Σοφίας Ηλιάδου – Τάχου,
Καθηγήτριας Νέας Ελληνικής Ιστορίας Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
Το βιβλίο του Νίκου Μέρτζου, που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Μίλητος»,αντιπροσωπεύει, κατά την προσωπική μου εκτίμηση, μια «όψιμη στροφή στη ρεάλπολιτικ» του συγγραφέα, που θέτει σε αμφισβήτηση, για να μην πω ότι καταλύει τελεσίδικα, τα εργαλεία ανάλυσης, αλλά και εκείνα της διάχυσης της προβληματικής που χρησιμοποιούσε μέχρι σήμερα «ο ειδικός στα βαλκανικά ζητήματα και στο Μακεδονικό»,όπως ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται, στο εσωφυλλο της παρούσας έκδοσης.
Καθηγήτριας Νέας Ελληνικής Ιστορίας Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
Το βιβλίο του Νίκου Μέρτζου, που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Μίλητος»,αντιπροσωπεύει, κατά την προσωπική μου εκτίμηση, μια «όψιμη στροφή στη ρεάλπολιτικ» του συγγραφέα, που θέτει σε αμφισβήτηση, για να μην πω ότι καταλύει τελεσίδικα, τα εργαλεία ανάλυσης, αλλά και εκείνα της διάχυσης της προβληματικής που χρησιμοποιούσε μέχρι σήμερα «ο ειδικός στα βαλκανικά ζητήματα και στο Μακεδονικό»,όπως ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται, στο εσωφυλλο της παρούσας έκδοσης.
Δεν θα παρακολουθήσω την καθόλα σεβαστή προσέγγιση του συναδέλφου και φίλου Αν. Καθηγητή Ιάκωβου Μιχαηλίδη, στον Πρόλογο του βιβλίου του Νίκου Μέτζου. Γιατί η δική μου εκτίμηση για τον σεβασμό εμπεριέχει την κριτική αμφισβήτηση και την κατάθεση προσωπικής άποψης. Επειδή λοιπόν το ανά χείρας πόνημα αποτελεί ένα συμπίλημα δημοσιευμάτων του συγγραφέα, σε διάφορες φάσεις κυοφορίας της συμφωνίας των Πρεσπών, με φανερές επαναλήψεις σε κάποια σημεία, θα επιχειρήσω να συνοψίσω και να παρουσιάσω τα βασικά σημεία των επί μέρους άρθρων, τα οποία, στοιχειοθετούν βήμα βήμα την λογική του,«ότι πρόκειται για μια επώδυνη αλλά επωφελή για την χώρα μας συμφωνία».
Στο πρώτο άρθρο που τιτλοφορείται «Η λήθη και οι γηγενείς Μακεδονομάχοι» ο συγγραφέας εστιάζει, όπως και σε παλιότερα δημοσιεύματά του, στην ομάδα στόχο των αλυτρωτικών τάσεων των γειτονικών σλαβικών χωρών, στους γηγενείς σλαβόφωνους, στους οποίους αποδίδει «μια νίκη αυτοφυή, αυθόρμητη και αυτοθυσιαστική»που συντελέστηκε υπέρ των ελληνικών συμφερόντων, κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, ενώ το «ανάλγητο ελληνικό κράτος» αρνήθηκε 80 χρόνια να την αναγνωρίσει και να εντάξει τους σλαβόφωνους αγωνιστές στο εθνικό ιστορικό αφήγημα. Στη συνέχεια ο συγγραφέας ερμηνεύει τον Μακεδονικό Αγώνα ως απόρροια γεωστρατηγικών συμφερόντων, τα οποία θεωρεί ότι εκπροσωπούσε η Βουλγαρία ως δορυφόρος της Ρωσίας. Στη συνέχεια, συμφύροντας τις χρονικές περιόδους, μνημονεύει τον ρόλο του Τίτο και της Γιουγκοσλαβίας στην κατασκευή του «μακεδονικού αλυτρωτισμού», παρασιωπώντας τον ρόλο του ΚΚΕ.
Καταλήγει μάλιστα στην αποκωδικοποίηση του σημερινού γεωπολιτικού τοπίου, διαμορφώνοντας την εκδοχή πως «εμείς δεν διαπραγματευόμαστε με τα Σκόπια, αλλά με τις ΗΠΑ», κάνοντας λόγο για την ηγεμονία των ΗΠΑ, μετά το 1991, στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Πέρα από το ότι οι αναλογίες των καταστάσεων δεν τεκμηριώνονται, θεωρώ ότι α) ο Μακεδονικός αγώνας στηρίχτηκε από το ελληνικό κράτος μέσα από την σύσταση του Μακεδονικού Κομιτάτου και από την αποστολή ενόπλων στη Μακεδονία, κάτι που καταλύει την εκδοχή για έναν αγώνα «αυτοφυή, αυθόρμητο και αυτοθυσιαστικό», χωρίς να αμβλύνει τη σημασία τουβ) πως η δυναμική της «συγκυρίας» που καθορίζει την κίνηση της ιστορίας δεν ερμηνεύεται απλά και μόνο ως αποτέλεσμα των γεωστρατηγικών συσχετισμών (π.χ. η διάσπαση του ρουμμιλλέτ που οδήγησε στη δημιουργία της Βουλγάρικης Εξαρχίας δεν ερμηνεύεται μόνο μέσα από την πρόκριση της πολιτικής του πανσλαβισμού, αλλά και μέσα από την δημιουργία αστικής τάξης στη Βουλγαρία, που είχε ως συνέπεια τη συγκρότηση βουλγαρικής εθνικής ταυτότητας). Επομένως η γέφυρα για το πέρασμα του συγγραφέα στη σύγχρονη γεωπολιτική συγκυρία είναι μάλλον επισφαλής, για την ερμηνεία μιας τέτοιας πολυπαραγοντικής εξίσωσης. γ) η εκδοχή ότι διαπραγματευόμαστε με τις ΗΠΑ και όχι με τα Σκόπια καθιστά όλα τα προηγούμενα επιχειρήματα περιττά, γιατί εν ονόματι του όψιμου ρεαλισμού του συγγραφέα μας αποκαλύπτεται κυνικά η αδυναμία μας. Και πάλι ο ίδιος μας καθηλώνει με τη συνέχεια : «Λίγα λόγια λοιπόν»!!!!
Διαβάζω και υπογραμμίζω εγώ: «Φάτε την συμφωνία δεν έχετε επιλογή», μας συμβουλεύει !!
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το άρθρο «Ένα στυγνό κράτος αφέντης στη Μακεδονία», το οποίο επανέρχεται σε ζητήματα άσκησης μη ισόνομης πολιτικής του ελληνικού κράτους απέναντι τους σλαβόφωνους, θέμα το οποίο έχει πολλές φορές απασχολήσει την ακαδημαϊκή βιβλιογραφία. Μόνο που ο συγγραφέας του πονήματος ταυτίζει τους «υπερπατριώτες» του μεσοπολέμου ή του μετεμφυλιακού κράτους με τους σημερινούς πολέμιους της συμφωνίας, οι οποίοι κατά την εκτίμησή του δεν εμπιστεύονται τους γηγενείς και προφητεύουν ως Κασσάνδρες την μελλοντική σύσταση «μακεδονικών» σχολείων και τη διδασκαλία της «μακεδονικής» γλώσσας, υποκινούμενοι από άκαρπο εθνικισμό. Ωστόσο η πραγματικότητα μετά την συμφωνία τον διαψεύδει: τα πρώτα σχολεία έχουν κιόλας διαφημιστεί στο διαδίκτυο, το BBCέχει δημοσιεύσει κείμενο για μια «αόρατη μειονότητα σλαβομακεδόνων» στην Ελλάδα, ο Δημητρώφ δεν απαντά σε ανάλογο ερώτημα του Α. Παπαχελά, στο πλαίσιο συνέντευξης τύπου και έπεται ίσως και συνέχεια, όπερ απευχόμαστε, καίτοι «άγονοι υπερπατριώτες».
Τα επόμενα άρθρα επιχειρούν να στηρίξουν την βασική συλλογιστική πως α) τα πολιτικά συμφέροντα της Ελλάδας στα Βαλκάνια συνιστούν προϋποθέσεις για την πρόκριση της συμφωνίας και β) πως η πολιτική, οικονομική και γεωστρατηγική θέση της Ελλάδας είναι ισχυρή και δεν πρέπει να φοβόμαστε τους γείτονές μας.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα α) οι φιλίες επαναπροσδιορίζονται και οι σχέσεις επανακαθορίζονται β) το ενεργειακό παιχνίδι στα Βαλκάνια έχει αλλάξει, η «μεσοβαλκανική ζώνη» στην οποία ανήκουμε αποτελεί σημαντικό γεωστρατηγικό διάδρομο και επομένως η ειρήνευσή της υπό την αιγίδα των ΗΠΑ ανταποκρίνεται στα συμφέροντά μας και στα συμφέροντα που πρέπει να εξυπηρετήσει η χώρα μας δια της συμφωνίας γ) η υπογραφή της συμφωνίας θα ανακόψει την διείσδυση της Ρωσίας δια της Σερβίας στα Βαλκάνια, καθώς και την επέκταση της Τουρκίας δια των μουσουλμανικών θυλάκων των χωρών που προέκυψαν από τη διάλυση της τέως Γιουγκοσλαβίας δ) Οι Αλβανοί είναι αρνητικοί απέναντι στην Ελλάδα, προσδοκούν την ίδρυση μιας μεγάλης Αλβανίας, με συνένωση του Κοσσυφοπεδίου και των Αλβανών των Σκοπίων στο υπάρχον κράτος τους, επομένως η συμφωνία και η στήριξη της FYROM θα αναστείλει το συγκεκριμένο ενδεχόμενο ε) η Βουλγαρία είναι στρατηγικός μας σύμμαχος αλλά διαθέτει ισχυρή τουρκική μειονότητα, παρέχει δεκάδες χιλιάδες βουλγαρικά διαβατήρια στους κατοίκους των Σκοπίων και θεωρεί την γλώσσα και την ταυτότητά τους βουλγαρική ή τουλάχιστον «μη μακεδονική», άρα μας συμφέρει εμάς να την πούμε «μακεδονική» (!) στ) εμείς δεν πρέπει να φοβόμαστε γιατί έχουμε το μεγαλύτερο ΑΕΠ στα Βαλκάνια, σταθερές συμμαχίες, και παρά την κρίση είμαστε «οι καλύτεροι».
Κλείνοντας θα επιχειρήσω να διαμορφώσω την δική μου «ανάγνωση». Σύμφωνα λοιπόν με τον Νίκο Μέρτζο:
«Η συμφωνία των Πρεσπών είναι επιβεβλημένη, επειδή την επιβάλλει η Αμερική. Είναι συμφέρουσα, επειδή μας προφυλάσσει από Ρώσους, Τούρκους, Βούλγαρους, Αλβανούς. Όσοι την πολεμούν και φαντάζονται πως αυτή θα συμβάλλει στην γένεση ταυτοτικών προβλημάτων στη Μακεδονία είναι υπερπατριώτες (βλ. εθνικιστές). Γιατί οι γείτονες «Βορειομακεδόνες»άλλαξαν το σύνταγμά τους και συμφώνησαν να μην ανακατεύονται σε όσα συμβαίνουν στην χώρα μας».
Τελειώνω λοιπόν με μερικές απορίες: «Είμαστε στα αλήθεια τόσο «ανυπεράσπιστοι» απέναντι στους Βαλκάνιους, ώστε η μόνη μας διέξοδος είναι να είμαστε ενδοτικοί απέναντι στις αξιώσεις του αμερικανικού παράγοντα; Και αν δεχτούμε κάτι τέτοιο, τότε πως αυτό δεν αντιφάσκει με την εκδοχή του ίδιου συγγραφέα ότι πρέπει να μην έχουμε φοβικά σύνδρομα, γιατί είμαστε «το ισχυρότερο οικονομικά και στρατιωτικά κράτος των Βαλκανίων»; Και αν είμαστε τόσο ισχυροί σε σχέση με τις χώρες των Βαλκανίων, δεν είναι ένα ζήτημα πώς επιλέγουμε να υλοποιούμε την ισχύ αυτή; Γιατί η μόνη συμβουλή του βιβλίου είναι να καταφεύγουμε σε «επώδυνους συμβιβασμούς» που προϋποθέτουν την αποδοχή «μακεδονικής» ταυτότητας και γλώσσας; Γιατί ως ισχυροί δεν επιβάλαμε να προσδιορίζει η συμφωνία την γλώσσα και την ταυτότητα ως «σλαβομακεδονικές»;
Λυπάμαι κύριε Μέρτζο, αλλά εμένα, αν και διάβασα το βιβλίο σας προσεκτικά ουδόλωςμε πείσατε. Συγκεκριμένα, δεν μπορώ να συμφωνήσω μαζί σας πως «η συμφωνία των Πρεσπών υπηρετεί την ασφάλεια, την εδαφική ακεραιότητα και την ειρήνη της χώρας». Εξακολουθώ να πιστεύω και μετά την ανάγνωση πως
«ἥδε ἡ ἡμέρα ( σσ.της υπογραφής της) τοῖςἝλλησι μεγάλων κακῶνἄρξει. ..» (Θουκυδίδης 2.12-2.13.9).