ΦΛΩΡΙΝΑ Ο Τάσκος που γιόρταζε τρεις ημέρες το Πάσχα - ΡΑΔΙΟ ΦΛΩΡΙΝΑ ΡΑΔΙΟ ΦΛΩΡΙΝΑ : Ο Τάσκος που γιόρταζε τρεις ημέρες το Πάσχα

.

.

Τρίτη 16 Απριλίου 2019

Ο Τάσκος που γιόρταζε τρεις ημέρες το Πάσχα

Στην Φλώρινα παλιά συνήθιζαν να χρησιμοποιούν το υποκοριστικό όνομα Τάσκος αντί του κανονικού Αναστάσιος.  Και υπήρχαν πολλοί με το όνομα Τάσκος, και στην πόλη και στα χωριά. Ήταν πολύ συνηθισμένο όνομα και αγαπητό, επειδή η προφορά του ταίριαζε με την παλιά, βαριά, χοντρή προφορά των Φλωρινιωτών.

ΚΑΝΕ LIKE ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK! ΚΑΙ ΕΝΗΜΕΡΩΣΟΥ ΑΜΕΣΑ
  Ήταν λοιπόν κάποιος Τάσκος, τεχνίτης και έμπορος στην προπολεμική Φλώρινα, που ήταν οικονομικά ευκατάστατος και με καλές δημόσιες σχέσεις. Του άρεζε το πιοτό και η καλή παρέα, που συναντούσε στα πανδοχεία και στα καφενεία της πόλης μας. Πολλοί οι φίλοι του και άλλοι τόσοι η πελάτες του, σε μια πόλη, όπου όλοι ήταν γνωστοί, όπως και οι περισσότεροι κάτοικοι των γύρω χωριών.
   Ο Τάσκος, από την Μεγάλη Εβδομάδα, άρχιζε τις ετοιμασίες για να γιορτάσει την ονομαστική εορτή, έτσι όπως συνηθιζόταν κάποτε  στην πόλη μας. Πήγαινε στο ζωοπάζαρο, που ήταν στα λιβάδια δίπλα από  το Πάνω Τσιφλίκι και αγόραζε δυο ζωντανά αρνιά. Τα διάλεγε, ώστε να είναι καλοταϊσμένα και περίπου 8 έως 10 οκάδες το καθένα. Τότε τα λιπαρά αρνιά τα θεωρούσαν καλύτερα και πιο γευστικά. Περνούσε μέσα από την πόλη με τα αρνιά βελάζοντας και τα άφηνε ελεύθερα στην αυλή του, μέχρι να έρθει ο χασάπης. Το Μεγάλο Σάββατο τα έσφαζαν και την Κυριακή το πρωί σε δυο μεγάλες λαμαρίνες, τα αρνιά ψήνονταν στον φούρνο της γειτονιάς. Την Μεγάλη Τετάρτη οι γυναίκες του σπιτιού ζύμωναν  τα τσουρέκια. Πολλά τσουρέκια, για να φτάσουν για όλους τους καλεσμένους. Τα τσουρέκια τα έψηναν και αυτά στον φούρνο της γειτονιάς. Την Μεγάλη Πέμπτη, στο σπίτι του Τάσκου, οι γυναίκες έβαφαν περισσότερα από 300 αυγά. Αυγά κόκκινα απλά, αλλά και με σχέδια, από τα φύλλα κάποιων αγριόχορτων.
   Τα Μεγάλο Σάββατο το απόγευμα όλες οι δουλειές τελείωναν. Όλοι ήταν έτοιμοι για την Ανάσταση. Η ημέρα της γιορτής του Τάσκου είχε έρθει. Την τιμούσε αυτήν την ημέρα και μάλιστα οι επισκέψεις των συγγενών και φίλων άρχιζαν, πριν βραδιάσει. Κεράσματα με μεζέδες από αρνί, ψωμί, σαλάτες  και τσίπουρο σπιτικό. Αλλά και κόκκινα αυγά και τσουρέκι για τους επισκέπτες. Τότε δεν καλούσαν. Όλοι ήταν γνωστοί και περνούσαν να πούνε τα «Χρόνια Πολλά»  χωρίς καμιά ιδιαίτερη πρόσκληση. Οι συζητήσεις ατελείωτες.  Οι παρέες, η μια διαδεχόταν την άλλη. Έτσι περνούσε όλο τα βράδυ και μέχρι τα μεσάνυχτα. 
  Οι φίλοι ήταν τόσοι πολλοί, που και την Δεύτερη ημέρα του Πάσχα επισκέπτονταν τον Τάσκο. Και οι τελευταίοι την Τρίτη ημέρα του Πάσχα. Ένα τριήμερο επισκέψεων για την ονομαστική εορτή του Τάσκου. Έτσι γιόρταζαν τότε οι γεροντότεροι του σπιτιού. Αυτοί που κρατούσαν το μαγαζί και τα ηνία της οικογένειας. Αυτοί που έφερναν χρήματα στο σπίτι για να μην λείψει τίποτε από την οικογένεια. Οι αρχηγοί του σπιτιού, που τους εκτιμούσε όλη η οικογένεια, η γειτονιά και η  πόλη. Αξιοσέβαστα άτομα σε μια κοινωνία που ο σεβασμός καλλιεργούταν από τις μικρές ηλικίες.
  Την εποχή του Τάσκου, οι γυναίκες του σπιτιού δεν γιόρταζαν την ονομαστική τους εορτή, όπως οι άνδρες. Αυτές καλούσαν μερικές φιλενάδες και συγγενείς για έναν καφέ ή τσάι και σπιτικό χαλβά ή γλυκό του κουταλιού. Επίσης τα χρόνια του Τάσκου, κανείς στη Φλώρινα δεν γιόρταζε τα γενέθλια του, όπως σήμερα. Τότε γιόρταζαν μόνο τις χριστιανικές γιορτές και τιμούσαν την παράδοση.
   Ο Τάσκος, όπως και ο κάθε Τάσκος της περιοχής μας γιόρταζαν με αυτόν τον τρόπο την ονομαστική τους εορτή τις Άγιες Ημέρες του Πάσχα. Και όταν αυτές περνούσαν, η επόμενη γιορτή ήταν της Ζωοδόχου Πηγής. Ήταν το πανηγύρι των Φλωρινιωτών στο χωριό Σκοπιά. Ο Τάσκος μετά τον εκκλησιασμό, πρώτος έσερνε τον χορό στην αυλή της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής. Γλέντι στο πανηγύρι μέχρι το απόγευμα. Εκεί έκλειναν οι γιορτές του Πάσχα, για τον Τάσκο, τον κάθε - οικονομικά ευκατάστατο και γενναιόδωρο - Τάσκο  της Φλώρινας.

                                                                               Δημήτρης Μεκάσης
                                                                                       
     



Ο προπάππος μου, ο Τάσκος Μεκάσης,  στο Μοναστήρι, το 1900 περίπου