Σ. Ηλιάδου – Τάχου, Καθηγήτριας Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
Στις 8 Μαρτίου 2019 το ΔΣ της ΔΕΗ, κατά τη συνεδρίαση του, «επαναλαμβάνει και προκηρύσσει τη διαγωνιστική διαδικασία για τη μεταβίβαση του 100% της συμμετοχής της στο μετοχικό κεφάλαιο της «Λιγνιτικής Μελίτης Α.Ε.» ή/και της «Λιγνιτικής Μεγαλόπολης Α.Ε.»».Σύμφωνα με την προκήρυξη, η προθεσμία εκδήλωσης ενδιαφέροντος θα λήξει στις 19 Μαρτίου.
Στις 8 Μαρτίου 2019 το ΔΣ της ΔΕΗ, κατά τη συνεδρίαση του, «επαναλαμβάνει και προκηρύσσει τη διαγωνιστική διαδικασία για τη μεταβίβαση του 100% της συμμετοχής της στο μετοχικό κεφάλαιο της «Λιγνιτικής Μελίτης Α.Ε.» ή/και της «Λιγνιτικής Μεγαλόπολης Α.Ε.»».Σύμφωνα με την προκήρυξη, η προθεσμία εκδήλωσης ενδιαφέροντος θα λήξει στις 19 Μαρτίου.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.Η ενεργειακή πολιτική της Ελλάδας καθορίζεται από την ανάγκη να ανταποκριθεί στην αμφίσημη ενεργειακή πολιτική της ΕΕ, η οποία θέλει να μειώσει το κόστος παραγωγής ενέργειας, να ελαχιστοποιήσει τις περιβαλλοντικές επιδράσεις της παραγωγής αυτής, να απελευθερώσει την αγορά ενέργειας και να διαμορφώσει συνθήκες απεξάρτησης των ενεργειακών αναγκών της Ευρώπης από το φυσικό αέριο ή το πετρέλαιο που παράγεται σε τρίτες χώρες.Το ζητούμενο για την περιοχή της Φλώρινας προέρχεται από την Επιτροπή Ανταγωνισμού της ΕΕ που αναφέρεται στην επιβεβλημένη αναγκαιότητα να κλείσει οριστικά ο αποκλεισμός της πρόσβασης τρίτων στο λιγνίτη και να αυξηθεί στο 30% για την Ελλάδα η εισαγωγή των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας, σε βάρος της παραδοσιακής πηγής ενέργειας της περιοχής της Φλώρινας, δηλαδή του λιγνίτη. Από την άλλη, στο πλαίσιο της ενεργειακής στρατηγικής της Ευρώπης για την ενίσχυση των ενεργειακών υποδομών, η περιοχή μαςκαλείται να διαδραματίσει στο μέλλον καθοριστικό ρόλο,αφού από τη Δυτική Μακεδονία θα διέρχεται ο αγωγός ΤΑΡ, ο οποίος θα μεταφέρει φυσικό αέριο από την Κασπία στην Ιταλία.
Αντιμέτωπη λοιπόν η χώρα μας με τις προκλήσεις που αφορούν στις ευρωπαϊκές στρατηγικές ενέργειας που προαναφέρθηκαν,προέβη στην ψήφιση νομοθετικών ρυθμίσεων. Συγκεκριμένα, στις 11.07.2014 ψηφίστηκε ο Νόμος 4273 από την κυβέρνηση Σαμαρά,για τη δημιουργία της «μικρής ΔΕΗ»,ο οποίος,μετά την πώληση του ΑΔΜΗΕ,αποτελούσε βήμα για την αποκρατικοποίηση της ΔΕΗ και την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρισμού. Σε ό,τι αφορούσε στην περιοχή μας η μικρή ΔΕΗ προέβλεπε την πώληση των εξής λιγνιτικών μονάδων:Αμύνταιο 1 και 2, καθώς επίσης και Μελίτη 1 και 2, ενώ παραχωρούνταν στη νέα εταιρεία που θα προέκυπτε η άδεια να προχωρήσει στην κατασκευή μιας ακόμη λιγνιτικής μονάδας όπως και τα λιγνιτωρυχεία Αμύνταιου, Μελίτης, Κομνηνών και Κλειδίου. Οριζόταν τέλος η πώληση υδροηλεκτρικών μονάδων και μιας μονάδας φυσικού αερίου.Οι προδιαγραφές του διαγωνισμού θα υποβάλλονταν στην κριτική της Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής, ενώ ο διαγωνισμός θα διεξαγόταν όχι από το ΤΑΙΠΕΔ αλλά από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΔΕΗ με τη συμμετοχή των εκπροσώπων όλων των μετόχων και με τη συμμετοχή των εκπροσώπων των εργαζομένων.
Ακολούθησε η ακύρωση του Νόμου για «τη μικρή ΔΕΗ» και η ψήφιση του Νόμου Σταθάκη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ που δημοσιεύτηκε στις 26 Απριλίου 2018. Τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν για την ακύρωση του προηγούμενου νόμου ήταν τα εξής: Το σχέδιο της μικρής ΔΕΗ περιελάμβανε το 30% όλου του παραγωγικού δυναμικού της ΔΕΗ, και τα υδροηλεκτρικά, και τις μονάδες φυσικού αερίου και το πελατολόγιο, ενώ ο Νόμος Σταθάκη αφορά αποκλειστικά στους λιγνίτες. Επίσης ακυρώθηκε η πλήρης ιδιωτικοποίηση της ΑΔΜΗΕ, και η ιδιωτικοποίηση περιορίστηκε στο 49%, ενώ ακυρώθηκε και η δρομολογημένη ιδιωτικοποίηση της ΔΕΣΦΑ και προκρίθηκε άλλη,από την οποία, κατά τον ΣΥΡΙΖΑ προέκυψε μεγαλύτερο τίμημα
Κατά την προσωπική μου εκτίμηση το σχέδιο για τη μικρή ΔΕΗ διασφάλιζε καλύτερες συνθήκες για την ενεργειακή επιβίωση της περιοχής της Φλώρινας, για μια σειρά από λόγους. Στη Φλώρινα, το τοπικό ανταποδοτικό τέλος προβλεπόταν ότι θα ήταν ένα κονδύλι της τάξεως των 25-30 εκ ευρώ κάθε χρόνοτο οποίο θα αποδιδόταν από τη σημερινή ΔΕΗ. Είχε λοιπόν καθοριστεί ότι το τέλος αυτό θα εξακολουθούσε να αποδίδεται, ως υποχρέωση του ιδιώτη που θα έπαιρνε τη «μικρή ΔΕΗ». Ακόμα, σύμφωνα με το νόμο για τη μικρή ΔΕΗ, υποχρεωνόταν ο νέος ιδιώτης να εκπονεί και να υποβάλλει προς έγκριση, ένα ετήσιο σχέδιο διαχείρισης του υδατικού δυναμικού σε όλα τα φράγματα που είχε στη διάθεσή του. Διασφαλίζονταν έτσι η δυνατότητα των αγροτών να συνεχίζουν να ποτίζουν τα χωράφια τους με τις ίδιες προδιαγραφές όπως και τώρα και η ύδρευση των γειτονικών οικισμών. Επίσης, σύμφωνα με το Νόμο αυτό προβλέπονταν προτεραιότητες στις νέες προσλήψεις από κατοίκους των τοπικών κοινωνιών. Επιπλέον οίδιος νόμος είχε συγκεκριμένες αναφορές και δικλείδες προστασίας για τα δικαιώματα των εργαζομένων. Τέλος το μείγμα υδροηλεκτρικών και λιγνιτικών μονάδων και η εκχώρηση λιγνιτικών πεδίων δεν συνεπαγόταν την απεμπόληση εθνικού πλούτου, όπως ανέφερε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Αντίθετα ο Νόμος Σταθάκη επικεντρώνεται αποκλειστικά στα εργοστάσια λιγνίτη, άρα στη Φλώρινα και στη Μεγαλόπολη και μεγιστοποιεί τα προβλήματα των περιοχών αυτών και μόνο. Συγκεκριμένα,δεν προσδιορίζει, το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ορυχείων που είχαν εκχωρηθεί με βάση τη μικρή ΔΕΗ στον ιδιώτη (τα λιγνιτωρυχεία Αμυνταίου, Μελίτης, Κομνηνών και Κλειδίου). Και εδώ είναι έκδηλη η αδιέξοδη λαϊκίστικη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, γιατί τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν ότι, μια και η λειτουργία των ορυχείων επηρεάζει μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος, η διατήρησή τους υπό κρατική ιδιοκτησία, με παράλληλη πώληση σταθμών, θα είναι μια διαδικασία με μικρότερο πολιτικό κόστος. Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν δια του Νόμου Σταθάκη θεώρησε ότι, στην περίπτωση αυτή εξασφαλίζει την τροφοδοσία των σταθμών, χάρις στις ποινικές ρήτρες για τις ποιότητες και τις ποσότητες του λιγνίτη,που είχαν καθοριστεί μέσω των συμφωνιών πώλησης του λιγνίτη, μεταξύ των κρατικών λιγνιτωρυχείων και του ιδιώτη παραγωγού. Είναι όμως δεδομένο ότι, αν δεν καταβληθεί προσπάθεια να μειωθεί το κόστος παραγωγής του λιγνίτη,δεν μπορούν να αποκλειστούν οι απολύσεις και οι μειώσεις των μισθών στα κρατικά λιγνιτωρυχεία του ΣΥΡΙΖΑ, όπως φραστικά ευαγγελίζεται ο Υπουργός.
Σύμφωνα με τον Πρόεδρο της ΝΔ Κυριάκο Μητσοτάκη «Το 2014 η τότε αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ κατακεραύνωνε το σχέδιο Σαμαρά για τη μικρή ΔΕΗ. Μιλούσε για έγκλημα. Η κυβέρνηση σήμερα εξαπατά τους πολίτες, κλείνει το μάτι στους πιθανούς αγοραστές των λιγνιτικών μονάδων. Η κυβέρνηση χρεώνει την κοινωνία και ζημιώνει την χώρα. Η κυβέρνηση οδηγεί νομοτελειακά τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος σε αύξηση και υπονομεύει το μέλλον της ΔΕΗ. Την οδηγεί ένα βήμα πριν την χρεοκοπία»..
Πρέπει να συνειδητοποιήσουν οι αρμόδιοι του ΣΥΡΙΖΑ ότι η λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή είναι απαραίτητη, τουλάχιστον κάτω από τις παρούσες συνθήκες,για την ασφάλεια τροφοδοσίας της χώρας με ηλεκτρική ενέργεια και για την επιβίωση της περιοχής μας. Ειδικά στην περιοχή μας« το πέρασμα στην μεταλιγνιτική εποχή δεν μπορεί να ξεκινήσει χωρίς να έχει καν φτάσει στα μισά της για τη Φλώρινα η λιγνιτική εποχή». Και το λέω αυτό επειδή υπάρχουν στην περιοχή μας αργούντα ορυχεία (Βεύης, Κλειδίου), με σημαντικές ποσότητες, ενώ τα λιγνιτωρυχεία της Αχλάδας έχουν λιγνίτη για τα επόμενα 15 χρόνια, σύμφωνα με όσα είπε ο Διευθύνων Σύμβουλός τους κ. Παυλίδης σε πρόσφατη συνέντευξή του στον Μπάμπη Τριανταφυλλίδη και στο «Ελεύθερο Βήμα της Φλώρινας».
Οι λύσεις πρέπει να αναζητηθούν σε συμφωνία με το ευρωπαϊκό πλαίσιο και να περιλαμβάνουν ουσιαστικές δράσεις προς δυο κατευθύνσεις: προς τον ενεργειακό σχεδιασμό, και προς την διαμόρφωση στρατηγικής συμμαχίας ΔΕΗ-ιδιωτών έτσι ώστε να επιτευχθεί η μείωση του κόστους για τις επιχειρήσεις και τους πολίτες. Ας βάλουμε λοιπόν στην άκρη τις ατελέσφορες ιδεοληψίες του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν παράγουν ανάπτυξη για την Φλώρινα, θέσεις εργασίας για τους κατοίκους της και πλούτο για την περιοχή.