Σ. Ηλιάδου-Τάχου, Καθηγήτριας Νέας Ελληνικής Ιστορίας ΠανεπιστημίουΔυτικής Μακεδονίας
Την Κυριακή των Βαΐων ήρθα αντιμέτωπη με έναν ακόμα από τους λόγους που κάνουν την ζωή των συμπολιτών μας στα χωριά των συνόρων να μαραζώνουν και τους κατοίκους να βρίσκονται αντιμέτωποι με την άκαιρη και βίαιη «αστικοποίησή τους». Αναφέρομαι βέβαια στο ζήτημα των «αργούντων» ναών στην ύπαιθρο της Φλώρινας, κάτι που συμβαίνει κατά περιόδους και εναλλάξ στο κράτοςτου ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που δεν συνέβαινε ούτε καν την περίοδο της κατοχής ..
Την Κυριακή των Βαΐων ήρθα αντιμέτωπη με έναν ακόμα από τους λόγους που κάνουν την ζωή των συμπολιτών μας στα χωριά των συνόρων να μαραζώνουν και τους κατοίκους να βρίσκονται αντιμέτωποι με την άκαιρη και βίαιη «αστικοποίησή τους». Αναφέρομαι βέβαια στο ζήτημα των «αργούντων» ναών στην ύπαιθρο της Φλώρινας, κάτι που συμβαίνει κατά περιόδους και εναλλάξ στο κράτοςτου ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που δεν συνέβαινε ούτε καν την περίοδο της κατοχής ..
ΚΑΝΕ LIKE ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK! ΚΑΙ ΕΝΗΜΕΡΩΣΟΥ ΑΜΕΣΑΈνα ζήτημα που αγνοεί βέβαια η κοινή γνώμη και οι αρμόδιοι του κεντρικού κράτους. Ή μάλλον το γνωρίζουν και απλώς το κρύβουν κάτω από το χαλί, ως είθισται πολλάκις και πλειστάκις.
Εξηγούμαι πάραυτα: την Κυριακή των Βαΐων πήρα το αυτοκίνητο με την πρόθεση να πάω στην εκκλησία ενός από τα γραφικά χωριά του κάμπου, με δεδομένη την απόφαση να γνωρίσω τα ιδιαίτερα προβλήματα των ανθρώπων τους. Μπήκα στον Καύκασο και κατευθύνθηκα στην εκκλησία. Πλησιάζοντας ένιωσα, μαζί με την μυρωδιά των ανθισμένων δέντρων, μια εκκωφαντική σιωπή. Παραξενεύτηκα. Κατέβηκα από το αυτοκίνητο και αντίκρισατον Άγιο Γιώργη θεόκλειστο. Στην πόρτα οι γνωστές αλυσίδες και μόνο ένα μικρό ανθισμένο κλωνάρι, περασμένο ανάμεσα στη βαριά κλειδαριά, έστεκε εκεί ως υπόμνηση της μέρας που έφευγε, της γιορτής που δεν γιορτάστηκε, της παράδοσης που δεν τηρήθηκε, της θρησκευτικής κατάνυξης που δεν έφτασε ποτέ ως τα σύνορα της πατρίδας μας.
Έφυγα με βαριά καρδιά και διαπίστωσα έκπληκτη πως η γιορτή των Βαΐων δεν είχε φτάσει και σε πολλές άλλες κοινότητες της Φλώρινας, που έχουν την τύχη να φρουρούν τα σύνορα. Σε ένα από αυτά, μια γριούλα με τσεμπέρι και απίθανο γαλάζιο βλέμμα στάθηκε και με κοίταξε: «είδες κοπέλα το χάλι μας; με ρώτησε. Τι είμαστε εδώ πάνω Τούρκοι;» Την κοίταξα. Είχαν ξυπνήσει μέσα της μνήμες από αφηγήσεις για την πατρίδα των πατεράδων της και τις κλειστές εκκλησίες, τις κυνηγημένες από τους Τούρκους. Τις εκκλησίες που είχαν τουρκέψει βίαια. Ένιωθα αδύναμη, ανίκανη να αρθρώσω λόγο, να της εξηγήσω πως δεν είχαν τουρκέψει οι ναοί μας, πως ... Μέχρι να σκεφτώ τι να πω, είχε φύγει, είχε χωθεί σε ένα από τα ταπεινά σπιτάκια, με τον κηπάκο και τις περικοκλάδες.
Ντράπηκα για την άγνοιά μου για την ανικανότητά μου εγώ, μια Καθηγήτρια Ιστορίας, να μην έχω την ώρα εκείνη τις αναγκαίες απαντήσεις... Και ορκίστηκα στον εαυτό μου πως θα έψαχνα να βρω τί πραγματικά συμβαίνει και οι καμπάνες είναι τόσο σιωπηλές, στην γιορτή των Βαΐων σε χωριά φυτεμένα στην άκρη του τόπου μας. Ξεκίνησα από την πολιτική εξουσία των διαφόρων και διαφορετικών βαθμών αυτοδιοίκησης. Οι πρώην και οι επόμενοι μάλλον ενοχλήθηκαν. Πήρα αμέσως τον Σεβασμιότατο Φλωρίνης και επιτέλους είχα από τη μεριά του μια αφοπλιστικά ειλικρινή απάντηση. «Δεν μπορώ Σοφία να καλύψω τις ανάγκες σε ιερείς στην εκκλησιαστική μου περιφέρεια. Το Υπουργείο δεν εγκρίνει καμία πλέον χειροτονία εδώ και καιρό. Αναγκάζομαι να επιστρατεύω εθελοντές συνταξιούχους που τους χειροτονώ και οι οποίοι εργάζονται ανιδιοτελώς. Πόσοι όμως είναι αυτοί για να καλύψουν τις ανάγκες των χωριών μας;»
Έμεινα εμβρόντητη. Έκλεισα το τηλέφωνο γεμάτη θυμό για ένα κράτος που δεν είναι κράτος πρόνοιας, που δεν διορίζει ιερείς, δασκάλους, καθηγητές, γιατρούς. Για ένα κράτος που διώχνει στο εξωτερικό τα καλύτερα μυαλά του. Για ένα κράτος που «βολεύεται» εξαναγκάζοντας τους Μητροπολίτες με τις απόλυτες αρνήσεις του να επιστρατεύουν ανθρώπους που έχουν κλείσει τον κύκλο της προσφοράς τους στο κοινωνικό σύνολο. Για ένα κράτος που προφασίζεται πωςκαταπολεμά την ανεργία, διορίζει όμως κομματικούς στρατούς ή στρατούς «προθύμων συγκυβερνώντων». Μήπως η πρακτική αυτή της «περικοπής άχρηστων δαπανών» και της εθελούσιας επιστράτευσης συνταξιούχων επιστρατευτεί από την «πρώτη φορά αριστερά» και για άλλες επαγγελματικές κατηγορίες ως πετυχημένη και ανέξοδη στο μέλλον;
Δεν είχα πια καμία αμφιβολία ότι πίσω από αυτές τις συγκεκριμένες και συνειδητές επιλογέςελλοχεύουν και ένα σωρό άλλες σκοπιμότητες: πρώτα βέβαια η ανάγκη εξοικονόμησης χρημάτων. Πραγματικά ο ΣΥΡΙΖΑ για να κερδίσει τις εκλογές έχει ήδη επιδοθεί σε παροχές και χορηγήσεις έκτακτων επιδομάτων, σε θεωρητικά αδύναμους, με σκοπό να εξαγοράσει την ψήφο τους. Τί καλύτερο λοιπόν από το να πείσει,δια της μεθόδου της αθόρυβης αποψίλωσης των ναών από ιερείς, για το άχρηστο της συντήρησης των κληρικών από το κράτος, να μεταβιβάσει το καθήκον αυτό στη νεόπτωχη μεσαία τάξη και να αφήσει χωρίς κληρικούς τις μάζες των φτωχών κατοίκων των παραμεθόριων χωριών, που δεν αντέχουν πια να συντηρήσουν ούτε τον εαυτό τους και τις φαμίλιες τους;
Ο δεύτερος λόγος για τις επιλογές αυτές είναι η ανάγκη του ΣΥΡΙΖΑ να επιτευχθεί η μείωση του κύρους των ιερέων και του θεσμού της εκκλησίας, πρώτα σε επίπεδο τοπικών κοινωνιών και ύστερα σε μια πανελλήνια διάσταση. Ο στόχος αυτός μάλιστα είναι δεδομένο ότι συνυφαίνεται και με περαιτέρω στρατηγικές σκοπιμότητες, όπως για παράδειγμα με την συγκρότηση της συριζαίικης νομενκλατούρας, η οποία θα προετοιμάσει την άλωση της εξουσίας. Σε αυτό τον αγώνα, μια από τις προϋποθέσεις είναι βέβαια η άμβλυνση του θρησκευτικού συναισθήματος, που εμπεριέχει στοιχεία ταυτότητας. Το σχέδιο κρυφό, αδιόρατο, ανεπαίσθητο, οδηγεί κατευθείαν στην αποδοχή των όποιων ταυτοτήτων, της «μακεδονικής» κλπ. Έτσι θα περνάει τώρα και στο μέλλον ευκολότερα, όχι μόνο το Μακεδονικό, αλλά και μια πιθανή μοιρασιά σε άλλα σημεία με τους γείτονες.. Αντίσταση καμία..Και αγνοείται κατάφωρα το παρελθόν αυτού του λαού, ο ορθόδοξος πολιτισμός του, η αυτοεπίγνωση και η αυτοσυνείδησή του απέναντι στην ιστορική του παρουσία. Ξηλώνουμε λοιπόν θηλιά θηλιά το κουβάρι, σιγά, αθόρυβα, προσεκτικά. Και προετοιμάζουμε τις ελληνικές κοινωνίες για ένα μέλλον χωρίς ιερείς, χωρίς ταυτότητες, χωρίς σταθερά εισοδήματα, κρεμασμένο από την επιδοματική πολιτική των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ.
«Πήραμε την εξουσία αλλά δεν πήραμε το κράτος» είναι το γκρόσο μότο του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε, περνάει τώρα στην άλωση του κράτους καταλύοντας την εκκλησία, τους ιερείς, τον ελληνορθόδοξο πολιτισμό, την ταυτότητα μας και εν γένει όσα υφίστανται ακόμα όρθια.Έλεος πια !!!