Μια φωτογραφία, από το 1918, σε ένα ημιορεινό χωριό της Φλώρινας, έξω από ένα φτωχικό πλινθόκτιστο σπίτι. Είναι μια σλαβόφωνη οικογένεια. Μια πατριαρχική οικογένεια, μια «ζαντρούγκα», όπως έλεγαν οι ίδιοι. Γυναίκες και παιδία. Και μόνο ένας άνδρας, ένα μεσήλικας άνδρας. Απουσιάζουν οι άλλοι άνδρες της οικογένειας.
Η μετανάστευση ήταν γνωστή στα μέρη μας από παλιά. Οι οικοδόμοι πήγαιναν στην νότιο Ελλάδα, στην Ρουμανία και στις άλλες βαλκανικές χώρες, στην Κωνσταντινούπολη και τα παράλια της Μικράς Ασίας. Εκεί αναζητούσαν το μεροκάματο. Έφευγαν του Αγίου Γεωργίου, κυρίως μετά το Πάσχα και γύριζαν στα χωριά τους του Αγίου Δημητρίου, για να ξεχειμωνιάσουν με τις οικογένειές τους. Μαστοροχώρια ήταν το Μπούφι (Ακρίτας), ο Πολυπόταμος, τα χωριά των Κορεστίων και αργότερα και η Δροσοπηγή και το Φλάμπουρο. Μερικές οικογένειες από τα χωριά είχαν μεταναστεύσει στην Κωνσταντινούπολη και στις πόλεις της Μικράς Ασίας. Με την Μικρασιατικοί Καταστροφή ήταν και αυτοί οι μετανάστες στους ανταλλάξιμους, και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Φλώρινα.
Οι Βλαχόφωνοι του Νυμφαίου ήταν έμποροι, που εμπορεύονταν βαμβάκι και καπνό στην Αλεξάνδρεια και τις παραδουνάβιες χώρες. Μερικοί Πισοδερίτες ήταν και αυτοί στην Αλεξάνδρεια, αλλά και στην Ρουμανία με μικρότερες επιχειρήσεις.
Τα πράγματα όμως άρχισαν να αλλάζουν λίγο πριν και λίγο μετά, το 1900. Τότε άνοιξε ο δρόμος προς την Αμερική. Άλλοι πήγαιναν στις ΗΠΑ, άλλοι στον Καναδά και μερικοί που πήραν λάθος καράβι βρέθηκαν στην Νότιο Αμερική. Στην Βόρειο Αμερική πλήρωναν καλά τους εργάτες. Οι περισσότεροι από αυτούς δούλεψαν σκληρά στον σιδηρόδρομο και έστρωσαν τις γραμμές, από τον Ατλαντικό ωκεανό μέχρι τον Ειρηνικό ωκεανό. Για τους περισσότερους η μετανάστευση αυτή θα κρατούσε πέντε έως δέκα χρόνια και επέστρεφαν στην πατρίδα. Με τα δολάρια που έφερναν αγόραζαν κτήματα, χτίζανε καινούργια σπίτια και άνοιγαν μαγαζιά. Η Βόρεια Αμερική πλούτισε πολλούς εργάτες από τα μέρη μας. Αλλά και αυτοί σε όλο το διάστημα που έμεναν στην Αμερική δεν ξόδευαν, επειδή κάθε μήνα έπρεπε να στείλουν το έμβασμα στην πατρίδα. Τα χρήματα τα παραλάμβανε από την τράπεζα στην Φλώρινα ο γεροντότερος του σπιτιού.
Οι μετανάστες στην Αμερική άλλαζαν συνήθειες και εκπολιτίζονταν, καθώς επηρεάζονταν από τον αμερικανικό τρόπο ζωής. Οι ενδυμασίες τους ήταν κουστούμια, πουκάμισα, γραβάτες και σκαρπίνια. Εκεί έμαθαν να πίνουν μπύρα και ουίσκι. Μάλιστα αυτοί που εργάζονταν στις αμερικάνικες μεγαλουπόλεις, έπαιρναν τον αέρα της μεγαλούπολης και άλλαζαν συμπεριφορά, παρόλο, που όλοι εργάζονταν στα στιλβωτήρια και στα εστιατόρια.
Οι μεγάλες οικογένειες των χωριών, οι ζαντρούγες, κέρδισαν από την μετανάστευση στην Αμερική, επειδή αρκετοί άνδρες από την ίδια οικογένεια εργάζονταν για το κοινό ταμείο. Με αυτόν τον τρόπο οι κολίγοι των χωριών του κάμπου κατάφεραν να αγοράσουν κτήματα και να χτίσουν μεγάλα σπίτια. Η ζωή τους άλλαξε, αφού έγιναν μικροκαλλιεργητές, έγιναν δηλαδή ιδιοκτήτες αγρών και σπιτιών. Και όλα αυτά χάριν στην μετανάστευση στις ΗΠΑ και στον Καναδά.
Αναρωτιέται κανείς, που έβρισκαν χρήματα για να φύγουν στην Αμερική, όλοι αυτοί οι φτωχοί, που στην πατρίδα είχαν μόνο ένα κομμάτι ξερό ψωμί. Ήταν οι εκκλησίες του χωριού και της πόλης, που από το ταμείο τους δάνειζαν χρήματα στους υποψήφιους μετανάστες. Τα χρήματα αυτά τα ξεπλήρωναν με τους πρώτους μισθούς, και έτσι το ταμείο της εκκλησίας πάντα είχε χρήματα για να στείλει και άλλους μετανάστες.
Από την μετανάστευση κέρδισαν και οι κάτοικοι της πόλης της Φλώρινας, επειδή όλοι όσοι γύρισαν έχτισαν σπίτια στην Φλώρινα και άνοιξαν μαγαζιά. Το χρήμα από την Αμερική ζωντάνεψε την αγορά της πόλης και όλοι βγήκαν κερδισμένοι. Κάποιοι όμως δεν γύρισαν. Πολλοί χάθηκαν και ξεχάστηκαν στις αμερικανικές μεγαλουπόλεις, και για άλλους χάθηκαν τα ίχνη τους. Παρόλα αυτά όμως η μετανάστευση στην Αμερική ζωντάνεψε όλη την περιοχή, και την πόλη και τα χωριά.
Δημήτρης Μεκάσης