Οι Εσκιμώοι μπορεί να έχουν εβδομήντα εννιά λέξεις για το χιόνι, αλλά οι χασικλήδες έχουν εκατοντάδες λέξεις για το μπάφο. Σε κάθε γλώσσα και σε κάθε χώρα. Εδώ, στην Αυστραλία, τα λένε, μεταξύ άλλων και doobies. Aπό την πρώτη Αυγούστου, το Περθ έφαγε ψυχρολουσία:
Είχαν ένα νόμο αρκετά χαλαρό για την προσωπική κατοχή, τις μικροποσότητες, που λένε. Κάτι ανάμεσα σε πταίσμα, πλημμέλημα και άλλα λόγια ν΄αγαπιόμαστε: Του τύπου «δεν ξέρω, δεν είδα, νόμιζα ότι η μπουρού ήταν από τη σόμπα της γιαγιάς που έπλεκε την κάλτσα του σέρφερ» και άλλα τέτοια λεμονάδικα.
Από αυτό το μήνα όμως, έσφιξαν τα πράγματα. Η κατοχή μαριχουάνας, έστω και μικρής ποσότητας, στη Δυτική Αυστραλία είναι πλεον σοβαρό, ποινικό, με δυό λόγια, αν σε τσακώσουν, πας μέσα.
Στην ανάποδη πλευρά του κόσμου, η Ελλάδα χαλαρώνει -αρκετά- τα λουριά στους χρήστες. Και μάλιστα όχι μόνο τους φίλους της κάνναβης, αλλά σε όλους τους εξαρτημένους. Κοίτα να δεις, που o αστικός μύθος, αυτός που ήθελε τον ΓΑΠ σε συνέντευξη, να ενθαρρύνει «κάθε Ελληνα να καλλιεργεί το δικό του γλαστράκι», υπάρχει περίπτωση να γίνει -στο απώτατο μέλλον- μια καθημερινή πραγματικότητα. Αυτό εμένα με ενθουσιάζει. Οχι γιατί είμαι μπαφομανής (περισσότερες λεπτομέρειες πιο κάτω), αλλά επειδή υπάρχει περίπτωση, αν μια πεποίθηση του μεγάλου πριν είκοσι χρόνια φτάνει να υλοποιείται σήμερα, στα επόμενα εξήντα-ογδόντα ή εκατό χρόνια, ίσως επαληθευτούν και άλλά σιβυλλικά ρητά του: Οπως π.χ. το διάσημο εκείνο «λεφτά υπάρχουν». Όσο να ‘ναι, με κάτι τέτοια ανανεώνεται η πίστη σου στον ηγέτη….
Κανονικά, με τις ισχύουσες συνθήκες, θα μάζευα τώρα τα πράγματά μου από το αυστηρό Πέρθ και θα διακτινιζόμουν στην Ελλάδα, στην Αθήνα, στο πλησιέστερο νησί, ή προάστειο, στο πρώτο που θα κρεμούσε στην πόρτα του με περηφάνεια την ταμπέλα: «Πατισερί-Χασισερί».
Έλα όμως που δεν βιάζομαι να πακετάρω. Ο βασικός λόγος είναι ότι μου είναι αδιάφορο αν ο μπάφος είναι νόμιμος ή παρανομος γιατί, πολύ απλά, δεν πίνω. Συγγνώμη που σας απογοητεύω, κανείς δεν είναι τέλειος. Υπήρξα βεβαίως κι εγώ -σαν κορίτσι- τέλεια, αλλά όχι πια, όχι εδώ και πολύ καιρό, κλείνω σχεδόν εικοσαετία που δεν αθλούμαι, δεν ήταν ποτέ το σπορ μου. Για το γέλιο και την παρέα, πιο πολύ για το δεύτερο. Έχω καλές αναμνήσεις. Κυρίως πατριωτικού τύπου.
Ένιωθα τόση, μα τόση περηφάνεια, όταν μου παρουσίαζαν το Ιερό Δισκοπότηρο του χασικλή, ένα αμιγώς ελληνικό γάρο με ονομασία προέλευσης. Σχεδόν βούρκωνα όταν πατούσα τα -ιερά χώματα- του Αμστερνταμ, και καμάρωνα τις ελληνικές ποικιλίες να φιγουράρουν στα ραφάκια με το σταφ-ντελικατέσσεν. Φούσκωνα από πατριωτισμό. Διότι οι γνωρίζοντες, ήξεραν ότι το αυθεντικό ελληνικό ήταν -μακράν- καλύτερο από κάθε ξενόφερτη μπουρούχα. Τι να πρωτοθυμηθώ; Τον ξακουστό Πύργο; Τη διάσημη -όχι μόνο για τις ελιές και τα μαντήλια της- Καλαμάτα; Τον τιμημένο Θεσσαλικό κάμπο (δεν θέλετε καθόλου να ξέρετε ΠΩΣ ακριβώς απέκτησα το δίπλωμα οδήγησής μου, στις αρχές της δεκετίας του ογβδόντα, όχι, δεν θέλετε να ξέρετε). Στις μυρωδάτες ορεινές κορυφές της Κρήτης, στα ,παρπυτοκαπνισμένα υψίπεδα του Μυλοπόταμου; Και σε τόσα άλλα μέρη της πανέμορφης πατρίδας μας; Που κάνει τόσο ωραία πράγματα, και φτιάχνει τέλεια φούντα, μυρωδάτη, αγνή, κι αχάλαστη, να προσκυνάς τον παπά και να συχωρούνται οι αμαρτίες σου όλες.
Γι’ αυτό με απογοήτευσε κάπως ο νόμος. Αντιλαμβάνομαι ότι μελετήθηκε με σκοπό τη δικαιότερη αντιμετώπιση των χρηστών, την αποσυμφόρηση των φυλακών και την πραγματική δίωξη των μεγαλεμπόρων του αληθινού θανάτου, των χαπιών, της πρέζας κι όλης αυτής της σκατίλας, που άμα πέσεις μέσα, είναι μεγάλο ζόρι να βγεις. Το ξέρω. Το κατάλαβα. Το εμπέδωσα.
Μόνο που δεν μπορώ να καταλάβω γιατί στο καλό είδαν το δέντρο (άντε, το δενδρύλλιο) και δεν είδαν το Δάσος! Το δάσος με τα ευρώ. Την εκδοχή όχι απλώς της απόλυτης νομιμοποίησης, αλλά μάλιστα την ενθάρρυνση της τοπικής καλλιέργειας και διάθεσης (μετά του αναλογούντος φόρου) ενός από τα καλύτερα προϊόντα που παράγει ο τόπος.
Πράσινη ανάπτυξη; Καταπράσινη, μιλάμε, πιο πράσινη δεν γίνεται, εκεί τελειώνει το πράσινο σε όλες του τις αποχρώσεις.
Τώρα, τι θα το κάνουν αυτό που θα παράγουν, ας το αποφασίσουν οι αρμόδιοι -έχω βάλει και αβγοκόβω μια κοτόσουπα και δεν ευκολύνομαι να σώσω τη χώρα αυτή τη στιγμή.
Τώρα, τι θα το κάνουν αυτό που θα παράγουν, ας το αποφασίσουν οι αρμόδιοι -έχω βάλει και αβγοκόβω μια κοτόσουπα και δεν ευκολύνομαι να σώσω τη χώρα αυτή τη στιγμή.
Μπορούν, σκέφτομαι, καθώς ανακατεύω το ασπράδι με το λεμόνι -τον κρόκο μετά, να το απελευθερώσουν εντελώς. Ή να το διαθέτουν σε κάποιες περιοχές (νησιά;) ίσως, που θα το ήθελαν, μετά από συναίνεση των κατοίκων. (Δεν μπορεί, όλο και κάποιο θα βρεθεί…)
Μπορούν, ίσως, να το απελευθερώσουν, με αυστηρούς κανόνες, και να το πουλάνε σε συγκεκριμένα μέρη που πληρούν ένα κάρο προδιαγραφές. Και πολλούς φόρους, όσους θέλουν -οι οι Εσκιμώοι έχουν εβδομηνταεννιά λέξεις για το χιόνι, αλλά οι τρόϊκανς έχουν εκατομμύρια λέξεις για το φόρο… Επίσης –προσεκτικά ανακατεύουμε, ίσα να δέσει ο ζωμός με το αυγόκομα- ένα τόσο θεαματικό βήμα -σίγουρα θα έφερνε εντυπωσιακές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο γίνεται ο τουρισμός στην Ελλάδα. Θα βλέπαμε, π.χ. να φτάνουν τα κρουαζιερόπλοια στο Κατάκωλο, κι από μέσα να μη βγαίνουν οχτώ χιλιάδες γριές με πί, αλλά δεκάδες χιλιάδες δεκαοχτάρηδες με πίπες, αδειανές -και τελωνοφύλακες στο τσίλι, που έλεγε κι ο Καββαδίας. (Κατακαημένο Κατάκωλο…).
Ή αν θέλουν, μουρμουρίζω, καθώς ρίχνω κουταλιά-κουταλιά το ζωμό μέσα στο αυγολέμονο- ας μην επιτρέψουν την ελεύθερη διακίνηση τη μαριχουάνας. Διότι ωραία θα ήταν να στρίβουμε ανέμελα μέχρι Ανάστασης, αλλά υποθέτω ότι δεν είναι όλα τόσο ρόδινα. Ο Δράκος της Επιστήμης, (ο σύζυγος) κρυφοδιαβάζει το κείμενο αυτό πάνω από τον ώμο μου, μουγκρίζοντας μου τα δυσάρεστα ευρήματα: Τα μεγαλύτερα ερευνητικά κέντρα της Δύσης συνδέουν ευθέως τη χρήση μαριχουάνας με την ψύχωση, ειδικά σε νεαρά άτομα με συγκεκριμένη γενετική προδιάθεση. Πρόκειται για ένα ελάχιστο ποσοστό του πληθυσμού, αλλά και πάλι, δεν θέλεις να τους πάρεις στο λαιμό σου. Πάσο, γιατρέ, το βουλώνω, ξέρεις περισσότερα από μένα.
Αλλά και πάλι -γυρίζω στην κοτόσουπα που ξέρω καλύτερα και αδειάζω το περιεχόμενο στην κατσαρόλα- και πάλι… Οι νόμιμες και εκτεταμένες καλλιέργειες θα έφερναν σίγουρα χρήμα στα ταμεία, και μάλιστα για καλό σκοπό: Υπάρχουν χώρες, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και το Ισραήλ, όπου η κάνναβη είναι περιζήτητη και νόμιμη: Διατίθεται ελεγμένα για φαρμακευτική χρήση, αγοράζεται από το ίδιο το κράτος και χορηγείται σε καρκινοπαθείς που συνέρχονται από χημειοθεραπείες, σε ασθενείς που υποφέρουν από γλαύκωμα και -πειραματικά στο στάδιο αυτό- σε ανθρώπους που ταλαιπωρούνται από το έντονο τρέμουλο της Πάρκινσον.
Κι εμείς;
Εμείς που τρέμουμε από το φόβο του φαλιμέντου; Εμείς, που χρεωκοπούμε Δευτέρα-Τετάρτη-Παρασκευή και απειλούμε ότι θα χρεωκοπήσουμε Τρίτη-Πέμπτη-Σάββατο. Τα τρόϊκανς, ομού μετά των ημετέρων σωτήρων, ψάχνουν λεφτά παντού, έχουν φορολογήσει μέχρι και του παππού μου τις μασέλες, έχουν αρμέξει το ξύγκι της μύγας και δεν βλέπουν αυτή την τεραστιότατη ευκαιρία; Ευλόγως απορώ. Τι πίνουν; Και δεν μας δίνουν κιόλας;
Εμείς που τρέμουμε από το φόβο του φαλιμέντου; Εμείς, που χρεωκοπούμε Δευτέρα-Τετάρτη-Παρασκευή και απειλούμε ότι θα χρεωκοπήσουμε Τρίτη-Πέμπτη-Σάββατο. Τα τρόϊκανς, ομού μετά των ημετέρων σωτήρων, ψάχνουν λεφτά παντού, έχουν φορολογήσει μέχρι και του παππού μου τις μασέλες, έχουν αρμέξει το ξύγκι της μύγας και δεν βλέπουν αυτή την τεραστιότατη ευκαιρία; Ευλόγως απορώ. Τι πίνουν; Και δεν μας δίνουν κιόλας;
Όσο για τη «χασισερί-πατισερί» που λέγαμε, μάλλον αργεί. Ας μη βιάζονται οι φίλοι κλειδοχάστες να κάνουν ακόμα Πάσχα με το νέο νόμο.
Ας τον δουν κάπως συγκρατημένα. Κάτι σαν την Πρώτη Ανάσταση, ας πούμε.
Ή έστω, την πρώτη Πράσινη Ανάσταση.
Εις υγείαν!
Ας τον δουν κάπως συγκρατημένα. Κάτι σαν την Πρώτη Ανάσταση, ας πούμε.
Ή έστω, την πρώτη Πράσινη Ανάσταση.
Εις υγείαν!