδράζεται στα δεδομένα που δημιούργησε η συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου-10 Αυγούστου 1913), τριχοτομώντας την πρώην οθωμανική περιφέρεια «Μακεδονία», ανάμεσα στην Ελλάδα, τη Σερβία και τη Βουλγαρία.
Ακόμα η αποσύνδεση του εθνικιστικού αλυτρωτισμού του «μακεδονισμού» από την ελληνική αρχαιότητα είναι από μόνη της θετική. Ωστόσο πολλοί υποβαθμίζουν την αποσύνδεση αυτή, επισημαίνοντας πως η εξάρτηση από τον Αλέξανδρο και τον Φίλιππο ήταν νεότερη θνησιγενής, στα όρια του κιτς «κατασκευή» του καθεστώτος Γκρούεφσκι, ενώ η περί τον Γκλιγκόρωφ ελίτ έδινε έμφαση στην σλαβική καταγωγή των κατοίκων και στην μεσαιωνική εμφάνιση των φύλων αυτών στην Βαλκανική. Τέλος το σημαντικότερο κατά την δική μου εκδοχή από τα πλεονεκτήματα της συμφωνίας είναι η απομάκρυνση των όποιων μορφών αστάθειας στην περιοχή δημιουργούσε η διείσδυση της Τουρκίας του Ερντογάν στην οικονομία της γείτονος, αλλά και θα μπορούσε να δημιουργήσει μια επικείμενη στρατιωτική διείσδυση της Ρωσίας του Πούτιν στα Δυτικά Βαλκάνια. Στην περίπτωση αυτή η στρατηγική επιλογή των ελληνικών κυβερνήσεων να ενταχθούμε στην Ευρωπαϊκή Ένωσα θα απειλούνταν. Αντίθετα η σταθερότητα στην περιοχή θα πολλαπλασίαζε τις δυνατότητες για εξάπλωση του εμπορίου.
Τα εγγενή μειονεκτήματα της συμφωνίας είναι η αναγνώριση «μακεδονικής ιθαγένειας» και «μακεδονικής γλώσσας» με την επισήμανση του άρθρου 7, και των παραγράφων 3 -4 ότι ο όρος «Μακεδόνας» αναφέρεται σε έναν διαφορετικό πολιτισμό από τον ελληνικό, ενώ η «μακεδονική γλώσσα» ανήκει στις νοτιοσλαβικές γλώσσες και δεν σχετίζεται με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
Η απόπειρα όμως των συντακτών της συμφωνίας να προσδιορίσουν την ιθαγένεια/υπηκοότητα ως «μακεδονική» είναι τουλάχιστον αδόκιμη: η ιθαγένεια-/ nationality , σε αντίστιξη με την εθνότητα/ethnicity,- απορρέει από την σχέση κάποιου με το κράτος. Αφού το κράτος είναι η Βόρεια Μακεδονία, θα έπρεπε να περιγράφει τον «πολίτη της Βόρειας Μακεδονίας». Η απόφαση για την μη πλήρη αντιστοίχιση ιθαγένειας/ νέου ονόματος αφήνει περιθώρια για σύγχυση ανάμεσα στο nationality και το ethnicity και οδηγεί σε ό,τι ο Βαρουφάκης είχε ορίσει ως «δημιουργική ασάφεια». Τέλος η απόδοση στην γλώσσα του όρου «μακεδονική» εντάσσεται επίσης στο πεδίο της «δημιουργικής ασάφειας» : η γλώσσα θεωρείται από όλους τους θεωρητικούς περί «έθνους», συνυφασμένη με τις έννοιες «εθνότητα/ nationality” και εθνικισμός/nationalism. Άρα η αναγνώριση « μακεδονικής γλώσσας» ως στοιχείου «μακεδονικής εθνότητας» μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αποδεχόμαστε, χωρίς τον προσδιορισμό μιας ιστορικής αφετηρίας, την γένεση του «μακεδονισμού».
Το συμπέρασμα λοιπόν είναι πως θα αποτελούσαν καλλίονα –καλλίστη απάντων επιλογή οι σαφείς όροι «Σλαβομακεδόνες» και «Σλαβομακεδονία» που αναφέρονται σε Σλάβους στην εθνότητα που κατοικούν στην γεωγραφική περιφέρεια Μακεδονίας . Αυτό όμως, ως γνωστόν, το απεμπολήσαμε άπαξ δια παντός.
Εφημερίδα Καθημερινή, 23.6.2018
Καθηγήτριας Νέας Ελληνικής Ιστορίας Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
Η σημερινή δημόσια παρέμβασή μου θα πρέπει να αποδοθεί στην ενασχόλησή μου με το Μακεδονικό Ζήτημα, το οποίο και διδάσκω στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, στη Φλώρινα, μια πήχυ τόπο πριν από τα σύνορα Ελλάδας-FYROM . Στόχος του κειμένου μου είναι να καταθέσω μια νηφάλια προσέγγιση των δεδομένων που δημιουργεί η συμφωνία των Τσίπρα-Ζάεφ, μέσα από την ανάγνωση των θετικών-αρνητικών της διαστάσεων, αλλά και των οπτικών των άλλων που έχουν δικαίωμα να διαφωνούν μαζί μου.
Στα θετικά κατά την άποψή μου σημεία συμπεριλαμβάνονται τα εξής α) η αλλαγή του συνταγματικού ονόματος της χώρας, το οποίο είχε αναγνωριστεί από πολλές χώρες και μάλιστα από ΗΠΑ, Σοβιετική Ένωση και Κίνα β) η αποδοχή εκ μέρους της FYROM του erga omnes, δηλαδή της χρήσης του νέου ονόματος της χώρας, τόσο στους πολυμερείς οργανισμούς, όσο και στο εσωτερικό της γ) η απαλοιφή του αλυτρωτισμού από το σύνταγμα δ) η αποσύνδεση του εθνικιστικού αλυτρωτισμού της χώρας από το ιδεολόγημα της αναγωγής της κουλτούρας της στην ελληνική αρχαιότητα ε) η δημιουργία των προϋποθέσεων για σταθερότητα στην περιφέρεια των Δυτικών Βαλκανίων και η διεύρυνση των προοπτικών των εμπορικών συναλλαγών και της οικονομικής ανάπτυξης. Ωστόσο για κάποιους, η αλλαγή του ονόματος που συμπεριέλαβε τον όρο «Μακεδονία», συνεπάγεται «την απεμπόληση ενός αναπόσπαστου στοιχείου της ταυτότητάς μας». Οπωσδήποτε η ελληνική πολιτική ελίτ, με την διαφορετική κατά περιόδους σύνθεσή της επέλεξε ως ζητούμενο τη σύνθετη ονομασία, επιλογή που δεν συνιστά μειοδοσία, αλλά εδράζεται στα δεδομένα που δημιούργησε η συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου-10 Αυγούστου 1913), τριχοτομώντας την πρώην οθωμανική περιφέρεια «Μακεδονία», ανάμεσα στην Ελλάδα, τη Σερβία και τη Βουλγαρία.
Ακόμα η αποσύνδεση του εθνικιστικού αλυτρωτισμού του «μακεδονισμού» από την ελληνική αρχαιότητα είναι από μόνη της θετική. Ωστόσο πολλοί υποβαθμίζουν την αποσύνδεση αυτή, επισημαίνοντας πως η εξάρτηση από τον Αλέξανδρο και τον Φίλιππο ήταν νεότερη θνησιγενής, στα όρια του κιτς «κατασκευή» του καθεστώτος Γκρούεφσκι, ενώ η περί τον Γκλιγκόρωφ ελίτ έδινε έμφαση στην σλαβική καταγωγή των κατοίκων και στην μεσαιωνική εμφάνιση των φύλων αυτών στην Βαλκανική. Τέλος το σημαντικότερο κατά την δική μου εκδοχή από τα πλεονεκτήματα της συμφωνίας είναι η απομάκρυνση των όποιων μορφών αστάθειας στην περιοχή δημιουργούσε η διείσδυση της Τουρκίας του Ερντογάν στην οικονομία της γείτονος, αλλά και θα μπορούσε να δημιουργήσει μια επικείμενη στρατιωτική διείσδυση της Ρωσίας του Πούτιν στα Δυτικά Βαλκάνια. Στην περίπτωση αυτή η στρατηγική επιλογή των ελληνικών κυβερνήσεων να ενταχθούμε στην Ευρωπαϊκή Ένωσα θα απειλούνταν. Αντίθετα η σταθερότητα στην περιοχή θα πολλαπλασίαζε τις δυνατότητες για εξάπλωση του εμπορίου.
Τα εγγενή μειονεκτήματα της συμφωνίας είναι η αναγνώριση «μακεδονικής ιθαγένειας» και «μακεδονικής γλώσσας» με την επισήμανση του άρθρου 7, και των παραγράφων 3 -4 ότι ο όρος «Μακεδόνας» αναφέρεται σε έναν διαφορετικό πολιτισμό από τον ελληνικό, ενώ η «μακεδονική γλώσσα» ανήκει στις νοτιοσλαβικές γλώσσες και δεν σχετίζεται με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
Η απόπειρα όμως των συντακτών της συμφωνίας να προσδιορίσουν την ιθαγένεια/υπηκοότητα ως «μακεδονική» είναι τουλάχιστον αδόκιμη: η ιθαγένεια-/ nationality , σε αντίστιξη με την εθνότητα/ethnicity,- απορρέει από την σχέση κάποιου με το κράτος. Αφού το κράτος είναι η Βόρεια Μακεδονία, θα έπρεπε να περιγράφει τον «πολίτη της Βόρειας Μακεδονίας». Η απόφαση για την μη πλήρη αντιστοίχιση ιθαγένειας/ νέου ονόματος αφήνει περιθώρια για σύγχυση ανάμεσα στο nationality και το ethnicity και οδηγεί σε ό,τι ο Βαρουφάκης είχε ορίσει ως «δημιουργική ασάφεια». Τέλος η απόδοση στην γλώσσα του όρου «μακεδονική» εντάσσεται επίσης στο πεδίο της «δημιουργικής ασάφειας» : η γλώσσα θεωρείται από όλους τους θεωρητικούς περί «έθνους», συνυφασμένη με τις έννοιες «εθνότητα/ nationality” και εθνικισμός/nationalism. Άρα η αναγνώριση « μακεδονικής γλώσσας» ως στοιχείου «μακεδονικής εθνότητας» μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αποδεχόμαστε, χωρίς τον προσδιορισμό μιας ιστορικής αφετηρίας, την γένεση του «μακεδονισμού».
Το συμπέρασμα λοιπόν είναι πως θα αποτελούσαν καλλίονα –καλλίστη απάντων επιλογή οι σαφείς όροι «Σλαβομακεδόνες» και «Σλαβομακεδονία» που αναφέρονται σε Σλάβους στην εθνότητα που κατοικούν στην γεωγραφική περιφέρεια Μακεδονίας . Αυτό όμως, ως γνωστόν, το απεμπολήσαμε άπαξ δια παντός.
Εφημερίδα Καθημερινή, 23.6.2018